Προσοχή! Αν δεχτείτε δάγκωμα από σκύλο, δεν πρέπει να αδιαφορήσετε για το τραύμα.
Επικαιροποιημένες οδηγίες για επαγρύπνηση και ετοιμότητα σε δυνητική έκθεση στον ιό της λύσσας εξέδωσε το υπουργείο Υγείας με εγκύκλιό του προς τις Υγειονομικές Περιφέρειες, τα νοσοκομεία και τους φορείς υγείας.
Οι οδηγίες έχουν ως σκοπό την κατάταξη της επικινδυνότητας των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας καθώς και την επικαιροποίηση στη δοσολογία και τον τρόπο χορήγησης των σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται στην μετεκθεσιακή αντιλυσσική αγωγή, ώστε να επιτυγχάνεται ορθή εκτίμηση κινδύνου και ασφαλής διαχείριση του περιστατικού με εξορθολογισμένη χρήση αντιλυσσικών αγωγών.
Η λύσσα είναι θανατηφόρα ασθένεια των θηλαστικών και του ανθρώπου.
Ο ιός εκκρίνεται στο σάλιο των άρρωστων ζώων και μεταδίδεται κυρίως μέσω του δαγκώματος λυσσασμένου ζώου, συχνότερα σκύλου ή άλλου σαρκοφάγου.
Η λύσσα προλαμβάνεται κατά 100% στον άνθρωπο, με προϋπόθεση την άμεση και κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Παρ’ όλα αυτά, περισσότεροι από 55.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο, κυρίως στην Αφρική και την Ασία.
Τα παιδιά βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς με τα παιχνίδια και την περιέργειά τους έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να δαγκωθούν από σκύλο και μάλιστα πολλαπλές φορές σε ευαίσθητα σημεία του σώματός τους (π.χ. λαιμός ή πρόσωπο).
Λύσσα – Μετάδοση και Συμπτώματα
Ο ιός της Λύσσας ανήκει στο γένος Lyssavirus της οικογένειας Rhabdoviridae.
Όλα τα θερμόαιμα ζώα είναι ευαίσθητα στον ιό της Λύσσας αλλά μόνο τα θηλαστικά είναι φορείς και αποθήκες του ιού στη φύση.
Η ασθένεια μεταδίδεται σχεδόν αποκλειστικά με το δάγκωμα (δήγμα) από μολυσμένα ζώα αλλά έχουν αναφερθεί και άλλοι τρόποι όπως αερογενώς, από τον επιφεφυκότα, από τη στοματική οδό και από μεταμόσχευση κερατοειδούς.
Οι μολυσμένοι σκύλοι είναι η κύρια πηγή μόλυνσης του ανθρώπου.
Ο χρόνος επώασης της ασθένειας, δηλαδή ο χρόνος από το δήγμα μέχρι την εκδήλωση συμπτωμάτων, εξαρτάται από την ηλικία του «θύματος», τη νεύρωση της περιοχής του δήγματος, την απόσταση μεταξύ της περιοχής από τη σπονδυλική στήλη και τον εγκέφαλο, τον τύπο του ιού και το αν έχει προηγηθεί εμβολιασμός κατά του ιού ή όχι.
Ο ιός της Λύσσας δεν εισέρχεται στο αίμα αλλά ταξιδεύει μέσω των νεύρων στη σπονδυλική στήλη και στον εγκέφαλο.
Ο χρόνος επώασης στο σκύλο και στη γάτα είναι μεταξύ 3 και 24 εβδομάδων ενώ στον άνθρωπο μεταξύ 3 εβδομάδων και ενός χρόνου (κατά μέσο όρο 3-6 εβδομάδες).
Αφού φτάσει στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ο ιός ταξιδεύει στον εγκέφαλο όπου εγκαθίσταται σε διάφορες ανατομικές περιοχές. Τα περισσότερα συμπτώματα της νόσου οφείλονται σε εγκεφαλική βλάβη.
Στον άνθρωπο μπορεί να παρατηρηθεί πυρετός, πονοκέφαλος, άγχος, νευρικότητα και υπερευαισθησία στο σημείο του δήγματος. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, παρατηρείται υπερδιέγερση, ανησυχία, υπερκινητικότητα και βίαιη συμπεριφορά.
Μπορεί να εκδηλωθεί υπερβολική σιελόρροια και άρνηση πόσης νερού καθώς προκαλείται σπασμός του φάρυγγα στην προσπάθειά κατάποσης υγρών. Αυτή η κατάσταση είναι αρκετά επώδυνη και είναι γνωστή ως «υδροφοβία».
Μετά από τον πολλαπλασιασμό του στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ο ιός της Λύσσας «κινείται» προς την περιφέρεια μέσω των νεύρων. Επίσης, μεταφέρεται μέσω των εγκεφαλικών νεύρων στους σιελογόνους αδένες από όπου μεταδίδεται σε άλλους οργανισμούς μέσω του δήγματος.
Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά πριν ακόμη ο ιός περάσει στους σιελογόνους αδένες και άρα, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι δυνατό το δάγκωμα του ζώου να μη μεταδώσει τον ιό.
Η ανάρρωση, αφού ο οργανισμός εκδηλώσει συμπτώματα, είναι εξαιρετικά σπάνια. Στον άνθρωπο η ανάρρωση μετά την εκδήλωση κλινικών συμπτωμάτων είναι πιθανή με την παροχή εντατικής θεραπείας και ανοσοθεραπείας.
Καθώς ο αποπροσανατολισμός και η υπερδιέγερση επιδεινώνονται, κάποιοι ασθενείς καταλήγουν ενώ εκδηλώνουν επιληπτικές κρίσεις ενώ κάποιοι άλλοι αναπτύσσουν γενικευμένη παράλυση και καταλήγουν από αδυναμία αναπνοής.
Τα ζώα εκδηλώνουν παρόμοια συμπτωματολογία με αυτή του ανθρώπου.
Η νομοθεσία των περισσότερων χωρών απαιτεί τη στενή παρακολούθηση του ζώου για τουλάχιστον 10 ημέρες μετά το δάγκωμα ανθρώπου καθώς ο ιός, συνήθως, απεκκρίνεται για περίπου 1-5 ημέρες πριν την εκδήλωση των κλινικών συμπτωμάτων.
Λύσσα – Πρόληψη
Τα περισσότερα περιστατικά Λύσσας σε σκύλους και γάτες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ σχετίζονται με εισαγωγή κουταβιών από άλλες χώρες ή με μετάδοση από την άγρια πανίδα.
Για τον έλεγχο της Λύσσας στους σκύλους, ο εμβολιασμός του 70% του πληθυσμού σκύλων, είναι, θεωρητικά, αρκετός.
Η απομάκρυνση όλων των αδέσποτων ζώων δεν είναι επαρκής ενώ η εξουδετέρωση της άγριας πανίδας δεν αποτελεί επιλογή. Για αυτό, όλα τα μέτρα ελέγχου της Λύσσας επικεντρώνονται στον εμβολιασμό των κατοικίδιων και των άγριων ζώων.
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ο εμβολιασμός όλων των σκύλων και γατών είναι υποχρεωτικός από το νόμο.
Ζώα με εμβολιασμένη μητέρα εμβολιάζονται αρχικά στην ηλικία των 3 μηνών ενώ ζώα με ανεμβολίαστη μητέρα μπορούν αν εμβολιαστούν από ηλικία 4 εβδομάδων.
Οι επαναληπτικοί εμβολιασμοί πρέπει να γίνονται ανάλογα με τις οδηγίες της εταιρείας παρασκευής του εμβολίου (συνήθως κάθε 1-3 χρόνια). Η νομοθεσία δεν ορίζει χρονικό διάστημα διάρκειας του εμβολίου σε καμία ευρωπαϊκή χώρα.
Η άγρια πανίδα εμβολιάζεται από το στόμα με εμβόλια που ρίχνονται από αέρος. Ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού της άγριας πανίδας γίνεται με τη δειγματοληψία από νεκρές αλεπούδες σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Πρώτες βοήθειες
Σε περίπτωση δήγματος από ύποπτο ζώο, η περιποίηση του τραύματος πρέπει να είναι επιθετική καθώς το άμεσο και σωστό πλύσιμο έχει φανεί πως μειώνει την πιθανότητα μόλυνσης.
Πλύνετε καλά όλα τα τραύματα με νερό και αρκετό σαπούνι (20% διάλυμα) για τουλάχιστον 15 λεπτά. Για βαθιά τραύματα ξεπλύνετε με νερό υπό πίεση.
Διάλυμα αιθανόλης (οινόπνευμα) 43% ή πυκνότερο καθώς και ιωδιούχα διαλύματα είναι αποτελεσματικά κατά του ιού και μπορούν να τοποθετηθούν στο τραύμα μετά το πλύσιμο ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα πλυσίματος.
Διαλύματα τεταρτοταγούς αμμωνίου 1-4% είναι, επίσης, αποτελεσματικά αλλά τα περισσότερα νοσοκομειακά προϊόντα έχουν συγκέντρωση 0,13%.
Επικοινωνήστε άμεσα με το (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων) ΚΕΕΛΠΝΟ ή με το ΕΚΑΒ για πληροφορίες σχετικά με την περαιτέρω αντιμετώπιση καθώς είναι αναγκαίο να σας χορηγηθεί επειγόντως ανοσοθεραπεία.