Η ιλαρά είναι μία μεταδοτική ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Συνήθως εμφανίζεται κατά την παιδική ηλικία. Μπορεί να έχει πολύ δυσάρεστα συμπτώματα και να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ειδικά σε ενήλικες και σε εγκύους. Για πολλά χρόνια η νόσος είχε πάψει να εμφανίζεται λόγω της υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης απέναντι στη νόσο. Τα τελευταία χρόνια όμως, λόγω της άρνησης του εμβολιασμού έχει επανεμφανιστεί. Έχει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα, καθώς είναι εφικτό να μεταδοθεί μέσω των σταγονιδίων του αέρα.
Ιλαρά: Ποια συμπτώματα τη συνοδεύουν;
Η ιλαρά οφείλεται σε έναν ιό, πρόκειται δηλαδή για μία λοίμωξη. Η μετάδοση μπορεί να γίνει από 4 ημέρες πριν την εμφάνιση του εξανθήματος και μέχρι 5 ημέρες μετά. Ο χρόνος επώασης (ο χρόνος από τη στιγμή που κάποιος έρχεται σε επαφή με τον ιό μέχρι τη στιγμή που θα εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα) κυμαίνεται από 7-21 ημέρες.
Στα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται:
- Κόκκινα σπυράκια στο σώμα (κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα), συνήθως 14 μέρες μετά την έκθεση στον ιό
- Καταρροή
- Βήχας
- Κόκκινα μάτια
- Επιπεφυκίτιδα
- Ευαισθησία ματιών στο φως
- Πυρετός (μέχρι 40)
- Σπυράκια μέσα στο στόμα (στο εσωτερικό σημείο στα μάγουλα)
Τα κόκκινα σημάδια στο σώμα δεν ξεκινούν από την πρώτη μέρα. Όταν εμφανιστούν μετά από μερικές μέρες ξεκινούν από το κεφάλι και επεκτείνονται σιγά-σιγά και στο υπόλοιπο σώμα.
Ιλαρά: Μετάδοση και Ομάδες Υψηλού Κινδύνου
Ο ιός της ιλαράς μεταδίδεται με την άμεση επαφή με τον πάσχοντα ή με επιφάνειες που έχει αγγίξει και μέσω του αέρα με τα σταγονίδια από το βήχα και την αναπνοή του. Επίσης, μεταδίδεται και μέσω των εκκρίσεων από τη μύτη και το φτέρνισμα. Η νόσος είναι μεταδοτική από τη στιγμή που ο ασθενής αρχίσει να εμφανίζει συμπτώματα μέχρι και 5 μέρες μετά την εκδήλωση των εξανθημάτων στο σώμα.
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκουν οι παρακάτω ομάδες:
- Βρέφη και παιδιά κάτω των 5 ετών
- Ενήλικες άνω των 20 ετών
- Γυναίκες που διανύουν εγκυμοσύνη
- Ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς
Ιλαρά: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Η διάγνωση γίνεται από τον παιδίατρο ή τον παθολόγο βάσει της κλινικής εικόνας του ασθενή. Λαμβάνονται υπόψη τα συμπτώματα και τα εξανθήματα στο σώμα. Για την επιβεβαίωση της νόσου γίνεται αιματολογική εξέταση με ανίχνευση αντισωμάτων IgM.
Για να δεις αν έχεις αντισώματα για τον ιό της ιλαράς πρέπει να κάνεις αιματολογική εξέταση για ανίχνευση αντισωμάτων IgG.
Άτομα που έχουν γεννηθεί πριν το 1970 θεωρούνται άνοσα άτομα. Όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970 θεωρούνται άνοσοι όταν έχουν εμβολιαστεί με 2 δόσεις του εμβολίου, όταν έχουν επιβεβαιωμένο ιστορικό νόσησης από ιλαρά ή εργαστηριακό έλεγχο που επιβεβαιώνει την ανοσία (αντισώματα στο αίμα).
Ιλαρά: Ποια είναι η θεραπεία;
Τα φάρμακα για τη θεραπεία της ιλαράς συνήθως εστιάζουν στην ανακούφιση από τα συμπτώματα. Συνιστάται ξεκούραση του ασθενή, λήψη άφθονων υγρών για να αποφευχθεί η αφυδάτωση και αν χρειάζεται, αντιπυρετικά. Αν συνυπάρχει δευτερογενής βακτηριακή λοίμωξη λαμβάνεται αντιβίωση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί και συμπλήρωμα βιταμίνης Α. Ο ασθενής πρέπει να παραμείνει σε απομονωμένο περιβάλλον και σε κάποιες περιπτώσεις να νοσηλευτεί. Σε όλα τα μεταδοτικά νοσήματα για τα οποία υπάρχει εμβόλιο, η καλύτερη θεραπεία είναι βεβαίως η πρόληψη μέσω της χρήσης του. Ο εμβολιασμός είναι απαραίτητος.
Οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή και να απευθυνθούν στο γιατρό τους πριν κάνουν το εμβόλιο, καθώς αποτελείται από ζώντες ιούς.
Ιλαρά: Υπάρχουν πιθανές επιπλοκές;
Οι υγιείς και νεαροί ασθενείς συνήθως ξεπερνούν τη λοίμωξη χωρίς επιπλοκές σε περίπου 7-10 μέρες. Ένας ασθενής που έχει νοσήσει από ιλαρά αποκτά ανοσία στη νόσο και δεν την ξανακολλάει. Ανοσία μπορεί να αποκτήσει και όποιος κάνει το εμβόλιο της ιλαράς. Οι δύο δόσεις του εμβολίου προσφέρουν ανοσία σε ποσοστό 98%.
Επιπλοκές μπορούν να βιώσουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ασθενείς, όσοι είναι ανοσοκατεσταλμένοι και οι εγκυμονούσες. Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του πάσχοντος τόσο χειρότερα είναι συνήθως τα συμπτώματα που εμφανίζονται. Συνήθεις επιπλοκές είναι η οξεία μέση ωτίτιδα, η πνευμονία, η λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα και η διάρροια.
Για κάποιες κατηγορίες ασθενών η ιλαρά μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες για τη ζωή επιπλοκές όπως εγκεφαλίτιδα, σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα, εγκεφαλομυελίτιδα, πνευμονία ακόμη και θάνατο. Επίσης, όσο μεγαλύτερο είναι το άτομο τόσο αυξάνει ο κίνδυνος μικροβιακών επιμολύνσεων.
Για τις εγκύους οι επιπλοκές είναι πολύ σοβαρές. Μπορεί να αντιμετωπίσουν διάρροια, σοβαρή πνευμονία, εγκεφαλίτιδα και να γεννήσουν ελλιποβαρές παιδί. Επίσης, αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος αυτόματης αποβολής ενδομήτριου θανάτου και πρόωρου τοκετού.
Ιλαρά και Εμβολιασμός
Η καλύτερη και πιο αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός. Το εμβόλιο είναι το τριδύναμο MMR (ιλαρά- ερυθρά- παρωτίτιδα) και συμπεριλαμβάνεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού. Χορηγείται σε δύο δόσεις, η 1η δόση λαμβάνεται τον 12ο μήνα ζωής ενώ η 2η δόση, σύμφωνα με τις τωρινές οδηγίες (λόγω της επιδημίας), χορηγείται στους 15 μήνες. Πριν 2 περίπου χρόνια, οι οδηγίες συμπεριελάμβαναν 1 δόση στους 12-15 μήνες και άλλη μία δόση 4-6 ετών.
Το εμβόλιο δεν είναι απαραίτητο να χορηγηθεί σε όποιον έχει ήδη νοσήσει φυσικά από τις νόσους. Δεν χορηγείται σε εγκύους, σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς (ασθενείς με HIV, λέμφωμα, νεοπλασίες, λευχαιμία), σε άτομα με αλλεργία σε κάποιο συστατικό και σε άλλες ομάδες του πληθυσμού.
Όσοι ασθενείς δεν έχουν κάνει το εμβόλιο και έχουν γεννηθεί πριν τη δεκαετία του ‘70 θεωρούνται ότι έχουν ήδη νοσήσει από ιλαρά, καθώς πρόκειται για ένα άκρως μεταδοτικό νόσημα. Τα άτομα που έχουν κάνει μία δόση εμβολίου και δεν έχουν κάνει τη δεύτερη θα πρέπει να την κάνουν σε όποια ηλικία κι αν βρίσκονται.