Όλοι έχουμε ακουστά τη Λοιμώδη Μονοπυρήνωση, πολλές φορές με διαφορετική ονομασία, όπως η νόσος του φιλιού. Ονομάστηκε έτσι λόγω της εύκολης μετάδοσης της μέσω του φιλιού και γενικότερα του σάλιου, ενώ η μετάδοση της αερογενώς, είναι δυσκολότερη. Ο ιός EPSTEIN – BARR (EBV) ανήκει στην κατηγορία των ερπητοϊών και προσβάλλει τα β-λεμφοκύτταρα. Όπως και άλλοι ερπητοϊοί μπορεί να παραμείνει σε λανθάνουσα κατάσταση στον ανθρώπινο οργανισμό και κάποια στιγμή να επανενεργοποιηθεί.
Λοιμώδης Μονοπυρήνωση: Συμπτώματα
Τα συχνότερα συμπτώματα, τα οποία εμφανίζονται μετά από μια περίοδο επώασης 4-8 εβδομάδων είναι τα παρακάτω:
- Πυρετός
- Πονόλαιμος
- Διογκωμένοι λεμφαδένες ιδιαίτερα στο λαιμό
- Γενικευμένη δυσφορία, κακουχία, αίσθημα κόπωσης
- Διογκωμένες αμυγδαλές με λευκές – κίτρινες “πλάκες”
- Μυαλγίες
- Εξάνθημα
- Διόγκωση ήπατος
- Διόγκωση σπληνός
Συνήθως τα συμπτώματα διαρκούν 1-2 εβδομάδες, αν και η καταβολή δυνάμεων και η διόγκωση του ήπατος και της σπλήνας μπορεί να διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες. Στα παιδιά και ιδιαίτερα στα βρέφη, που προστατεύονται από μητρικά αντισώματα η λοίμωξη είναι συχνά ασυμπτωματική ή προκαλεί ήπιες κλινικές εκδηλώσεις. Στους εφήβους και στους ενήλικες, το 30 – 50 % των περιπτώσεων η εικόνα είναι πιο τυπική.
Λοιμώδης Μονοπυρήνωση: Επιπλοκές
- Ελάττωση των λευκών ή ερυθρών αιμοσφαιρίων.
- Αιμολυτική αναιμία (Καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων).
- Καταστολή του μυελού στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων.
- Παράλυση Bell: Παραλύει το προσωπικό νεύρο με αποτέλεσμα την παραμόρφωση του προσώπου.
- Μυοκαρδίτιδα: Προσβολή της καρδιάς από τον ιό.
- Μηνιγγίτιδα ή εγκεφαλίτιδα.
- Σύνδρομο Guillain-Barre: Παραλύουν οι μύες από τα κάτω άκρα προς τα πάνω.
Λοιμώδης Μονοπυρήνωση: Διάγνωση
Η διάγνωση της Λοιμώδους Μονοπυρήνωσης πραγματοποιείται μέσω γενικών εξετάσεων αίματος και επιχρίσματος περιφερικού αίματος, βιοχημικού ελέγχου, αλλά και μια σειρά ανοσολογικών εξετάσεων, όπως monotest, EBNA, IgG, IgM VCA (ειδικό καψιδικό αντιγόνο) και IgG EA (early antigen).
Λοιμώδης Μονοπυρήνωση: Θεραπεία
Η λοιμώδης μονοπυρήνωση δεν απαιτεί ειδική θεραπεία, καθώς είναι αυτοιώμενη νόσος (όπως οι περισσότερες ιώσεις). Χορηγούνται αντιπυρετικά, κατά προτίμηση παρακεταμόλη, για την αντιμετώπιση του πυρετού. Συνιστάται ξεκούραση και πρόσληψη υγρών. Σε σπάνιες περιπτώσεις βαρύτατης συμπτωματολογίας ή επιπλοκών μπορεί να χορηγηθεί κορτιζόνη για μικρό διάστημα. Εάν υπάρχει σπληνομεγαλία, τότε συνιστάται ο ασθενής να αποφεύγει την έντονη καταπόνηση και άσκηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη του οργάνου, έως την πλήρη ανάρρωση του.