Το αίσθημα της κόπωσης περιγράφεται συχνά από πολλούς ασθενείς ως ένα από τα συμπτώματα που τους ταλαιπωρούν.
Πολλοί ασθενείς προσέρχονται στο ιατρείο και περιγράφοντας το πρόβλημά τους, συχνά αναφέρουν πως αν και δεν έχουν κάνει κάτι διαφορετικό ή επίπονο το τελευταίο καιρό, ωστόσο αισθάνονται πολύ κουρασμένοι.
Στη συνέχεια ψάχνουν λύσεις για την κούραση τους. Δυστυχώς, πανάκεια για το πρόβλημα της κούρασης δεν υπάρχουν.
Έτσι, η κόπωση αποτελεί ένα γενικό και ασαφές σύμπτωμα που μπορεί να περιλαμβάνει:
- Δυσκολία ή αδυναμία έναρξης κάποιας δραστηριότητας (υποκειμενικό αίσθημα αδυναμίας).
- Μειωμένη δυνατότητα για διατήρηση της δραστηριότητας (εύκολη κόπωση).
- Διαταραχές συγκέντρωσης και μνήμης ή συναισθηματική αστάθεια (πνευματική κόπωση).
- Υπνηλία.
- Συνδυασμό των παραπάνω.
Ανάλογα με τη διάρκειά της, η κόπωση χαρακτηρίζεται ως:
- Οξεία: Έχει διάρκεια μικρότερη από 1 μήνα και συνήθως οφείλεται σε παθολογικά αίτια που εύκολα αναγνωρίζονται σε συνδυασμό και με άλλες κλινικές εκδηλώσεις (π.χ. λοίμωξη αναπνευστικού, οξύ stress).
- Υποξεία: Διάρκεια 1 – 6 μήνες.
- Χρόνια: Διάρκεια μεγαλύτερη από 6 μήνες.
Υποξεία ή χρόνια κόπωση συχνά συνδυάζεται με υποκείμενες παθολογικές ή ψυχολογικές καταστάσεις, τοξικότητα φαρμάκων ή χρήση ουσιών.
Η αρχική εκτίμηση όλων των ασθενών που παραπονούνται για υποξεία ή χρόνια κόπωση περιλαμβάνει:
- Λεπτομερή λήψη ιστορικού: Ο ασθενής ενθαρρύνεται να περιγράψει τι ακριβώς αισθάνεται με δικά του λόγια, αλλά και να δώσει τις δικές του πιθανές εξηγήσεις για την κόπωση που αισθάνεται. Ο τρόπος έναρξης των συμπτωμάτων (απότομα ή σταδιακά), η πορεία (σταθερή, βελτιούμενη ή επιδεινούμενη), η πιθανή ημερήσια διακύμανση, παράγοντες που βοηθούν ή επιδεινώνουν την κατάσταση και η επίδραση της κούρασης στην προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή των ασθενών πρέπει να εξετάζονται με λεπτομέρεια, καθώς συχνά κατευθύνουν προς τη σωστή διάγνωση. Συμπτώματα που υποδηλώνουν κατάθλιψη (π.χ. διαταραχές συναισθήματος, ύπνου και διατροφής) ή αγχώδεις εκδηλώσεις (αίσθημα παλμών, εφιδρώσεις, φοβίες, κρίσεις πανικού) πρέπει να διερευνώνται και να εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διαγνωστικές δοκιμασίες (screening tests). Απαραίτητος είναι, επίσης, ο λεπτομερής έλεγχος των φαρμάκων που λαμβάνονται και η πιθανή χρήση ή κατάχρηση ουσιών.
- Κλινική εξέταση: Πέραν της λεπτομερούς και ολοκληρωμένης κλινικής εξέτασης, αναζητούνται ιδιαίτερα σημεία παθήσεων που μπορεί να εκδηλώνονται με χρόνια κόπωση με έμφαση στη γενικότερη εμφάνιση, τις παθήσεις του θυρεοειδούς, την παρουσία λεμφαδενικών διογκώσεων ή ηπατοσπληνομεγαλίας και την εξέταση του καρδιαγγειακού, αναπνευστικού, νευρικού και μυϊκού συστήματος.
- Εργαστηριακές εξετάσεις: Ο εκτεταμένος εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος όταν απουσιάζουν παθολογικά ευρήματα από τη λήψη του ιστορικού και την κλινική εξέταση έχει μικρή διαγνωστική αξία και δεν συνιστάται. Οι ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε επιλεγμένες εξετάσεις. Συχνά, ανάλογα με την ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό και τις συνήθειες των ασθενών, ο έλεγχος περιλαμβάνει και εξετάσεις προς αποκλεισμό νεοπλασιών.
- Η περαιτέρω διαγνωστική διερεύνηση καθορίζεται από την παρουσία ή απουσία ευρημάτων από τον παραπάνω βασικό έλεγχο. Ασθενείς με αρνητικά ευρήματα από τον αρχικό έλεγχο επαναλαμβάνουν τη διαδικασία αξιολόγησης έπειτα από 1-3 μήνες.
Το αίτιο της χρόνιας κόπωσης είναι δυνατό να προσδιοριστεί στα 2/3 περίπου των ασθενών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής αρκούν για να εξηγήσουν τα συμπτώματα. Ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα συχνά συσχετίζουν την κούραση που νιώθουν με δραστηριότητες τις οποίες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν.
Αντίθετα, ασθενείς των οποίων η κούραση οφείλεται σε ψυχικές διαταραχές, τοξικότητα φαρμάκων ή χρήση ουσιών συνήθως αισθάνονται συνεχώς κουρασμένοι, χωρίς να περιγράφουν επιδείνωση των συμπτωμάτων τους έπειτα από δραστηριότητα ή βελτίωση έπειτα από ξεκούραση.
Αν έπειτα από 6 μήνες παρακολούθησης δεν έχει τεθεί συγκεκριμένη διάγνωση που να δικαιολογεί την κόπωση, θεωρούμε ότι οι ασθενείς πάσχουν από «ιδιοπαθή κόπωση» ή «σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως».
Σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως
Το σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως αποτελεί διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας, με συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια και ισχυρές ενδείξεις νευρολογικής «δυσλειτουργίας». Ασθενείς χωρίς συγκεκριμένη διάγνωση που δεν πληρούν τα κριτήρια για τη διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κοπώσεως θεωρούμε ότι παρουσιάζουν «ιδιοπαθή χρόνια κόπωση».
Η αντιμετώπιση των ασθενών που αισθάνονται κόπωση στοχεύει πρωταρχικά στην αλλαγή των συνηθειών και του τρόπου ζωής που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα και στη θεραπεία πιθανών υποκείμενων παθολογικών ή ψυχιατρικών διαταραχών. Η ανταπόκριση των συμπτωμάτων στη χορηγούμενη αγωγή παρακολουθείται και αξιολογείται συνεχώς.
Για τους ασθενείς στους οποίους δεν έχει προκύψει συγκεκριμένη διάγνωση και πιθανότατα εμπίπτουν στην κατηγορία της ιδιοπαθούς κόπωσης ή του συνδρόμου χρόνιας κοπώσεως έχουν δοκιμαστεί:
- Εμπειρική αντικαταθλιπτική αγωγή σε όσους παρουσιάζουν καταθλιπτικά συμπτώματα, χωρίς όμως να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κατάθλιψη. Απαιτείται διάστημα λίγων εβδομάδων για να αξιολογηθεί η επίδραση της αγωγής στα συμπτώματα. Εάν σε διάστημα 2 μηνών δεν υπάρξει αποτέλεσμα η θεραπεία διακόπτεται.
- Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT).
- Εργασιοθεραπεία.
- Διατροφικές και άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις (π.χ. χορήγηση βιταμινών ή διεγερτικών φαρμάκων), χωρίς αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα.
Συμπερασματικά
Αισθάνεστε κουρασμένοι;
- Μην ψάχνετε για «μαγικές» λύσεις!
- Συμβουλευτείτε το γιατρό σας.
- Η αλλαγή κάποιων συνηθειών ή του τρόπου ζωής σας ή η θεραπεία κάποιας απλής παθολογικής ή ψυχολογικής διαταραχής που μπορεί να κρύβεται κάτω από τα συμπτώματά σας είναι συχνά η λύση.
- Υπάρχει πιθανότητα να μην βρεθεί κάτι που να δικαιολογεί τα συμπτώματά σας. Ακόμη και τότε, με την κατάλληλη αγωγή και παρακολούθηση μπορεί να βοηθηθείτε.