Ελκώδης κολίτιδα: Συμπτώματα και διάγνωση

Η ελκώδης κολίτιδα είναι νόσημα που ανήκει στα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου. Αν και η αιτιολογία τέτοιων νοσημάτων και ειδικά της ελκώδους κολίτιδας δεν είναι γνωστή, φαίνεται πως υπάρχει γενετική προδιάθεση, σε συνδυασμό με έντονη διέγερση του ανοσολογικού συστήματος, που στρέφεται εναντίον κυττάρων του παχέος εντέρου.

Συμπτώματα δυσφορίας και πόνου

Τα συμπτώματα της ελκώδους κολίτιδας συνήθως είναι:

  • Διάρροιες με πρόσμιξη αίματος και βλέννης
  • Αίσθημα έπειξης προς κένωση- τεινεσμός
  • Κοιλιακό άλγος
  • Πυρετός

Η βαρύτητα της νόσου ποικίλλει και μπορεί να είναι ήπια (λιγότερες από 4 διαρροϊκές κενώσεις χωρίς αίμα), μέτρια (4 έως 6 διαρροϊκές κενώσεις ανά ημέρα) ή βαριά (περισσότερες από 6 αιμορραγικές διαρροϊκές κενώσεις καθώς και παρουσία συστηματικών συμπτωμάτων όπως πυρετός και ταχυκαρδία).

Αναλόγως της βαρύτητας και της έκτασης της νόσου χορηγούνται οι κατάλληλες θεραπείες.

Εργαστηριακή και κλινική διάγνωση της νόσου

  • Από τον εργαστηριακό έλεγχο μπορεί να ανευρεθούν αυξημένοι οι δείκτες φλεγμονής (CRP και καλπροτεκτίνη κοπράνων) ενώ είναι πιθανό να υπάρχει και πτώση του αιματοκρίτη και του σιδήρου λόγω της απώλειας αίματος.
  • Η εξέταση εκλογής για τη διάγνωση είναι η κολονοσκόπηση ή τουλάχιστον η ορθοσιγμοειδοσκόπηση (χαμηλή κολονοσκόπηση) σε περιπτώσεις έξαρσης της νόσου.

Ποιες οι διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες

Οι διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες για την ελκώδη κολίτιδα είναι:

  • Η κορτιζόνη
  • Τα αμινοσαλικυλικά
  • Τα ανοσοτροποποιητικά: αζαθειοπρίνη και 6-μερκαπτοπουρίνη
  • Οι βιολογικοί παράγοντες: infliximab, adalimumab, golimumab, vedolizumab και tofacitinib

Σε αποτυχία της φαρμακευτικής θεραπείας και ως έσχατη λύση υπάρχει η χειρουργική θεραπεία.

Πως επιλέγεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή

  • Τα κορτικοστεροειδή χορηγούνται όταν ο ασθενής βρίσκεται σε φάση έξαρσης της νόσου αλλά δεν αποτελούν θεραπευτική επιλογή για την συντήρηση της ύφεσης της νόσου.
  • Τα αμινοσαλικυλικά αποτελούν συνήθως την πρώτη γραμμή θεραπείας και χορηγούνται σε ήπιες περιπτώσεις της νόσου. Μπορούν να χορηγηθούν και για επαγωγή αλλά και για διατήρηση της ύφεσης.
  • Αν ο ασθενής παρουσιάζει συχνές εξάρσεις της νόσου και χρειάζεται πολλαπλές κορτιζονοθεραπείες, τότε απαιτείται η χορήγηση ανοσοτροποποιητικών.
  • Οι βιολογικοί παράγοντες επιλέγονται κατά κύριο λόγο σε όσους ασθενείς δεν έχουν ανταποκριθεί στις προηγούμενες θεραπείες. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις πολύ βαριάς έξαρσης της νόσου όπου οι βιολογικοί παράγοντες μπορεί να χρησιμοποιηθούν εξαρχής.

Οι πιθανές παρενέργειες της θεραπείας

Κορτιζόνη: Αποτελεσματικό φάρμακο για τις εξάρσεις της νόσου, αλλά έχει πολλές ανεπιθύμητες ενέργειες (κατακράτηση υγρών, υπέρταση, ηλεκτρολυτικές διαταραχές, αύξηση σακχάρου, μυϊκή αδυναμία, υπερτρίχωση, ακμή κλπ.)  που μας αποτρέπουν από τη μακροχρόνια χρήση της.

Αμινοσαλικυλικά: έχουν ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες. Η κυριότερη είναι η διάμεση νεφρίτιδα, μία βλάβη στα νεφρά ή οποία είναι εξαιρετικά σπάνια και αν την διαγνώσουμε εγκαίρως δεν έχει περαιτέρω συνέπειες.

Ανοσοτροποποιητικά: τα πλέον δύσκολα φάρμακα για τον ασθενή και τον ιατρό, καθώς συνοδεύονται από μία σειρά ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως παγκρεατίτιδα, καταστολή του μυελού καθώς και αύξηση κινδύνου για ιογενείς λοιμώξεις, καρκίνο του δέρματος και λέμφωμα. Παρόλα αυτά πρέπει να τονιστεί ότι ο σχετικός κίνδυνος αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι σχετικά χαμηλός και δεν μας αποτρέπει από τη χορήγησή τους.

Βιολογικοί παράγοντες: φαίνεται να είναι τα φάρμακα με τις λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Εντούτοις:

  • Υπάρχει σχετικά αυξημένος κίνδυνος για λοιμώξεις και για μελάνωμα στο δέρμα για τους ασθενείς που λαμβάνουν anti-TNF.
  • Το vedolizumab, αν και δεν αυξάνει τον κίνδυνο λοιμώξεων, ούτε έχει σχετιστεί έως σήμερα με κακοήθειες, αρκετοί ασθενείς αναφέρουν παροδική συμπτωματολογία από τις αρθρώσεις καθώς και ρινοφαρυγγίτιδα.
  • Τέλος το tofacitinib είναι σχετικά καινούριο φάρμακο και δεν έχουμε επαρκή δεδομένα, αλλά σίγουρα γνωρίζουμε ότι αυξάνει τον κίνδυνο για ιογενείς λοιμώξεις και ειδικά για αναζωπύρωση του ιού του έρπητα ζωστήρα.

Για τη μεγιστοποίηση της ασφάλειας εφαρμόζεται ειδικό πρόγραμμα εμβολιασμών καθώς και ειδικών εξετάσεων πριν την έναρξη των φαρμάκων.

Δια βίου θεραπεία

Όσον αφορά τη διάρκεια της θεραπείας, είναι μακροχρόνια, πιθανώς δια βίου. Παρόλα αυτά, σε επιλεγμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει βαθιά ύφεση της νόσου, μπορεί, σε συνεννόηση με τον ασθενή, να γίνει διακοπή της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση όμως, το 50% τουλάχιστον των ασθενών θα υποτροπιάσει εντός 2 ετών, γεγονός που πρέπει να καθορίζει τις επιλογές και του ιατρού αλλά και του ασθενούς.

Φάρμακα και εγκυμοσύνη

Η θεραπεία για την ελκώδη κολίτιδα δεν διακόπτεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για την πλειοψηφία των φαρμάκων. Οπωσδήποτε η ασθενής θα πρέπει να είναι σε στενή επαφή με το γαστρεντερολόγο και να μην προβαίνει σε διακοπή της αγωγής, καθώς ο κίνδυνος από την έξαρση της νόσου είναι σαφώς μεγαλύτερος από τους κινδύνους των φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Επιτήρηση στην ελκώδη κολίτιδα

Οι ασθενείς με μακροχρόνια ελκώδη κολίτιδα παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν από καρκίνο παχέος εντέρου. Ο κίνδυνος αυτός είναι μειωμένος για τους ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα και είναι σε ύφεση. Παρόλα αυτά, είναι απαραίτητη η επιτήρηση των ασθενών με κολονοσκόπηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως από 1 έως 3 έτη).