Αλλαντίαση (Botulism): Η αλλαντίαση, αν και πολύ επικίνδυνη για τον ανθρώπινο οργανισμό, δεν είναι αρκετά διαδεδομένη. Τι είναι λοιπόν και γιατί είναι τεράστιας σημασίας να είμαστε προσεκτικοί;
Η αλλαντίαση είναι μια βαριά τοξική δηλητηρίαση που προκαλείται από το κλωστηρίδιο της Αλλαντίασης, το οποίο παράγει την πιο ισχυρή στη φύση εξωτοξίνη και ποσότητά της μικρότερη από 1 mg είναι θανατηφόρα για τον άνθρωπο.
Η τοξίνη της αλλαντίασης προκαλεί παράλυση των μυών των οφθαλμών, των μυών του προσώπου, του φάρυγγα, των αναπνευστικών μυών, και του μυοκαρδίου.
Το άτομο που έχει προσβληθεί από το μικρόβιο μπορεί να εμφανίσει πτώση βλεφάρων, δυσκολία στην ομιλία, δυσκαταποσία, δυσκολία κίνησης των άκρων του και δυσκολία στην αναπνοή, καταστάσεις που αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως οδηγούν στο θάνατο.
Η τοξίνη της αλλαντίασης καταστρέφεται στους 100 βαθμούς Κελσίου σε 20 λεπτά, ενώ οι σπόροι του κλωστηριδίου καταστρέφονται στους 121 βαθμούς Κελσίου σε 5 λεπτά. Η θερμοαντοχή αυτή ελαττώνεται σε όξινο περιβάλλον και σε περιβάλλον με υψηλή συγκέντρωση αλάτων.
Υπάρχουν τρεις μορφές αλλαντίασης:
- Η τροφική αλλαντίαση
- Η αλλαντίαση από τραύματα που είναι σπάνια και προκαλείται από την επιμόλυνση με το κλωστηρίδιο.
- Η βρεφική αλλαντίαση, η οποία συνδέεται με την κατανάλωση από βρέφη μελιού το οποίο περιείχε σπόρους του κλωστηριδίου. Ο χρόνος επώασης της νόσου κυμαίνεται από 12 μέχρι 36 ώρες.
Αλλαντίαση (Botulism): Ποια τρόφιμα κρύβουν κίνδυνο;
Το Κλωστηρίδιο βρίσκεται παντού στο έδαφος, στα γεωργικά προϊόντα, το έντερο των ανθρώπων και των φυτοφάγων ζώων, το νερό, στα ψάρια και τα θαλασσινά.
Τα περισσότερα κρούσματα αλλαντίασης προέρχονται από την κατανάλωση κονσερβών οικιακής κατασκευής, και κυρίως κονσερβών λαχανικών και ψαριών του γλυκού νερού που έχουν συντηρηθεί σε αναερόβιες συνθήκες.
Επίσης, εντοπίζεται στο χοιρινό και το χοιρομέρι, το καπνιστό ή ωμό ψάρι και το μέλι. Η αλλαντίαση μπορεί επίσης να προκληθεί εάν το βακτήριο εισέλθει στον οργανισμό από μια ανοιχτή πληγή.
Αλλαντίαση (Botulism): Πότε παράγεται η τοξίνη και πώς καταστρέφεται;
Η τοξίνη παράγεται συνήθως, σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα. Επίσης σε τρόφιμα με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί, ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.α).
Η νευροτοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85 C για 5 λεπτά ή και περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν (120 C για 10 λεπτά ή περισσότερο).
Αλλαντίαση (Botulism): Τι συμπτώματα συνοδεύουν την δηλητηρίαση;
Τα συμπτώματα της αλλαντίασης εμφανίζονται συνήθως 8-36 ώρες μετά την κατανάλωση της μολυσμένης τροφής. Στους ενήλικες, τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Κράμπες στην κοιλιακή χώρα
- Δύσπνοια που μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική ανεπάρκεια
- Δυσκολία κατάποσης
- Διπλωπία όρασης
- Ναυτία
- Τάση προς έμετο
- Παραλυτική αδυναμία (και στις δύο πλευρές του σώματος)
Στα βρέφη και τα μικρά παιδιά, τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Δυσκοιλιότητα
- Έκκριση σάλιου
- Αναπνευστική δυσχέρεια
- Αδύναμο κλάμα
- Αδυναμία, απώλεια μυϊκού τόνου
Αλλαντίαση (Botulism): Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Ο γιατρός σας θα κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις προκειμένου να διαπιστώσει εάν έχετε μολυνθεί. Μπορεί να παρατηρήσει σημάδια σχετικά με:
- Μειωμένα βαθιά τενόντια αντανακλαστικά
- Μειωμένο φαρυγγικό αντανακλαστικό
- Χαλάρωση των βλεφάρων
- Απώλεια μυϊκής αίσθησης/λειτουργίας
- Παράλυση του εντέρου
- Αδυναμία ομιλίας
- Ανικανότητα ούρησης
Η διάγνωση της τροφιμογενούς αλλαντίασης στηρίζεται στην ανεύρεση: (α) της αλλαντικής τοξίνης στον ορό, στα κόπρανα, στις γαστρικές εκκρίσεις ασθενούς και στο τρόφιμο που ενοχοποιείται για τη μόλυνση ή (β) στην ανεύρεση του Clostridium botulinum σε καλλιέργεια γαστρικών εκκριμάτων ή κοπράνων ασθενούς.
Η ανίχνευση του Clostridium botulinum σε ύποπτο τρόφιμο δεν θέτει τη διάγνωση της αλλαντίασης δεδομένου ότι οι σπόροι του μικροβίου μπορούν να βρεθούν παντού, εν αντιθέσει με την ανίχνευση τοξίνης στο ύποπτο τρόφιμο που είναι ισχυρά διαγνωστική.
Στην αλλαντίαση από τραύμα η διάγνωση βασίζεται στην ανεύρεση τοξίνης στον ορό του ασθενή ή στην απομόνωση του αιτιολογικού παράγοντα σε καλλιέργεια τραύματος. Στην εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων η διάγνωση στηρίζεται στην ανεύρεση Clostridium botulinum/Γοξ\νης στα κόπρανα ή σε υλικά βιοψίας.
Η ύπαρξη της τοξίνης αναγνωρίζεται επίσης με τη βοήθεια αιματολογικής εξέτασης. Είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν εργαστηριακές εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα τρόφιμα που καταναλώθηκαν είναι πράγματι μολυσμένα.
Αλλαντίαση (Botulism): Πώς αντιμετωπίζεται;
- Για την καταπολέμηση του βακτηρίου απαιτείται η λήψη φαρμακευτικής αγωγής.
- Συνιστάται η παραμονή στο νοσοκομείο στην περίπτωση αναπνευστικού προβλήματος. Ίσως χρειαστεί να τοποθετηθεί σωληνάκι στη μύτη ή το στόμα ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος του οξυγόνου.
- Στους ασθενείς που αντιμετωπίζουν προβλήματα κατάποσης μπορεί επίσης να τοποθετηθεί ενδοφλέβιος ορός.
- Τα αντιβιοτικά δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της αλλαντίασης.
- Οι ιθύνουσες αρχές οφείλουν να ενημερώσουν τα αρμόδια όργανα σχετικά με τις μολυσμένες τροφές, προκειμένου αυτές να αποσυρθούν από την αγορά.
Αλλαντίαση (Botulism): Είναι μεταδοτική;
Τα συμπτώματα στην τροφιμογενή αλλαντίαση ξεκινούν είτε πολύ νωρίς, μέσα σε 6 ώρες από την κατανάλωση μολυσμένης τροφής, είτε αργά έως και 10 ημέρες μετά. Συνήθως, ο μέσος χρόνος επώασης της νόσου είναι 18-36 ώρες.
Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική είναι άγνωστος λόγω του ότι δεν διευκρινίζεται συνήθως πότε έγινε η κατάποση των σπόρων του βακτηρίου.
Παρόλο που η απέκκριση τοξίνης και μικροβίων στα κόπρανα των ενηλίκων ασθενών με εντερική τοξιναιμία συνεχίζεται για εβδομάδες ή μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Αλλαντίαση (Botulism): Περίθαλψη ασθενούς με αλλαντίαση
Οι ασθενείς που έχουν λάβει μολυσμένες τροφές ενδέχεται να ωφεληθούν από την πλύση στομάχου. Η πολύ στενή παρακολούθηση των προσβεβλημένων ασθενών, η οποία είναι προτιμότερο να γίνεται σε μονάδες εντατικής θεραπείας, είναι ενδεδειγμένη, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει άμεσα διασωλήνωση και μηχανικός αερισμός, εάν αναπτυχθεί αναπνευστική ανεπάρκεια.
Τα ζωτικά σημεία, η αναπνευστική προσπάθεια και η αναπνευστική δυσχέρεια καταγράφονται και αναφέρονται. Παρακολουθούνται τα αέρια αίματος και αξιολογείται προσεκτικά και επαναλαμβανόμενα η κινητική λειτουργία.
Πριν χορηγηθεί η αντιτοξίνη, ερωτάται ο ασθενής σχετικά με την ύπαρξη αλλεργιών και ειδικά για την περίπτωση αλλεργίας στον ορό ίππου.
Αν συγγενείς του ασθενούς ή άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντος του έχουν καταναλώσει όμοιες τροφές ή αν έχουν επιδείξει όμοια συμπτώματα, θα πρέπει να αξιολογηθούν και να αντιμετωπιστούν προσεκτικά.