Τι πρέπει να προσέχετε αν έχετε αλμυρή γεύση στο στόμα και πότε πρέπει να απευθυνθείτε στον γιατρό. Τι συνιστά ένας ειδικός από την Cleveland Clinic.
Αν μόλις φάγατε πατατάκια ή κάτι άλλο με πολύ αλάτι, είναι λογικό να έχετε αλμυρή γεύση στο στόμα.
Τι μπορεί να συμβαίνει, όμως, αν αυτή είναι επίμονη και δεν υποχωρεί ούτε όταν δεν τρώτε τίποτα;
Οι πιθανές εξηγήσεις του φαινομένου είναι πολλές, απαντά ο ωτορινολαρυγγολόγος Dr. Michael Medina, από την Cleveland Clinic στη Φλόριντα. Συνήθως δεν αποτελεί ένδειξη πως πρέπει να πάτε επειγόντως στο νοσοκομείο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα την αγνοήσετε. Και αυτό, διότι μερικές φορές μπορεί να σχετίζεται με ορισμένα νοσήματα και διαταραχές. Να ποιες είναι οι πιθανές αιτίες της.
Αφυδάτωση
Το σάλιο εκ φύσεως περιέχει μικρή ποσότητα άλατος. Όταν ο οργανισμός δεν είναι καλά ενυδατωμένος, η συγκέντρωσή του αυξάνεται με συνέπεια να προκαλεί αλμυρή γεύση στο στόμα.
«Η αφυδάτωση αλλάζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σιέλου», εξηγεί ο Dr. Medina. «Αρκετοί ασθενείς κατορθώνουν να απαλλαγούν από την ενοχλητική γεύση του αλατιού στο στόμα τους, πίνοντας αρκετό νερό καθημερινά».
Η αφυδάτωση επέρχεται πολύ γρήγορα, ιδίως το καλοκαίρι. Στην πραγματικότητα, η δίψα αποτελεί την πρώτη ένδειξη ότι ο οργανισμός έχει αρχίσει να αφυδατώνεται. Αν, όμως, πάσχετε από πρόβλημα στην καρδιά ή τους νεφρούς, μην αυξήσετε την κατανάλωση νερού δίχως να συμβουλευθείτε πρώτα τον γιατρό σας, προειδοποιεί ο Dr. Medina.
«Όσοι παίρνουν διουρητικά φάρμακα για καρδιολογικό ή νεφρολογικό πρόβλημα ενδέχεται να πρέπει να καταναλώνουν ορισμένες ποσότητες υγρών», εξηγεί. «Επομένως, αν πάσχετε απ’ οποιοδήποτε χρόνιο νόσημα, ρωτήστε τον γιατρό σας πόσα υγρά μπορείτε να καταναλώνετε την ημέρα».
Ξηροστομία
Η ξηροστομία αναπτύσσεται όταν οι σιελογόνοι αδένες δεν παράγουν επαρκείς ποσότητες σιέλου. Οι πάσχοντες από αυτήν συχνά έχουν διαταραχές γεύσης, όπως η αλμυρή αλλά και η μεταλλική γεύση στο στόμα. Συνήθως, όμως, έχουν και συνοδά συμπτώματα, όπως η κακοσμία του στόματος και ένας συνεχής πονόλαιμος.
Η συχνότητα της ξηροστομίας αυξάνεται με την ηλικία. Μπορεί όμως να αποτελεί και ένδειξη υποκείμενου προβλήματος υγείας, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης.
«Πολλοί πάσχοντες από ξηροστομία βρίσκουν ανακούφιση με μη-συνταγογραφούμενα προϊόντα όπως οι καραμέλες και τα στοματικά διαλύματα κατά της ξηροστομίας», λέει ο ειδικός. «Αν, όμως, αυτά δεν σας βοηθούν, συμβουλευθείτε έναν ειδικό ιατρό. Η μακροχρόνια ξηροστομία αυξάνει τον κίνδυνο τερηδόνας».
Λήψη φαρμάκων
Ορισμένα φάρμακα έχουν την ξηροστομία ως ανεπιθύμητη ενέργεια, με συνέπεια να προκαλούν μεταλλική ή αλμυρή γεύση στο στόμα. Αν παίρνετε φάρμακα και παρατηρήσετε αλλαγή στη γεύση σας, μιλήστε με τον γιατρό που σας τα χορήγησε. Μπορεί να σας προτείνει κάποια τροποποίηση στην αγωγή σας ή κάποια λύση για να βελτιώσετε τη γεύση σας.
Στα φάρμακα που ενδέχεται να προκαλέσουν ξηροστομία ή/και αλμυρή γεύση στο στόμα συμπεριλαμβάνονται:
- Αντικαταθλιπτικά (ιδίως τα τρικυκλικά)
- Ανθισταμινικά (χορηγούνται για τις αλλεργίες)
- Χημειοθεραπείες (για τον καρκίνο)
- Διουρητικά (για καρδιολογικό ή νεφρολογικό πρόβλημα)
- Παυσίπονα (ακόμα και μη-συνταγογραφούμενα)
- Ηρεμιστικά (για το άγχος, τις διαταραχές πανικού, τις διαταραχές ύπνου)
Οπισθορρινική καταρροή
Οι αλλεργίες και η χρόνια ιγμορίτιδα είναι δύο διαταραχές που μπορεί να προκαλέσουν συνεχή παραγωγή βλέννας στη μύτη που εγχέεται στο πίσω μέρος του λαιμού. Η οπισθορρινική καταρροή είναι ένα σύμπτωμα που προκαλεί επίσης αλμυρή γεύση στο στόμα.
Αν έχετε οπισθορρινική καταρροή, θα έχετε επίσης την τάση να «καθαρίζετε» συχνά τον λαιμό σας ή να ξεροβήχετε. Συμβουλευθείτε τον γιατρό σας για να βρείτε την πιθανή αιτία των συμπτωμάτων σας και να υποβληθείτε στην απαιτούμενη θεραπεία.
Εγκυμοσύνη
Οι ορμονικές αλλαγές της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή στη μύτη. Η ρινίτιδα της εγκυμοσύνης, όπως αποκαλείται η κατάσταση, είναι μία αβλαβής κατάσταση που προκαλεί συνάχι, οπισθορρινική καταρροή και, μερικές φορές, αλμυρή γεύση.
Η ρινίτιδα της εγκυμοσύνης συνήθως υποχωρεί σε περίπου δύο εβδομάδες μετά τον τοκετό. Στο μεσοδιάστημα, οι έγκυοι μπορούν να δοκιμάσουν να καταπραΰνουν τη ρινίτιδα με απλά μέτρα, όπως πλύσεις της μύτης με φυσιολογικό ορό. Συμβουλευθείτε τον μαιευτήρα σας επ’ αυτού, συνιστά ο Dr. Medina.
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Η κατάσταση αυτή προκαλεί παλινδρόμηση του όξινου περιεχομένου του στομάχου προς τον οισοφάγο, με επακόλουθο να αναπτύσσονται καούρες. Εκτός από αυτές, πολλοί ασθενείς αναπτύσσουν επίσης χρόνιο βήχα, αίσθημα ότι κάτι έχει «κολλήσει» στο λαιμό τους και, μαζί, αλμυρή γεύση στο στόμα.
Αν έχετε καούρες ή/και άλλο σύμπτωμα γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, μιλήστε στον γιατρό σας. Η αντιμετώπισή της θα καταπραΰνει και το πρόβλημα με τη γεύση σας.
Αυτοάνοσες παθήσεις
Αν πάσχετε από νοσήματα που προκαλούνται από υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα, διατρέχετε αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσετε και σύνδρομο Sjögren. Το σύνδρομο αυτό προσβάλλει τους σιελογόνου αδένες και οδηγεί σε ξηροστομία και αλμυρή γεύση στο στόμα.
Επομένως, μιλήστε με τον γιατρό που σας παρακολουθεί για το αυτοάνοσο νόσημα. Μπορεί να σας προτείνει κάποια αγωγή που θα σας βοηθήσει.
Νευρολογικές παθήσεις
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, η αλμυρή γεύση είναι ένδειξη ότι δεν λειτουργεί ομαλά το κέντρο της γεύσης στον εγκέφαλο. Η αιτία γι’ αυτό μπορεί να είναι κάποιος τραυματισμός ή όγκος του εγκεφάλου. Ωστόσο αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα υπάρχουν και άλλα συμπτώματα, όπως επιληπτικές κρίσεις, αλλαγές στην όραση κ.λπ.
Πότε να πάτε στον γιατρό
Η αλμυρή γεύση μόνη της συχνά οφείλεται σε αφυδάτωση ή ξηροστομία. Πρέπει, όμως, να αξιολογείται από έναν γιατρό όταν συνοδεύεται από:
- Αλλαγή στη φωνή ή βραχνάδα
- Όγκο στο λαιμό
- Διόγκωση των σιελογόνων αδένων μπροστά από το αυτί ή κάτω από τη γνάθο σας
- Δυσκολίες στην μάσηση ή την κατάποση
- Νευρολογικά συμπτώματα (π.χ. αλλαγές στην όραση, σπασμούς)
- Υποκείμενα χρόνια νοσήματα (π.χ. διαβήτη, καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια, αυτοάνοση πάθηση)
«Συνήθως η λύση είναι καλύτερη ενυδάτωση και προϊόντα για την ξηροστομία», τονίζει ο Dr. Medina. «Είναι σημαντικό όμως να διερευνηθούν οι πιθανές αιτίες, ώστε να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία».