Επαναλοίμωξη με κορονοϊό – Πόσο σύντομα μπορεί να συμβεί;

Νέα στοιχεία για το διάστημα που μπορεί να μεσολαβήσει μέχρι την επαναλοίμωξη από κορωνοϊό σε άτομα με ιστορικό COVID-19.

Αυστραλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η πιθανότητα επαναλοίμωξης με τις νέες υποπαραλλαγές της μετάλλαξης Omicron είναι μεγαλύτερη, μειώνοντας το χρονικό διάστημα από τις 12 εβδομάδες στις 28 ημέρες. Μάλιστα, οι πολιτειακές κυβερνήσεις της Νέας Νότιας Ουαλίας, της Δυτικής Αυστραλίας και της περιοχής της αυστραλιανής πρωτεύουσας ανακοίνωσαν ότι όσοι έχουν ιστορικό νόσησης από COVID-19 θα πρέπει να υποβληθούν σε διαγνωστικό έλεγχο 28 ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της λοίμωξης. Αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, τότε θα καταχωριστούν ως νέα κρούσματα.

Οι επαναλοιμώξεις, δηλαδή η μόλυνση από τον κορωνοϊό μετά από ανάρρωση από COVID-19, είναι πλέον αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της πανδημίας: στην Αγγλία μόλις το 1% των κρουσμάτων πριν την εμφάνιση του στελέχους Omicron ήταν επαναλοιμώξεις, και τώρα αναλογούν στο 25% των ημερήσιων κρουσμάτων, ενώ στη Νέα Υόρκη το 18%.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία επιδημιολογική έκθεση του ΕΟΔΥ, την εβδομάδα 4-10 Ιουλίου καταγράφηκαν 13.623 κρούσματα κορωνοϊού ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Συνεπώς, με μια αναγωγή στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού (10,7 εκατ.) προκύπτει ότι το προαναφερθέν διάστημα εντοπίστηκαν περί τα 145.766 περιστατικά κορωνοϊού, δηλαδή 20.000 κρούσματα την ημέρα. Το 17% αυτών των κρουσμάτων αφορούν σε επαναλοιμώξεις, ενδεικτικό της διαφυγής των νέων υποπαραλλαγών από τα εμβόλια αλλά και από την ανοσία λόγω παλαιότερης μόλυνσης.

Τι καθορίζει τον κίνδυνο επαναλοίμωξης

Ο κίνδυνος επαναλοίμωξης είναι ατομικός και καθορίζεται από τέσσερις βασικούς παράγοντες: τον κορωνοϊό, την ατομική ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στην προηγούμενη λοίμωξη, το ιστορικό εμβολιασμού και τα ατομικά μέτρα προστασίας. Κι ενώ δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για τους δύο πρώτους, μπορούμε να κάνουμε πολλά για τους δύο έσχατους παράγοντες.

Ο ιός 

Πολλά έχουν ειπωθεί για το ανοσοποιητικό σύστημα και τη μάχη του με τον κορωνοϊό. Η λοίμωξη από τα στελέχη Άλφα, Βήτα και Δέλτα συνοδευόταν από μακράς διάρκειας από τυχόν επαναλοίμωξη. Αλλά αυτό άλλαξε με την εμφάνιση του στελέχους Omicron στα τέλη του 2021.

Η υποπαραλλαγή BA.1 φάνηκε να συνοδεύεται από μειωμένη διασταυρούμενη προστασία και λιγότερο ισχυρή αντισωματική ανταπόκριση.

Σήμερα, και έχοντας μεσολαβήσει οι υποπαραλλαγές BA.2, BA.4, BA.5, οι επιστήμονες παρατηρούν ότι το ιστορικό λοίμωξης από τη μια υποπαραλλαγή δεν μας προσφέρει προστασία έναντι των άλλων του ιδίου στελέχους.

Η απόκριση στην προηγούμενη λοίμωξη

Πως το ανοσοποιητικό σύστημα διαχειρίστηκε την λοίμωξη COVID-19 στο παρελθόν μπορεί να επηρεάσει πως θα συμπεριφερθεί σε ενδεχόμενη μελλοντική έκθεση στον κορωνοϊό.

Τα ανοσοκατασταλμένα άτομα είναι γνωστό ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επαναλοίμωξης. Από τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη για τον κορωνοϊό, την U.K. COVID Infection Survey, προκύπτει ότι στον γενικό πληθυσμό τα άτομα που δεν έχουν συμπτώματα ή έχουν χαμηλό ιικό φορτίο στο μοριακό διαγνωστικό τεστ κατά την αρχική λοίμωξη, έχουν υψηλότερο κίνδυνο επαναλοίμωξης συγκριτικά με όσους έχουν συμπτώματα ή υψηλό ιικό φορτίο.

Αυτό σημαίνει ότι όταν ο οργανισμός αναπτύσσει ισχυρή ανοσοαπόκριση στην λοίμωξη, οικοδομεί και ισχυρότερη άμυνα έναντι της επαναλοίμωξης.

Εμβολιασμός 

Τα διαθέσιμα εμβόλια για την πρόληψη της COVID-19 προσφέρουν εξαιρετική προστασία έναντι της σοβαρής νόσου (που οδηγεί σε νοσηλεία και θάνατο) και της συμπτωματικής λοίμωξης.

Μάλιστα, η προστασία έναντι της σοβαρής νόσησης συνεχίζει να υφίσταται καθώς το ανοσοποιητικό μας σύστημα καταφέρνει να ανταποκρίνεται στα τμήματα του κορωνοϊού που δεν έχουν μεταλλαχθεί στην πορεία του χρόνου. Αλλά οι υποπαραλλαγές της  Omicron μπορούν να μολύνουν ακόμα τους εμβολιασμένους καθώς έχουν βρει τρόπους να ξεφύγουν από την «εξουδετέρωση» από τα αντισώματα του εμβολίου.

Μια νέα μελέτη έδειξε ότι έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση εμβολίου mRNA το επίπεδο αντισωμάτων έναντι όλων των υποπαραλλαγών της Omicron είναι αξιοσημείωτα μειωμένο, συγκριτικά με το αρχικό στέλεχος που ανιχνεύθηκε στην Ουχάν. Δηλαδή, η ικανότητα του εμβολίου να προστατεύει από μόλυνση με τις νέες υποπαραλλαγές πέφτει πιο γρήγορα από ό,τι κατά του αρχικού στελέχους του ιού.

Τα επίπεδα αντισωμάτων σε όλες τις παραλλαγές αυξήθηκαν ξανά δύο εβδομάδες αφότου οι συμμετέχοντες έλαβαν ενισχυτική δόση, αλλά τα BA.4 και BA.5 παρουσίασαν τα μικρότερα αυξητικά κέρδη. Είναι ενδιαφέρον σε αυτή τη μελέτη ότι, υπήρχαν υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων σε άτομα που είχαν μολυνθεί και εμβολιαστεί. Και πάλι, τα κέρδη ήταν μικρότερα για τις νεότερες υποπαραλλαγές της Omicron.

Ατομική προστασία

Ο SARS-CoV-2 μεταδίδεται από άτομο σε άτομο με αναπνευστικά σταγονίδια, αερολύματα και αγγίζοντας μολυσμένες επιφάνειες.

Μπορούμε να διακόψουμε την αλυσίδα της μετάδοσης κάνοντας όλα τα πράγματα που έχουμε μάθει τα τελευταία δύο χρόνια – τηρώντας απόσταση, φορώντας μάσκα, πλένοντας τακτικά τα χέρια μας, ανοίγοντας τα παράθυρα και χρησιμοποιώντας έναν καθαριστή αέρα για χώρους που δεν αερίζονται καλά. Και φυσικά να απομονωθούμε όταν είμαστε άρρωστοι.

Τι να μας περιμένει παρακάτω…

Υπάρχουν κάποια ελπιδοφόρα πρόσφατα δεδομένα που δείχνουν ότι ενώ η επαναμόλυνση μπορεί να είναι πια συνηθισμένη, σπάνια σχετίζεται με σοβαρή νόσηση, ενώ οι ενισχυτικές δόσεις του εμβολίου παρέχουν μέτρια προστασία.

Κι ενώ ορισμένα (άτυχα) άτομα έχουν μολυνθεί εκ νέου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (λιγότερο από 90 ημέρες), αυτό φαίνεται να είναι ασυνήθιστο και σχετίζεται με το ότι είναι νεαρά άτομα και ως επί το πλείστον δεν έχουν εμβολιαστεί.

Η  ανάπτυξη νέων εμβολίων mRNA για τη στόχευση των μεταλλάξεων της πρωτεΐνης ακίδας είναι μια υπόσχεση για την ανάκτηση κάποιου ανοσολογικού ελέγχου έναντι των παραλλαγών. Τούτου λεχθέντος, είναι μόνο θέμα χρόνου να αναπτυχθούν νέες μεταλλάξεις.

Το συμπέρασμα είναι ότι θα είναι δύσκολο να καταφέρει κανείς να μην μολυνθεί ή να αποφύγει μια επαναλοίμωξη από κάποια μια παραλλαγή του κορωνοϊού τα επόμενα χρόνια.

Ποιοι διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο επαναλοίμωξης και νοσηλείας

Τα δεδομένα εκτός κλινικών μελετών που να υποστηρίζουν την αξία του εμβολιασμού σε άτομα που έχουν προηγούμενη λοίμωξη COVID-19 είναι περιορισμένα. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα ΨαλτοπούλουΓιάννης ΝτάνασηςΠάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης των PeterNordstrom και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση TheLancetInfectiousDiseases. Σκοπός της μελέτης ήταν η αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης προστασίας μετά από προηγούμενη λοίμωξη (φυσική ανοσία) και κατά πόσο η φυσική ανοσία μαζί με τον εμβολιασμό έναντι COVID-19 (υβριδική ανοσία) σχετίζεται με επιπλέον προστασία. Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη κοόρτης που βασίστηκε σε εθνικές βάσεις δεδομένων της Σουηδίας.

Μελετήθηκαν 3 κοορτές (ομάδες): η 1η συμπεριέλαβε ανεμβολίαστα άτομα με φυσικά ανοσία που αντιστοιχίστηκαν ως προς το φύλο και την ηλικία με ανεμβολίαστα άτομα χωρίς φυσική ανοσία, η 2ηκαι η 3ησυμπεριέλαβαν άτομα που είχαν λάβει μία ή δύο δόσεις εμβολίου έναντι SARS-CoV-2, αντίστοιχα, κατόπιν προηγούμενης λοίμωξης COVID-19 και αντιστοιχίστηκαν ως προς το φύλο και την ηλικία με άτομα με φυσική ανοσία. Τα πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία της μελέτης ήταν η επιβεβαιωμένη λοίμωξη SARS-CoV-2 από τις 20 Μαρτίου 2020 έως τις 4 Οκτωβρίου 2021 και η νοσηλεία λόγω COVID-19 από τις 30 Μαρτίου 2020 έως τις 5 Σεπτεμβρίου 2021. Συνολικά, η 1ηκοόρτη συμπεριέλαβε 2.039.106 άτομα, η 2η 962.318 άτομα και η 3η 3.567.810 άτομα.

Κατά τη διάρκεια ενός μέσου διαστήματος παρακολούθησης 164 ημερών, 34.090 άτομα με φυσική ανοσία στην 1ηκοόρτη επαναμολύνθηκαν από SARS-CoV-2 συγκριτικά με 99.168 άτομα χωρίς προηγούμενη φυσική ανοσία έναντι του ιού. Μετά την πάροδο 3 μηνών από τη λοίμωξη, η παρουσία φυσικής ανοσία σχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο επαναλοίμωξης κατά 95% και με μειωμένο κίνδυνο νοσηλείας λόγω COVID-19 κατά 87% για χρονικό διάστημα παρακολούθησης 20 μηνών.

Κατά τη διάρκεια ενός μέσου διαστήματος παρακολούθησης 52 ημερών στην 2ηκοόρτη, 639 άτομα με υβριδική ανοσία και μία δόση εμβολίου εμφάνισαν επαναλοίμωξη από SARS-CoV-2 συγκριτικά με 1662 άτομα με φυσική ανοσία. Ο αριθμός των νοσηλειών ήταν 8 και 113, αντίστοιχα. Η υβριδική ανοσία με μία δόση εμβολίου συσχετίστηκε με μείωση του κινδύνου της επαναλοίμωξης από SARS-CoV-2 κατά 58% συγκριτικά με τη φυσική ανοσία μέχρι τους 2 πρώτους μήνες μετά τη λοίμωξη, ενώ η προστασία φάνηκε να φθίνει 9 μήνες μετά.

Κατά τη διάρκεια ενός μέσου διαστήματος παρακολούθησης 66 ημερών στην 3ηκοόρτη, 438άτομα με υβριδική ανοσία και δύο δόσεις εμβολίου εμφάνισαν επαναλοίμωξη από SARS-CoV-2 συγκριτικά με 808 άτομα με φυσική ανοσία.  Ο αριθμός των νοσηλειών ήταν 6 και 40, αντίστοιχα. Η υβριδική ανοσία με δύο δόσεις εμβολίου συσχετίστηκε με μείωση του κινδύνου της επαναλοίμωξης από SARS-CoV-2 κατά 66% συγκριτικά με τη φυσική ανοσία, ενώ η προστασία δεν φάνηκε να φθίνει έως και 9 μήνες μετά.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των συγγραφέων, 767 άτομα πρέπει να εμβολιαστούν με δύο δόσεις προκειμένου να προληφθεί μια επαναλοίμωξη μεταξύ όσων έχουν φυσική ανοσία μετά από προηγούμενη λοίμωξη. Η υβριδική ανοσία τόσο με μία όσο και με δύο δόσεις εμβολίου σχετίστηκε με μικρότερο κίνδυνο νοσηλείας λόγω COVID-19 συγκριτικά με τη φυσική ανοσία.

Συμπερασματικά, ο κίνδυνος επαναλοίμωξης και νοσηλείας λόγω COVID-19 σε άτομα που έχουν επιβιώσει και αναρρώσει από προηγούμενη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2 παραμένει χαμηλός για έως και 20 μήνες. Ο εμβολιασμός φαίνεται να μειώνει περαιτέρω το κίνδυνο τόσο της επαναλοίμωξης όσο και της νοσηλείας για τουλάχιστον 9 μήνες. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης υποστηρίζουν τη χρήση τόσο του πιστοποιητικού προηγούμενης λοίμωξης όσο και του πιστοποιητικού εμβολιασμού ως απόδειξη ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2.