Καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα κλινικό σύνδρομο κατά το οποίο λόγω δομικών και λειτουργικών καταστάσεων, η καρδιά αδυνατεί να ασκήσει το έργο της, την αιμάτωση δηλαδή όλων των οργάνων, ώστε να ικανοποιηθούν όλες οι μεταβολικές ανάγκες των κυττάρων.
Με βάση την χρονική εξέλιξη υπάρχει η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία αν επιδεινωθεί σταδιακά χαρακτηρίζεται ως μη αντιρροπούμενη, ενώ αν γίνει αιφνιδίως τότε καλείται οξεία και ο ασθενής που εμφανίζει συμπτώματα αιφνιδίως, αλλά δεν έχει ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας, τότε ονομάζεται πρωτοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια.
Καρδιακή Ανεπάρκεια: Πώς γίνεται η κατηγοριοποίηση;
Η καρδιακή ανεπάρκεια κατηγοριοποιείται σε στάδια:
- Στάδιο Α
Υψηλού κινδύνου για εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας (Αρτηριακή Υπέρταση, Στεφανιαία Νόσος, Σακχαρώδης Διαβήτης, Οικογενειακό ιστορικό Μυοκαρδιοπάθειας) - Στάδιο B
Ασυμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια (Προηγούμενο Οξύ Έμφραγμα του Μυοκαρδίου, Συστολική δυσλειτουργία (αρ) κοιλίας, Ασυμπτωματική Βαλβιδοπάθεια) - Στάδιο C
Συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια (Γνωστή δομική πάθηση της καρδιάς, Δύσπνοια, Κόπωση, Φτωχή ανοχή στην άσκηση) - Στάδιο D
Τελικού σταδίου καρδιακή ανεπάρκεια (Σημαντικά συμπτώματα σε ηρεμία παρά τη βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή)
Αλλά και σε κλάσεις, με βάση τα συμπτώματα:
- Κλάση Ι
Χωρίς περιορισμό της φυσικής δραστηριότητας. Η συνήθης φυσική δραστηριότητα δεν προκαλεί υπερβολική κόπωση, ταχυκαρδία ή δύσπνοια. - Κλάση ΙI
Ελαφρύς περιορισμός της φυσικής δραστηριότητας. Η συνήθης φυσική δραστηριότητα οδηγεί σε κόπωση, ταχυκαρδία ή δύσπνοια. Απουσία συμπτωμάτων στην ηρεμία. - Κλάση ΙII
Σημαντικός περιορισμός φυσικής δραστηριότητας. Ηπιότερη της συνήθους φυσική δραστηριότητα οδηγεί σε κόπωση, ταχυκαρδία ή δύσπνοια. Απουσία συμπτωμάτων στην ηρεμία. - Κλάση ΙV
Συμπτώματα στην ηρεμία. Οποιασδήποτε φυσική δραστηριότητα συνοδεύεται από επίταση της συμπτωματολογίας.
Καρδιακή Ανεπάρκεια: Ποια είναι τα συμπτώματα;
Η καρδιακή ανεπάρκεια δεν εμφανίζει πάντοτε συμπτώματα από την αρχή. Μερικά από τα πιο κοινά συμπτώματα που οι ασθενείς εμφανίζουν είναι τα παρακάτω:
- Αδυναμία
- Εύκολη κόπωση
- Δύσπνοια
- Ορθόπνοια
- Πρήξιμο στα πόδια
- Βάρος στο στήθος
- Ταχύπνοια
- Αρρυθμία
- Απώλεια όρεξης
- Πρήξιμο σε όλο το σώμα
- Ζαλάδες
- Συριγμός
Καρδιακή Ανεπάρκεια: Τα αίτια που την προκαλούν
Η κύρια αιτία εμφάνισης της καρδιακής ανεπάρκειας είναι ο τρόπος ζωής. Ωστόσο, τα αίτια μπορεί να είναι κληρονομικά ή αποτέλεσμα μιας λοίμωξης. Για ποσοστό περίπου 60% περιπτώσεων ευθύνεται η στεφανιαία νόσος. Το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί πλέον στην εποχή μας να αντιμετωπίζεται επιτυχώς σε σύγκριση με αυτό που συνέβαινε πριν από 30 χρόνια, αλλά δυστυχώς αφήνει στο “πέρασμα” του τον ασθενή με καρδιακή ανεπάρκεια.
Πολύ συχνά η νόσος είναι απόρροια της επίδρασης στη λειτουργία της καρδιάς λόγω άλλων παθήσεων (συννοσηρότητες). Η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η κολπική μαρμαρυγή, η παχυσαρκία, η κατάχρηση αλκοόλ, οι μυοκαρδιοπάθειες, οι βαλβιδοπάθειες και η μυοκαρδιοπάθεια μπορούν να προκαλέσουν καρδιακή ανεπάρκεια. Σπανίως, κατά την εγκυμοσύνη ή ακόμα και μετά από λοιμώξεις στο γαστρεντερικό ή στο αναπνευστικό σύστημα (μυοκαρδίτιδα) μπορεί να προκληθεί καρδιακή ανεπάρκεια. Τέλος, μπορεί να οφείλεται και σε εκ γενετής ή άγνωστα αίτια όπως είναι η διατατική ανεπάρκεια.
Καρδιακή Ανεπάρκεια: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται από τον αρμόδιο γιατρό που είναι ο καρδιολόγος. Απαιτείται κλινική εξέταση και λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού. Ο γιατρός μέσω ενός ειδικού ερωτηματολογίου διαπιστώνει αν ο ασθενής παρουσιάζει εύκολη κόπωση, δύσπνοια και άλλα συμπτώματα που υποκρύπτουν προβλήματα στην καρδιά.
Απαραίτητο είναι και το καρδιογράφημα, ενώ για την διάγνωση, τον προσδιορισμό των αιτίων και την εκτίμηση της βαρύτητας της καρδιακής ανεπάρκειας χρειάζεται triplex καρδιάς. Αν ο γιατρός το κρίνει αναγκαίο μπορεί να ζητηθούν επιπλέον εξετάσεις, όπως στεφανιογραφία, καθετηριασμός καρδιάς, μαγνητική τομογραφία καρδιάς, βιοχημικές εξετάσεις (αιματοκρίτης, νεφρική και ηπατική λειτουργία, μέτρηση BNP).
Μετά τη διάγνωση της νόσου ακολουθεί η σταδιοποίησή της αναλόγως της σοβαρότητας της κατάστασης.
Καρδιακή Ανεπάρκεια: Αντιμετώπιση και θεραπευτικές προσεγγίσεις
Κάθε στάδιο της καρδιακής ανεπάρκειας αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο. Οι ασθενείς με χαμηλό κλάσμα εξώθησης συνήθως λαμβάνουν φάρμακα για να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους και να αυξήσουν το προσδόκιμο ζωής. Η ίαση δεν είναι εφικτή. Οι ασθενείς με διατηρημένο κλάσμα και όσοι ανήκουν στη γκρίζα ζώνη συνήθως δεν λαμβάνουν φάρμακα για την ίδια την ανεπάρκεια, αλλά για τις άλλες παθήσεις που έχουν, δηλαδή η θεραπεία στοχεύει στην αντιμετώπιση των συννοσηροτήτων. Για παράδειγμα, αν ο ασθενής πάσχει από διαβήτη, κολπική μαρμαρυγή, υπέρταση ή παχυσαρκία η θεραπεία στοχεύει στο να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω νόσοι.
Για την αντιμετώπιση της νόσου αρχικώς, ο γιατρός συνιστά υγιεινοδιαιτητικές αλλαγές, διακοπή του καπνίσματος και του αλκοόλ. Η δίαιτα του ασθενούς πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να μειώσει την πρόσληψη άλατος και να χάσει κιλά αν είναι υπέρβαρος.
Η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνεται για τη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια είναι τα διουρητικά, οι α-ΜΕΑ ή οι αποκλειστές των υποδοχέων ΑΤ1 της αγγειοτασίνης ΙΙ, οι β-αποκλειστές, οι ανταγωνιστές αλδοστερόνης, οι αναστολείς νεπριλυσίνης και υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ. Με τα φάρμακα και την αλλαγή του τρόπου ζωής μειώνουμε τις πιθανότητες νοσηλείας του ασθενούς ή ακόμη και τον κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου.
Αν συνυπάρχει και στεφανιαία νόσος θα πρέπει να χορηγηθεί αγωγή και για τη στεφανιαία νόσο. Σε κάθε περίπτωση αρμόδιος να επιλέξει και να χορηγήσει την κατάλληλη θεραπεία για εσένα είναι ο γιατρός. Μαζί με τη φαρμακευτική αγωγή ο γιατρός μπορεί να συστήσει και ήπια σωματική άσκηση με εξατομικευμένο πρόγραμμα. (Η άσκηση συνιστάται μόνο στην χρόνια μορφή όχι στην οξεία φάση).