Το μεταβολικό σύνδρομο είναι μία σχετικά νέα νοσολογική οντότητα, η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση ότι πολλοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία, συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο.
Μεταβολικό Σύνδρομο: Πού οφείλεται;
Η βασική διαταραχή στην οποία οφείλεται το μεταβολικό σύνδρομο είναι η ινσουλινοαντίσταση των ιστών και κυρίως των μυών, του ήπατος και του λιπώδους ιστού, δηλαδή η μειονεκτική δράση της ενδογενούς ινσουλίνης σε αυτά τα όργανα. Κύρια αιτία του φαινομένου αυτού είναι η παχυσαρκία και ιδιαίτερα η κεντρικού τύπου, δηλαδή η παχυσαρκία που χαρακτηρίζεται από σημαντική εναπόθεση λίπους στη κοιλιά και κυρίως ενδοκοιλιακά.
Άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες, άρα και αιτίες εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου, είναι η κληρονομικότητα, η αυξημένη διατροφική πρόσληψη θερμίδων και κυρίως αυτών που προέρχονται από λίπος και μεγαλύτερο πρόβλημα προκαλούν τα κεκορεσμένα ζωικά λίπη, η μειωμένη σωματική δραστηριότητα, το χαμηλό βάρος γέννησης, η αύξηση της ηλικίας και το κάπνισμα.
Υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί ορισμοί για το μεταβολικό σύνδρομο, με τους πιο αποδεκτούς αυτούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και του Εθνικού Προγράμματος Εκπαίδευσης για τη Χοληστερίνη των ΗΠΑ (NCEP ΙΙΙ-3rd report of National Cholesterol Education Programme-USA), ο οποίος είναι και ο ορισμός ο πλέον εύκολος στη χρήση του, αφού χρησιμοποιεί καθημερινά κλινικά στοιχεία και είναι ο συχνότερα εφαρμόσιμος.
Τα κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου κατά NCEP ΙΙΙ, είναι:
- Περίμετρος μέσης >102 cm για άνδρες και >88 cm για γυναίκες
- Τριγλυκερίδια ≥150 mg/dl
- HDL <40 mg/dl για άνδρες και <50 mg/dl για γυναίκες
- Αρτηριακή πίεση, συστολική ≥130 ή διαστολική ≥85 mmHg
- Γλυκόζη πλάσματος νηστείας ≥ 110 mg/dl
Ορίζεται ότι έχει κάποιος μεταβολικό σύνδρομο, εάν εμφανίζει παθολογικές τιμές σε τρεις ή περισσότερους από τους παραπάνω παράγοντες.
Αντίσταση στην Ινσουλίνη
Η ινσουλίνη είναι μια από τις σημαντικότερες ορμόνες στο ανθρώπινο σώμα. Πέρα από τον γνωστό ρόλο της στην διατήρηση σταθερών επιπέδων σακχάρου στο αίμα μας, ρυθμίζει την παραγωγή ενέργειας, τις καύσεις του λίπους και έχει πλειάδα άλλων λειτουργειών.
Στην πράξη, όλο σχεδόν το ενδοκρινικό σύστημα ρυθμίζεται από την ινσουλίνη. Όταν το σώμα μας παράγει αυξημένες ποσότητες ινσουλίνης για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε πολλά όργανα μειώνουν την ανταπόκριση τους (ευαισθησία τους) σε αυτήν. Τα κύτταρα μας «συνηθίζουν» στα συνεχή υψηλά επίπεδα ινσουλίνης και δεν υπακούουν στις εντολές της.
Η συγκεκριμένη κατάσταση μειωμένης δραστικότητας και ευαισθησίας, που συνοδεύεται από αυξημένη έκκρισης ινσουλίνης, ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτό μας εξηγεί γιατί ενώ μπορεί κανείς να έχει φυσιολογικά επίπεδα ζαχάρου, να βιώνει έντονες μεταβολικές διαταραχές. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, προωθούν τη φλεγμονή και έχουν συσχετιστεί με πολλά αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα.
Παχυσαρκία
Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, προωθούν την αποθήκευση λίπους στον οργανισμό, ενώ παράλληλα εμποδίζουν την καύση του. Τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, ενισχύουν τη πείνα και μας ωθούν προς την αναζήτηση τροφής.
Η κατανάλωση “κενών θερμίδων”, τροφών με αυξημένες θερμίδες χωρίς όμως θρεπτική αξία, είναι από τους κύριους παράγοντες αύξησης της έκκρισης ινσουλίνης. Ένα μεγάλο μέρος από τις τροφές που καταναλώνουμε σήμερα είναι υψηλά επεξεργασμένες και δεν παρέχουν στο σώμα μας τα βασικά συστατικά για την επιτέλεση των χημικών αντιδράσεων που συντελούν στην επίβίωση και την υγιή του λειτουργία.
Όσο υψηλότερα τα επίπεδα ινσουλίνης, τόσο μειώνονται οι καύσεις του λίπους και τόσο αυξάνεται η πείνα μας. Πρόκειται για έναν αρχέγονο μηχανισμό, που ενώ βοήθησε το ανθρώπινο είδος να επιβιώσει σε συνθήκες έλλειψης τροφής, σήμερα είναι ίσως ο δήμιος του. Αν δεν μειωθούν τα επίπεδα ινσουλίνης, ώστε να αποκατασταθεί η φυσιολογική μεταβολική λειτουργία, η συνεχής αύξηση του σωματικού βάρους και η επιδείνωση της υγείας είναι σταθερά και αναπόφευκτα.
Στρες
Γνωρίζουμε ότι η ινσουλίνη είναι ένας από τους πιο ισχυρούς διεγέρτες του νευρικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα, συνδέονται με υπερένταση, ταχυκαρδίες, προβλήματα ύπνου, μείωση της σεξουαλικής διάθεσης και χρόνια κόπωση.
Πρόκειται για μια κατάσταση μεταβολικού στρες, που λανθασμένα συγχέεται από το άτομο ως ψυχολογικό στρες. Αν στη συγκεκριμένη εικόνα προστεθεί και κάποια ψυχολογική πίεση από το εργασιακό ή το οικογενειακό περιβάλλον, τότε τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν, γιατί τα περιθώρια αντίδρασης είναι μικρά.
Χρόνια κόπωση
Η αδυναμία καύσης λίπους, αναγκάζει το σώμα μας να στραφεί στις ορμόνες του στρες, όπως η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη. Για κάποιο χρονικό διάστημα, που μπορεί να είναι μήνες ή χρόνια, ανάλογα με τα αποθέματα του κάθε οργανισμού, ο οργανισμός μας “μπαλώνει” το πρόβλημα μέσα από την αυξημένη παραγωγή αυτών των ορμονών.
Το τίμημα βέβαια, είναι επιπλέον στρες και άγχος, που προστίθενται στη διέγερση της ινσουλίνης. Περισσότερη κορτιζόλη και αδρεναλίνη μειώνουν περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της ινσουλίνης. Ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της συγκεκριμένης μεταβολικής φάσης, είναι μειωμένη αντίληψη της κούρασης και λιγότερες ώρες ύπνου.
Σε αυτό το σημείο, το άτομο έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερο τι ακριβώς συμβαίνει στο σώμα του και ποιες είναι οι πραγματικές του ανάγκες.
Κάποια στιγμή η παραγωγή κορτιζόλης είναι η πρώτη που υποχωρεί, το σώμα δεν μπορεί να διατηρήσει αυξημένα επίπεδα για όλο το 24ωρο. Το άτομο αρχίζει να εμφανίζει συμπτώματα έλλειψης ενέργειας αργά το απόγευμα. Η παραγωγή κορτιζόλης συνεχίζει να εξαντλείται σταδιακά, μέχρι να φτάσει στο σημείο που το άτομο ξυπνάει κουρασμένο, χωρίς αποθέματα ενέργειας.
Υπέρταση
Ενώ η κορτιζόλη αρχίζει να μειώνεται, η ινσουλίνη και η αδρεναλίνη παραμένουν αυξημένες. Οι δύο αυτές ορμόνες συμβάλουν σε αυξημένη απώλεια, μέσα από τα ούρα, σε μαγνήσιο και κάλιο. Ταυτόχρονα, προκαλούν σπασμό στα αγγεία, που σε συνάρτηση με τις ελλείψεις σε βασικά αμινοξέα και μεταλλικά στοιχεία, λόγω της φτωχής ποιότητας των τροφών μας σε θρεπτικά συστατικά, κάνουν την αύξηση της αρτηριακής πίεσης αναπόφευκτη.
Διαβήτης
Ένα στα δέκα άτομα πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη και 20 – 30 % του πληθυσμού βρίσκεται σε προ-διαβητικό στάδιο.
Μετά από πολλά χρόνια αυξημένης παραγωγής ινσουλίνης, τα κύτταρα του παγκρέατος που είναι επιφορτισμένα με αυτό το δύσκολο έργο, καταβάλλονται και δεν μπορούν πλέον να παράξουν ινσουλίνη στις συγκεκριμένες ποσότητες. Το ζάχαρο στο αίμα μας αρχίζει να ανεβαίνει και αυτό ονομάζεται διαβήτης.
Νέα δεδομένα σχετικά με τα τελομερή, δηλώνουν ότι η αυξημένη ζήτηση ινσουλίνης οδηγεί σε περισσότερες κυτταρικές διαιρέσεις των κυττάρων αυτών (κύτταρα του Langerhans) και μείωση του μήκους των τελομερών τους. Το αποτέλεσμα είναι ο πρόωρος θάνατος (απόπτωση) αυτών των κυττάρων.
Μεταβολικό Σύνδρομο: Πώς αντιμετωπίζεται;
Η αιτιολογική και σημαντικότερη αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου είναι η απώλεια βάρους. Η απώλεια βάρους βελτιώνει τόσο τις επιμέρους μεταβολικές διαταραχές (σάκχαρο, πίεση, λιπίδια) αλλά κυρίως βελτιώνει την ινσουλινοαντίσταση και επομένως δρα αιτιολογικά.
Την ίδια αιτιολογική βελτίωση έχει η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας είτε με τη μορφή γυμναστηρίου είτε με τη μορφή αύξησης των καθημερινών συνήθων δραστηριοτήτων.
Φάρμακα που βοηθούν στην απώλεια βάρους μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία. Επίσης, φάρμακα που αντιμετωπίζουν το διαβήτη, την υπέρταση, τη δυσλιπιδαιμία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση ξεχωριστά των κορυφών του παγόβουνου. Φάρμακα που βελτιώνουν την ινσουλινοαντίσταση είναι η μετφορμίνη και οι γλιταζόνες, που όμως έχουν έγκριση και χρησιμοποιούνται μόνο ως αντιδιαβητικά φάρμακα.