Η τρίτη μέρα νοσηλείας των ασθενών με συμπτωματική λοίμωξη COVID-19 αποτελεί καθοριστικό σημείο καμπής για την πορεία της νόσου, όπως ανέδειξαν και οι εξετάσεις αίματος των νοσηλευομένων που εξετάσθηκαν για αυτή τη νεότερη μελέτη. Τα στοιχεία θα παρουσιαστούν στο φετινό Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων (ECCMID) στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας. Παρόλο που πλέον υπάρχουν διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές, οι ερευνητική ομάδα σημειώνει ότι καίριος είναι και ο ρόλος των βιοδεικτών, που θα μπορούσαν να βελτιστοποίησουν τις φαρμακευτικές αγωγές.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια εξέτασαν 90 ασθενείς που εισήχθησαν σε νοσοκομείο την περίοδο μεταξύ του Μαρτίου και Οκτωβρίου του 2021. Το 54% ήταν άντρες με μέση ηλικία τα 60 έτη και χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: τους ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη ή μη σοβαρή λοίμωξη COVID-19, όπως ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Οι συμμετέχοντες είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά, με εξαίρεση όσους παρουσίασαν σοβαρά συμπτώματα, που είχαν υψηλότερα ποσοστά σακχαρώδους διαβήτη και χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας.
Σε γενικό πλαίσιο, τα επίπεδα της πρωτεΐνης TRAIL αυξήθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ενώ των πρωτεϊνών CRP και IP-10 μειώθηκαν για όλους τους ασθενείς.
Πώς εξελίχθηκε η νόσος
Την πρώτη μέρα νοσηλείας, δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα των πρωτεϊνών ανάμεσα στις δύο ομάδες. Την τρίτη μέρα, όμως, σημειώθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις. Ειδικότερα, τα επίπεδα της πρωτεΐνης TRAIL ήταν χαμηλότερα και των IP-10 υψηλότερα στην ομάδα με τη σοβαρότερη νόσο, σε σύγκριση με την ομάδα που νοσούσε ελαφρύτερα. Επιπλέον, τα επίπεδα της πρωτεΐνης IP-10 παρέμειναν αυξημένα μέχρι την πέμπτη ημέρα στους ασθενείς με βαρύτερη νόσο.
Η διαφορά ήταν ότι οι τιμές της πρωτεΐνης IP-10 και της πρωτεΐνης TRAIL αποτελούσαν δείκτες που μαρτυρούσαν την εξέλιξη της νόσου σε πνευμονία COVID-19.
Επιπροσθέτως, ο χρόνος ανάρρωσης των βαριά νοσούντων ήταν μεγαλύτερος (12 μέρες κατά μέσο όρο σε σύγκριση με 4 ημέρες), ενώ αντίστοιχα είχαν μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων (20% έναντι 0%) και 8 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν δευτερογενείς λοιμώξεις.
Εν ολίγοις, η ανοσολογική απόκριση ενός οργανισμού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό των ασθενών που είναι πιθανότερο να εμφανίσουν σοβαρά συμπτώματα πριν επιδεινωθεί η κατάστασή τους. Μεγάλη σημασία έχει λοιπόν η έγκαιρη προσέλευσή τους στο νοσοκομείο: «Υπάρχουν πολλοί ασθενείς που έρχονται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών και χρειάζονται μόνο ελάχιστη χορήγηση οξυγόνου, ωστόσο σύντομα χειροτερεύουν και χρειάζονται μηχανική υποστήριξη» εξηγούν οι ερευνητές.
Συμπερασματικά, σημειώνουν ότι η έγκαιρη αναγνώριση αυτών των πρωτεϊνών του ανοσοποιητικού μπορεί να συμβάλει στον ταχύτερο εντοπισμό των πιο ευάλωτων ασθενών και στην καλύτερη διαχείριση της κατάστασής τους.