Καρδιακή Αρρυθμία: Πότε αποτελεί κίνδυνο – Συμπτώματα, Διάγνωση και Θεραπεία

Υπάρχουν κάποιες φορές που αισθανόμαστε την καρδιά μας να κάνει περισσότερο αισθητή την παρουσία της απ’ ό,τι συνήθως, χτυπώντας πιο γρήγορα ή πιο δυνατά σαν να είναι έτοιμη να σπάσει. Αρχίζουμε τότε να ανησυχούμε μήπως κάτι δεν πάει καλά, μήπως έχουμε κάποια αρρυθμία.

Όλοι οι άνθρωποι παρουσιάζουν καρδιακές αρρυθμίες, όπως για παράδειγμα είναι μία κοιλιακή έκτακτη συστολή ή μία υπερκοιλιακή έκτακτη συστολή, αλλά τις περισσότερες φορές δε γίνονται αντιληπτές. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρόκειται για καλοήθεις αρρυθμίες, που είναι τελείως αθώες και βρίσκονται πάνω σε μία φυσιολογική καρδιά. Σε ένα μικρό ποσοστό όμως, ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν πάθηση της καρδιάς, αυτές οι αρρυθμίες είναι πολύπλοκες, όπως είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή ή η γρήγορη κοιλιακή ταχυκαρδία και μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και στο θάνατο το άτομο που τις εμφανίζει.

Αρρθυμία: Ποια είναι τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν;

Η καρδιακή αρρυθμία, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να μην κάνει συμπτώματα. Εφόσον κάνει, αυτά μπορεί να είναι ένα φτερούγισμα στο στήθος, ένα αίσθημα ζάλης που θεωρείται προσυγκοπτικό επεισόδιο, ή ακόμη και συγκοπή, που συνοδεύεται από την απώλεια των αισθήσεων.

Τις περισσότερες φορές, η ένταση των συμπτωμάτων μιας αρρυθμίας δεν αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητά της. Ωστόσο μία αρρυθμία, εάν συνοδεύεται από συμπτώματα, όπως η ζάλη ή εάν πολύ περισσότερο οδηγεί σε συγκοπτικό επεισόδιο, και απώλεια των αισθήσεων θα πρέπει να μας προβληματίσει και να αντιμετωπιστεί επιθετικά.

Αρρυθμία: Πότε είναι επικίνδυνη για την υγεία μας;

Οι πιο επικίνδυνες αρρυθμίες είναι αυτές που προκαλούν αιμοδυναμική επιβάρυνση, δηλαδή αρρυθμίες που μειώνουν την παροχή του αίματος από την καρδιά προς την περιφέρεια. Αυτές συνήθως είναι οι κοιλιακές αρρυθμίες και ιδιαίτερα η κοιλιακή ταχυκαρδία και η κοιλιακή μαρμαρυγή. Η κοιλιακή μαρμαρυγή ισοδυναμεί με θάνατο καθώς η καρδιά σ’ αυτές τις περιπτώσεις ουσιαστικά σταματάει να συσπάται και θα πρέπει εκείνη την ώρα ο ασθενής να δεχθεί ένα ηλεκτρικό σοκ μ’ έναν απινιδωτή που θα καταστείλει την κοιλιακή μαραμαρυγή και θα επιτρέψει να επανέλθει ο φυσιολογικός ρυθμός της καρδιάς. Επίσης πολύ επικίνδυνη είναι η ταχεία κοιλιακή ταχυκαρδία. Πίσω από αυτές τις δύο επικίνδυνες καρδιακές αρρυθμίες υπάρχει πάντοτε σοβαρή καρδιακή πάθηση.

Η πιο συνηθισμένη ωστόσο καρδιακή αρρυθμία που δημιουργεί προβλήματα είναι η κολπική μαρμαρυγή, της οποίας η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται, όσο αυξάνεται η ηλικία. Πρόκειται για την αρρυθμία εκείνη που οι κόλποι της καρδιάς σταματούν να συστέλλονται και αυτό οδηγεί το αίμα να λιμνάζει στους κόλπους, γεγονός που έχει δύο επακόλουθα: πρώτα από όλα, η καρδιά μειώνει τη δύναμή της κατά το ¼ περίπου και δεύτερον και πιο σημαντικό, υπάρχει πιθανότητα να δημιουργηθούν θρόμβοι μέσα στους κόλπους και αυτοί οι θρόμβοι να εμβολιστούν και να δημιουργήσουν προβλήματα σε κάποιο άλλο σημείο του καρδιαγγειακού συστήματος, να προκαλέσουν για παράδειγμα κάποιο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Γι’ αυτό το λόγο οι άρρωστοι με κολπική μαρμαρυγή πρέπει πάντοτε να υποβάλλονται σε σωστή αντιπηκτική αγωγή, για να προλάβουν την πιθανότητα να παρουσιαστούν θρόμβοι, που μπορεί να προκαλέσουν αυτά τα επικίνδυνα εμβολικά επεισόδια.

Αρρυθμία: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

Κάθε αρρυθμία θα πρέπει να ελέγχεται γιατί ο ασθενής δε μπορεί να είναι σίγουρος ότι η αρρυθμία του είναι μία καλοήθης αρρυθμία, παρόλο που αυτό τελικά συμβαίνει στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι, εάν μία καρδιακή αρρυθμία εμφανίζει αιμοδυναμικά προβλήματα και συνοδεύεται από ζαλάδα ή συγκοπτικό επεισόδιο, τότε χωρίς συζήτηση το άτομο που παρουσιάζει τα προβλήματα αυτά θα πρέπει να ελέγχεται πολύ επισταμένα.

Καρδιογράφημα

Τις περισσότερες φορές ένα απλό καρδιογράφημα αρκεί για να γίνει η διάγνωση μιας αρρυθμίας. Μετά -σε ορισμένες περιπτώσεις- θα πρέπει να γίνει περαιτέρω διερεύνηση με τη χρησιμοποίηση και άλλων μεθόδων, όπως είναι η 24ωρη καταγραφή του καρδιογραφήματος, το γνωστό Holter.

Μερικές μάλιστα φορές δεν αρκεί καν η 24ωρη καταγραφή, οπότε μπορεί να χρειαστεί – σπάνια- να εμφυτεύσουμε μία μικρή συσκευή μακράς παρακολούθησης του καρδιογραφήματος κάτω από το δέρμα και να την αφήσουμε για μήνες μέχρι να ανιχνευτεί η καρδιακή αρρυθμία. Αυτό το κάνουμε, όταν έχουμε πρόβλημα, όσον αφορά τη διάγνωση, όπως δηλαδή στην περίπτωση που ένας άρρωστος λιποθυμάει και έχουμε σοβαρή υποψία ότι αυτό συνέβη, λόγω μίας σοβαρής αρρυθμίας αλλά δε μπορούμε να τη βρούμε, παρόλο που έχουμε κάνει όλες τις εξετάσεις.

Εισαγωγή στην καρδιά καθετήρων

Ένας άλλος τρόπος διάγνωσης είναι με την εισαγωγή στην καρδιά καθετήρων για να κάνουμε αυτό που ονομάζεται ηλεκτροφυσιολογική μελέτη της καρδιάς και να δούμε εάν υπάρχει πρόβλημα στην ηλεκτρική διέγερσή της, εάν υπάρχουν αποκλεισμοί του ερεθίσματος ή εάν προκαλούνται αρρυθμίες και κατάλληλα να τις ρυθμίσουμε. Αυτή είναι η μία πλευρά.

Υπερηχογράφημα

Η άλλη πλευρά του ελέγχου αποσκοπεί στο να βρούμε, εάν υπάρχει κάποια οργανική καρδιοπάθεια που προκάλεσε την αρρυθμία. Γι’ αυτό ένα υπερηχογράφημα πολλές φορές είναι απαραίτητο να γίνεται και μπορούμε να προχωρήσουμε και σε άλλες εξετάσεις, όπως είναι η στεφανιογραφία, η μαγνητική τομογραφία της καρδιάς κλπ.

Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι οι εξετάσεις που γίνονται, όταν ένα άτομο εμφανίσει καρδιακή αρρυθμία, είναι δύο ειδών. Πρώτον αυτές που θα ελέγξουν το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς (καρδιογράφημα, Holter, η εμφύτευση συσκευής για μακρά παρακολούθηση του καρδιογραφήματος και η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη της καρδιάς) και δεύτερον οι εξετάσεις που θα μπορέσουν να ελέγξουν το υπόστρωμα, εάν δηλαδή η εμφάνιση της αρρυθμίας οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα στην καρδιά (υπερηχογράφημα, στεφανιογραφία, μαγνητική τομογραφία της καρδιάς κτλ)

Αρρυθμία: Τρόποι θεραπείας ανάλογα με το είδος της

Η αντιμετώπιση μίας αρρυθμίας, εφόσον κριθεί ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί, μπορεί να γίνει είτε με φάρμακα, είτε με βηματοδότες, είτε με την εμφύτευση κάποιου απινιδωτή, είτε με τη χρήση κατάλυσης.

Φάρμακα

Οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, όπως για παράδειγμα είναι η κολπική μαρμαρυγή, τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονται με φάρμακα. Αν μία κολπική μαρμαρυγή είναι πρόσφατη και οι κόλποι της καρδιάς δεν είναι πολύ μεγάλοι, ο γιατρός θα πρέπει να κάνει μία προσπάθεια να την ανατάξει. Εάν όμως έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τη στιγμή που πρωτοεμφανίστηκε το πρόβλημα, τότε η πιθανότητα να προσπαθήσει ο γιατρός να το ανατάξει με ηλεκτρικό ρεύμα ή σπανιότερα με φάρμακα είναι πολύ μικρή.

Στην περίπτωση λοιπόν που η απόφαση είναι ο άρρωστος να παραμείνει με την κολπική μαρμαρυγή και δεν γίνει προσπάθεια επαναφοράς του στο φλεβοκομβικό ρυθμό, θα πρέπει να τού χορηγηθούν αντιπηκτικά φάρμακα για να μειωθεί ο κίνδυνος εμβολικών επεισοδίων. Επίσης θα πρέπει να του χορηγηθούν φάρμακα που να του κρατούν το ρυθμό σε κάποιο λογικό επίπεδο, να έχει δηλαδή γύρω στους 70-80 σφυγμούς το λεπτό.

Βηματοδότες και απινιδωτές

Στις περιπτώσεις που έχουμε κολποκοιλιακούς αποκλεισμούς τότε συνήθως τοποθετούμε βηματοδότες ενώ, εάν έχουμε πολύπλοκες κοιλιακές αρρυθμίες, όπως η κοιλιακή ταχυκαρδία ή επεισόδια κοιλιακής μαρμαρυγής, τότε εμφυτεύουμε απινιδωτές. Οι απινιδωτές είναι συσκευές μ’ ένα ηλεκτρόδιο που πάει στην καρδιά και, όταν συμβεί μία πολύπλοκη αρρυθμία που απειλεί τον οργανισμό, γίνεται η ανίχνευσή της μέσω του ηλεκτροδίου, φτάνει ένα σήμα στη συσκευή που την ενεργοποιεί ώστε να δώσει ένα ερέθισμα, να κάνει ένα σοκ στην καρδιά και να την επαναφέρει σ’ ένα σωστό ρυθμό λειτουργίας.

Χρήση καταλύσεων

Τέλος, ένας άλλος τρόπος θεραπευτικής αντιμετώπισης των αρρυθμιών, που δεν είναι ακόμη πολύ διαδεδομένος, παρουσιάζει ακόμη κάποια προβλήματα αλλά με την εξέλιξη και της τεχνολογίας θεωρείται ότι θα έχει πολύ μέλλον, είναι οι καταλύσεις. Με ειδικούς καθετήρες που μπαίνουν στην καρδιά, μπορεί να βρεθεί η εστία του προβλήματος και με τη χορήγηση υψίσυχνου ρεύματος να καταστραφεί το σημείο αυτό που προκαλεί την αρρυθμία. Φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις η μέθοδος αυτή είναι απόλυτα θεραπευτική, όπως για παράδειγμα σε ορισμένες περιπτώσεις υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής.