Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πραγματοποιούνται αρκετές εξετάσεις, για την σωστή παρακολούθηση της υγείας και της ανάπτυξης του εμβρύου, όπως λέγονται αλλιώς προγεννητικός έλεγχος.
Το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου είναι μία υπερηχογραφική εξέταση, στην οποία γίνεται λεπτομερής έλεγχος της ανάπτυξης και ανιχνεύονται τυχόν ανωμαλίες στην ανατομία του.
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Ποιος είναι ο σκοπός της εξέτασης;
-
Να εξακριβωθεί η θέση και ο βαθμός ωρίμανσης του πλακούντα.
-
Να εκτιμηθεί η ποσότητα του αμνιακού υγρού.
-
Να γίνει ένας αναλυτικός έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου και να εκτιμηθεί η ομαλή ενδομήτρια ανάπτυξή του.
-
Να ελεγχθεί λεπτομερώς η καρδιά του εμβρύου.
-
Να γίνει εκτίμηση των δεικτών χρωμοσωμικών ανωμαλιών.
-
Να εκτιμηθεί η πιθανότητα πρόωρου τοκετού.
-
Να εκτιμηθεί η πιθανότητα προεκλαμψίας και ενδομήτριας καθυστέρησης ανάπτυξης.
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Πώς πραγματοποιείται η εξέταση;
Ο έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου γίνεται κατά συστήματα, καλύπτοντας όλα τα ζωτικά όργανα. Έτσι εξετάζονται με ξεχωριστές υπερηχογραφικές τομές τα εξής:
- Κεφαλή
- Εγκέφαλος
- Πρόσωπο
- Αυχένας
- Σπονδυλική στήλη
- Θώρακας και πνεύμονες
- Καρδιά
- Κοιλιακό τοίχωμα
- Γαστρεντερικό σύστημα
- Ουροποιητικό σύστημα και νεφροί
- Χέρια και πόδια
- Γεννητικά όργανα – φύλο
Η εξέταση για το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου πραγματοποιείται λαμβάνοντας συγκεκριμένες υπερηχογραφικές τομές, όπως αυτές καθορίζονται από τα αντίστοιχα πρωτόκολλα του Ιδρύματος Ιατρικής Εμβρύου (Fetal Medicine Foundation-FMF), οι οποίες έχει αποδειχθεί ότι εμφανίζουν την υψηλότερη ευαισθησία στην ανίχνευση πιθανών ανωμαλιών του εμβρύου.
Κατά τη διάρκεια του υπερηχογραφήματος Β’ επιπέδου εξετάζονται και οι ελάσσονες ανωμαλίες ή δείκτες για χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Οι κυριότεροι από αυτούς είναι η απλασία ή η υποπλασία του ρινικού οστού, η αυξημένη αυχενική πτυχή, το προρινικό οίδημα, η διάταση των κοιλιών του εγκεφάλου και η έκτοπη πορεία της δεξιάς υποκλειδίου.
Μικρότερης σημασίας είναι η υπερηχογενής εστία της καρδιάς (golf ball), το υπερηχοχενές έντερο, η διάταση στις νεφρικές πυέλους, οι κύστεις χοριοειδούς πλέγματος του εγκεφάλου και τα κοντά μακρά οστά.
Η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων δεικτών συνήθως δεν συνιστά από μόνη της πρόβλημα και δε σημαίνει ότι το έμβρυο πάσχει από κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία.
Τα περισσότερα έμβρυα πού έχουν έναν ή περισσότερους από αυτούς τους δείκτες είναι τελικά φυσιολογικά, η παρουσία ωστόσο δεικτών αυξάνει την πιθανότητα να πάσχει το έμβρυο από κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία.
Αξίζει να τονιστεί ότι το αναλυτικό υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου έχει χαμηλή ευαισθησία ανίχνευσης χρωμοσωμικών ανωμαλιών, καθώς για παράδειγμα το 50% των παιδιών με σύνδρομο Down εμφανίζονται φυσιολογικά κατά την εξέταση αυτή.
Η ανίχνευση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών γίνεται με τον υπερηχογραφικό έλεγχο των 11-14 εβδομάδων (αυχενική διαφάνεια).
Οι διάφοροι υπερηχογραφικοί δείκτες του Β’ επιπέδου θεωρούνται «ελάσσονες» και, αν είναι παρόντες, χρησιμοποιούνται μόνο για τον επαναπροσδιορισμό των πιθανοτήτων για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως αυτές προσδιορίστηκαν στο Α’ τρίμηνο.
Ο μοναδικός τρόπος σήμερα για να διαγνώσουμε ή να αποκλείσουμε με βεβαιότητα μία χρωμοσωμική ανωμαλία είναι ο επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος του εμβρύου (αμνιοπαρακέντηση ή λήψη χοριακών λαχνών).
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Τι άλλο εξετάζεται;
Κατά το χρόνο διενέργειας του υπερηχογραφήματος β’ επιπέδου γίνεται επίσης εκτίμηση του κινδύνου:
Πρόωρου τοκετού: γίνεται με μέτρηση του μήκους του τραχήλου ενδοκολπικά και με συνεκτίμηση παραμέτρων από το προηγούμενο ιστορικό της εγκύου.
Προεκλαμψίας και ενδομήτριας καθυστέρησης ανάπτυξης: γίνεται με εξέταση της ροής σε αγγεία της μητέρας (μητριαίες αρτηρίες) και μας δείχνει πόσο καλά αιματώνεται ο πλακούντας.
Όταν η ροή σε αυτά τα αγγεία παρουσιάζει υψηλές αντιστάσεις (γίνεται δηλαδή με δυσκολία) αυξάνεται η πιθανότητα να αναπτύξει η μητέρα υπέρταση αργότερα στην εγκυμοσύνη ή να μην αναπτυχθεί επαρκώς το έμβρυο.
Συνεκτιμώνται παράμετροι και από το προηγούμενο ιστορικό της εγκύου. Αν και στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις η εγκυμοσύνη εξελίσσεται τελικά χωρίς προβλήματα, προληπτικά συνιστάται τακτική παρακολούθηση της πίεσης της μητέρας και της ανάπτυξης του εμβρύου.
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Πότε πραγματοποιείται η εξέταση;
Η εξέταση έχει καθιερωθεί να πραγματοποιείται σε ηλικία κυήσεως μεταξύ 20 και 24 εβδομάδων, ώστε το έμβρυο να είναι αρκετά ανεπτυγμένο και να μπορεί να εκτιμηθεί ικανοποιητικά η ανατομία του.
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Πόσο αποτελεσματική είναι η εξέταση;
Με το αναλυτικό υπερηχογράφημα β’ επιπέδου μπορεί να ανιχνευθεί κατά μέσο όρο το 70% των σοβαρών και το 45% των ήπιων ανατομικών ανωμαλιών του εμβρύου.
Δυστυχώς, κανένα υπερηχογράφημα, όσο αναλυτικό και πλήρες να είναι, δεν μπορεί να αποκλείσει το σύνολο των ανωμαλιών και να εγγυηθεί τη γέννηση φυσιολογικού παιδιού.
ο ποσοστό ανίχνευσης συγγενών ανωμαλιών είναι διαφορετικό για κάθε σύστημα ξεχωριστά. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ανίχνευσης έχουν οι ανωμαλίες της σπονδυλικής στήλης και των νεφρών – ουροποιητικού συστήματος (90-95%).
Αντίθετα, πολύ χαμηλό ποσοστό ανίχνευσης παρουσιάζουν οι ανωμαλίες του γαστρεντερικού συστήματος, του μυοσκελετικού συστήματος, των ματιών και των αυτιών.
Οι συγγενείς καρδιοπάθειες παρουσιάζουν γενικά μέτριο ποσοστό διάγνωσης (περίπου 50-60%), όμως πολύ μεγαλύτερο (ως και 85%) σε αναλυτική εξέταση σε εξειδικευμένα κέντρα.
Η δυσκολία στην ανίχνευση των ανωμαλιών της καρδιάς οφείλεται στο ότι είτε κάποιες είναι πολύ μικρές για να φανούν και είτε κάποιες άλλες αναπτύσσονται αργότερα στην κύηση ή και μετά τη γέννηση.
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: 3D και 4D
Τα τελευταία χρόνια, οι μέλλοντες γονείς μπορούν να πάρουν μια πιο συγκεκριμένη εικόνα για το πώς θα είναι το μωρό τους, χάρη στους υπέρηχους 3 διαστάσεων.
Τα μηχανήματα αυτά χρησιμοποιούν μια εξελιγμένη τεχνολογία, και λαμβάνοντας χιλιάδες εικόνες ταυτόχρονα, μπορούν να συνθέσουν μια αρκετά σαφή «φωτογραφία» του μωρού μέσα στη μήτρα.
Επιπλέον, κάποιοι ειδικοί θεωρούν ότι αυτή η τεχνολογία επιτρέπει μεγαλύτερη εγκυρότητα και στη διάγνωση κάποιων ανωμαλιών, όπως η δισχιδής ράχη.
Ωστόσο, οι γιατροί αποθαρρύνουν την έκθεση του εμβρύου στους υπέρηχους όταν δεν υπάρχει ιατρικός λόγος. Οι υπέρηχοι 4 διαστάσεων αποκωδικοποιούν την κίνηση του εμβρύου, και πιστεύεται ότι στο άμεσο μέλλον θα χρησιμοποιούνται για να διαγνωστούν νευρολογικές διαταραχές που επηρεάζουν την κινητική ικανότητα.
Υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου: Είναι αναγκαία μετά από αμνιοπαρακέντηση ή βιοψία τροφοβλάστης (χοριακής λάχνης);
Ο επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (αμνιοπαρακέντηση, βιοψία τροφοβλάστης) δεν υποκαθιστά το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου.
Με την αμνιοπαρακέντηση και τη βιοψία τροφοβλάστης (χοριακής λάχνης) εξετάζεται η παρουσία στο έμβρυο χρωμοσωμικών ανωμαλιών ή άλλων γενετικά κληρονομούμενων παθήσεων, ενώ με το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου ελέγχεται η ανατομία του εμβρύου.
Ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα μετά από αμνιοπαρακέντηση ή βιοψία τροφοβλάστης δεν αποκλείει την παρουσία ανατομικών ανωμαλιών στο έμβρυο, επομένως ο έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου είναι απαραίτητο να γίνεται και στις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο.