Η κοιλιοκάκη προκαλείται από τη δυσανεξία στη γλουτένη, μια πρωτεΐνη που περιέχεται στο σιτάρι, στο κριθάρι και στη σίκαλη. Κάποια άτομα με κοιλιοκάκη αντιδρούν επίσης και στη βρόμη.
Πρόκειται για μία εφ’ όρου ζωής ασθένεια, με πιθανές επιδράσεις σε ολόκληρο το σώμα.
Η γλουτένη προκαλεί αλλοιώσεις στον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου, εμποδίζοντας τη φυσιολογική πέψη και απορρόφηση του φαγητού.
Η κοιλιοκάκη μπορεί να θεραπευτεί ή να τεθεί υπό έλεγχο χάρη σε μια δίαιτα χωρίς γλουτένη (gluten free). Σε περίπτωση που καθυστερήσει η διάγνωσή της, επειδή το σώμα δεν απορροφά σωστά τα θρεπτικά στοιχεία των τροφών ή τις ίδιες τις τροφές, μπορεί να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε αναιμία, οστικά προβλήματα και απώλεια βάρους.
Δυστυχώς, ενώ ένας άνθρωπος έχει εκ γενετής τα γονίδια που προδιαθέτουν απέναντι στην κοιλιοκάκη, τα συμπτώματα μπορεί να παρουσιαστούν οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του –για παράδειγμα στη γέννησή του, σε περίοδο άγχους ή μετά από ένα ατύχημα. Για την πλειονότητα των ανθρώπων, όμως, η διάγνωση γίνεται στη μέση ηλικία.
Πόσο συχνή είναι η κοιλιοκάκη
Έρευνες δείχνουν ότι 1 στα 100 άτομα είναι πιθανό να νοσούν από κοιλιοκάκη. Μελέτες στην Ευρώπη στις οποίες έχουν συμμετάσχει διάφορα ιδρύματα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και οργανισμοί της Αυστραλίας και των ΗΠΑ, υποστηρίζουν ξεκάθαρα αυτή τη θεωρία.
Μία από τις μελέτες αυτές, με τίτλο European Cluster Project, η οποία περιλάμβανε έρευνες από όλη την Ευρώπη, έδειξε ότι το ποσοστό εμφάνισης της νόσου κατά μέσο όρο είναι 1:100.
Πόσα άτομα νοσούν στην Ελλάδα
Αν λάβουμε υπόψη την παθολογία της κοιλιοκάκης στην Ευρώπη –και βάσει του ποσοστού 1:100– τότε στη χώρα μας θα πρέπει να έχουμε περί τα 100.000 άτομα που δεν έχουν διαγνωστεί και διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν και άλλα σοβαρότερα θέματα υγείας, με την αντίστοιχη επιβάρυνση στην κοινωνική και νοσοκομειακή υποδομή της χώρας.
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία πασχόντων στην επικράτεια, καθώς δεν έχει εκπονηθεί κάποια σχετική μελέτη.
Επίσης, δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή των διαγνωσμένων ασθενών και νέων διαγνώσεων κάθε έτος. Μέσω των εγγραφών στον σύλλογο πασχόντων και μετά από συνομιλίες με διαφόρους γιατρούς (δειγματοληπτικά) εκτιμάται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 1.500 άτομα όλων των ηλικιών που έχουν διαγνωστεί με κοιλιοκάκη.
Πόσο επικίνδυνη είναι – Υπάρχει περίπτωση να είναι κολλητική;
Η κοιλιοκάκη δεν είναι μεταδοτική ασθένεια, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομική, καθώς παρουσιάζεται συχνά σε άτομα της ίδιας οικογένειας.
Όταν υπάρχει κοιλιοκάκη εντός της οικογένειας, ο κίνδυνος είναι αυξημένος κατά 1/10 να εμφανίσει και κάποιο άλλο μέλος την ασθένεια. Συνεπώς, οποιοσδήποτε έχει οικογενειακό ιστορικό κοιλιοκάκης θα πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικός.
Οι κίνδυνοι για την υγεία που σχετίζονται με την κοιλιοκάκη ευτυχώς ελαχιστοποιούνται ή και μηδενίζονται όσο τηρεί κανείς μια δίαιτα χωρίς γλουτένη. Ωστόσο, σε περίπτωση που δεν διαγνωστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κοιλιοκάκη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές μακροχρόνιες επιπτώσεις για την υγεία, καθώς ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπόρωσης, παιδικού διαβήτη ή καρκίνου του εντέρου είναι αυξημένος.
Ποια είναι τα συμπτώματα της κοιλιοκάκης
Η κοιλιοκάκη επηρεάζει διαφορετικά το κάθε άτομο. Μπορεί να εμφανίσει έως και 300 διαφορετικά συμπτώματα, αρκετά εκ των οποίων είναι δυσδιάκριτα ή φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους.
Υπάρχουν εκατοντάδες σημάδια και συμπτώματα της κοιλιοκάκης και αρκετά είναι επίσης τα άτομα που δεν παρουσιάζουν κανένα απολύτως σύμπτωμα (περίπου το 50%-60% των πασχόντων). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το μη κατεστραμμένο μέρος του λεπτού εντέρου είναι σε θέση να απορροφά επαρκή ποσότητα θρεπτικών ουσιών ώστε να προλαμβάνονται τα συμπτώματα. Παρόλα αυτά, ακόμη και τα άτομα χωρίς καθόλου συμπτώματα διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο επιπλοκών που σχετίζονται με την κοιλιοκάκη.
Τα συμπτώματα είναι πιθανό να εμφανιστούν ή και να μην εμφανιστούν στο πεπτικό σύστημα. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να εμφανίσει διάρροια και κοιλιακούς πόνους, σε αντίθεση με κάποιο άλλο που μπορεί να εμφανίσει στειρότητα ή αναιμία.
Επίσης, κάποια άτομα εμφανίζουν κοιλιοκάκη από την παιδική τους ηλικία, ενώ άλλα ως ενήλικες.