Η φλεγμονή των ιγμορείων η οποία προκαλείται από κάποιο απλό κρυολόγημα, γρίπη, μικρόβιο ή κάποια κρίση αλλεργικής ρινίτιδας, ονομάζεται ιγμορίτιδα. Κανονικά στα ιγμόρεια κυκλοφορεί αέρας αλλά και απλή βλέννα στην περίπτωση ενός κρυολογήματος. Όταν, όμως, το κοινό κρυολόγημα διαρκεί παραπάνω από μία εβδομάδα, η βλέννα μετατρέπεται σε ένα παχύρευστο πρασινοκίτρινο πύον. Τότε, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχουμε οξεία ιγμορίτιδα.
Ιγμορίτιδα: Πόσα είδη υπάρχουν;
Υπάρχουν δύο είδη Ιγμορίτιδας:
- Oξεία
Η Οξεία Ιγμορίτιδα συνήθως είναι απότοκος κάποιας ιογενούς λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού και διαρκεί 7-10 ημέρες. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που είναι πιο επίμονη και δεν υποχωρεί. Τότε, μπορούμε να πούμε ξεκάθαρα πως πρόκειται για ιγμορίτιδα βακτηριακής προελεύσεως.
- Χρόνια
Η Χρόνια Ιγμορίτιδα διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες και συνήθως προκαλείται από χρόνια φλεγμονή των ιγμορείων. Μη ξεχνάμε πως μπορεί να υποκρύπτει και την ύπαρξη πολυπόδων, μυκήτων αλλά και άλλων διαφόρων αλλεργιών. Χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι η ρινική συμφόρηση, ο πονοκέφαλος, το αίσθημα βάρους στο μέτωπο, η αδιαθεσία και ο βήχας. Σε κάθε περίπτωση, ένας έμπειρος ΩΡΛ λαμβάνει τις πιθανές αιτίες σοβαρά υπόψιν και τις εξετάζει αναλυτικά.
Ιγμορίτιδα: Ποια είναι τα συμπτώματα;
Όταν κάποιος έχει ιγμορίτιδα μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα έντονης ρινικής συμφόρησης, καταρροή, αλλά και οπισθορρινικές εκκρίσεις. Επίσης, αξιόλογο σύμπτωμα αποτελεί και το αίσθημα βάρους στο μέτωπο (ειδικά με το μπροστινό σκύψιμο του κεφαλιού), ο πυρετός, η μειωμένη όσφρηση, ο πονοκέφαλος, το αίσθημα κόπωσης αλλά και η κακοσμία στόματος.
Ιγμορίτιδα: Πώς γίνεται η διάγνωση
Για την καλύτερη διάγνωση της ιγμορίτιδας, συνίσταται η εξέταση και ο έλεγχος από εξειδικευμένο ΩΡΛ, σε συνδυασμό με τη λήψη ιστορικού από τον ασθενή. Η εξέταση θα περιλαμβάνει σίγουρα ενδοσκόπηση της μύτης η οποία θα μας δώσει πλήρη εικόνα για την κατάσταση τους.
Ιγμορίτιδα: Ποια είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία;
Η θεραπεία της ιγμορίτιδας εξαρτάται από τον τύπο και την αιτία που προκλήθηκε.
Συνήθως συνιστώνται ρινικές πλύσεις με ειδικά διαλύματα, χρήση ρινικών σπρέι αλλά και φαρμακευτική αγωγή με αντιβιοτικά και παυσίπονα. Έτσι, επιτυγχάνεται σωστός καθαρισμός των ιγμορείων αλλά και άμεση ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η συνολική διάρκεια της θεραπείας κρατά τουλάχιστον 10-15 ημέρες.
Σε περιπτώσεις, όμως, που τα συμπτώματα επιμένουν απαιτείται καθαρισμός των ιγμορείων με χειρουργική επέμβαση. Η ενδοσκοπική χειρουργική των ιγμορείων είναι πλέον η πιο αποτελεσματική επέμβαση για την αντιμετώπιση της χρόνιας ιγμορίτιδας.
Ιγμορίτιδα: Αίτια
Η κυριότερη αιτία που δημιουργεί την ιγμορίτιδα είναι η αυξημένη παραγωγή βλέννας στα ιγμόρεια. Βέβαια, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την ποσότητα αυτή. Οι πιο συχνοί είναι:
- Σκολίωση του ρινικού διαφράγματος
Τα άτομα τα οποία έχουν «στραβό» ρινικό διάφραγμα δυσκολεύονται να αναπνεύσουν από τη μύτη. Η μειωμένη κυκλοφορία του αέρα στα ιγμόρεια μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στους μετωπιαίους κόλπους.
- Ρινικοί πολύποδες
Οι ρινικοί πολύποδες στη μύτη μπορούν να προκαλέσουν σημαντική παραγωγή βλέννας στα ιγμόρεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η φυσιολογική κυκλοφορία του αέρα, φράζοντας με αυτό τον τρόπο τα ιγμόρεια. Έτσι, δίνεται στον ασθενή η αίσθηση ενός μόνιμου βάρους στο μέτωπο και ενός ενοχλητικού συναχιού.
- Ιοί και Βακτήρια
Η ύπαρξη ενός κρυολογήματος ή γρίπης συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία μιας μετωπιαίας κολπίτιδας. Τόσο οι ιοί όσο και τα βακτήρια, όταν εισέρχονται στον οργανισμό, δημιουργούν φλεγμονή στα ιγμόρεια και αυξάνουν την παραγωγή βλέννας. Έτσι, κι αυτά με τη σειρά τους προκαλούν τα πιο σοβαρά συμπτώματα μιας οξείας μετωπιαίας κολπίτιδας.
Ιγμορίτιδα: Πότε βοηθά η αντιβίωση
Κάθε χειμώνα, όπως μας διαβεβαιώνουν οι γιατροί, παρατηρείται έξαρση της ιγμορίτιδας. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι τη συγκεκριμένη εποχή στις ΗΠΑ περίπου 25 εκατομμύρια Αμερικανοί επισκέπτονται τα ιατρεία για τη θεραπεία της ιγμορίτιδας και σε ένα ποσοστό 85-98% τα συμπτώματά τους αντιμετωπίζονται με αντιβίωση. Αντίστοιχα στοιχεία για τη χώρα μας δεν υπάρχουν, ωστόσο οι περισσότεροι έλληνες ωτορινολαρυγγολόγοι χορηγούν εξαρχής αντιβίωση. Όμως, στην πραγματικότητα τέτοιες λοιμώξεις δεν αντιμετωπίζονται πάντοτε αποτελεσματικά με τη φαρμακευτική αγωγή. Την αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών αλλά και των τοπικών αποσυμφορητικών σπρέι στην ιγμορίτιδα αμφισβητεί επίσης πρόσφατη βρετανική έρευνα.
Η νέα έρευνα αλλάζει τα δεδομένα;
Η έρευνα εκπονήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Southampton στην Αγγλία και δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «Journal of the American Medical Association». Υποστηρίζει ότι τα αντιβιοτικά και τα εισπνεόμενα στεροειδή φάρμακα συνήθως δεν περιορίζουν δραστικά τα συμπτώματα της οξείας ιγμορίτιδας. Oι ερευνητές αξιολόγησαν την ανταπόκριση στη θεραπεία 240 ενηλίκων με ιγμορίτιδα: Συγκεκριμένα χορήγησαν στους μισούς αντιβίωση και εισπνεόμενα στεροειδή και στους υπόλοιπους εικονικά φάρμακα. Η εξέλιξη της νόσου και στις δύο ομάδες ήταν περίπου η ίδια. Έτσι, συνιστούν οι ασθενείς να στρέφονται κυρίως στη χρήση αναλγητικών, αφήνοντας τον οργανισμό τους να ενεργοποιεί τους μηχανισμούς αυτοθεραπείας, σε διάστημα 3 ημερών έως και 3 εβδομάδων. Τα δε ρινικά σπρέι μπορούν να βοηθήσουν σε ελαφριές περιπτώσεις οξείας ιγμορίτιδας.
«Ναι» στην αντιβίωση, υπό όρους
Σχολιάζοντας σε ξένα έντυπα τη μελέτη των Βρετανών, ο δρ. Michael Stewart, πρόεδρος του Ωτορινολαρυγγολογικού Τμήματος του «Presbyterian-Weill Cornell» Medical Center στη Νέα Υόρκη, υποστήριξε ότι ναι μεν τα συμπεράσματά της είναι σημαντικά, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελέσουν κανόνα για την αντιμετώπιση της ιγμορίτιδας από εδώ και στο εξής. Ειδικότερα, τόνισε ότι δεν θα πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην οι αντιβιώσεις και ότι, όταν είναι αναγκαίο, θα πρέπει να χορηγούνται στους ασθενείς, αφού όμως πρώτα έχει βρεθεί η ακριβής αιτία που προκαλεί την ιγμορίτιδα. Το συμπέρασμα της μελέτης είναι χρήσιμο και πράγματι υπάρχουν περιπτώσεις που δεν θα έπρεπε ένας ασθενής να πάρει αντιβίωση, για παράδειγμα στην περίπτωση ιογενούς φαρυγγίτιδας, που τα συμπτώματά της μοιάζουν με αυτά της ιγμορίτιδας. Γι’ αυτόν το λόγο, η διάγνωση θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, εξετάσεις (π.χ. ακτινογραφία ή αξονική τομογραφία) που είναι απαραίτητες για να βρεθεί η αιτία τελικά δεν γίνονται. Αυτό συμβαίνει είτε για οικονομικούς λόγους είτε γιατί ο ασθενής απαγορεύεται να εκτεθεί σε ακτινοβολία (π.χ. ένα παιδί ή μία έγκυος).