Ουρεόπλασμα, μυκόπλασμα και υπογεννητικότητα: Όσα πρέπει να ξέρετε

Ουρεόπλασμα και μυκόπλασμα τι είναι οι μικροοργανισμοί που μολύνουν την ουρογεννητική περιοχή μεγάλου ποσοστού των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών. Πόσο επηρεάζουν τη γονιμότητα και πώς αντιμετωπίζονται;

Ουρεόπλασμα, Μυκόπλασμα και υπογεννητικότητα

Οι μικροοργανισμοί αυτοί μπορούν να προκαλέσουν ουρηθρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, ενδομητρίτιδα και χοριοαμνιονίτιδα (κατά την εγκυμοσύνη), το πιο ανησυχητικό ωστόσο είναι πως τόσο το ουρεόπλασμα όσο και το μυκόπλασμα έχουν ενοχοποιηθεί για περιπτώσεις ανδρικής και γυναικείας υπογονιμότητας, πρόωρης κύησης και αποβολής.

Στις γυναίκες αυτό συμβαίνει γιατί μία μήτρα με μικροοργανισμούς δεν αποτελεί φιλόξενο περιβάλλον για να γονιμοποιηθεί ένα ωάριο. Όσο για τους άνδρες, οι δύο αυτοί μικροοργανισμοί μπορούν να προκαλέσουν μειωμένη κινητικότητα σπέρματος και αυξημένες ανώμαλες μορφές στα σπερματοζωάρια, με αποτέλεσμα ο άνδρας να αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητα’

Ουρεόπλασμα: Τι είναι; Πώς γίνεται η μόλυνση

Tο ουρεόπλασμα είναι ένας  παθογόνος μικροοργανισμός, που αποικίζει τα γεννητικά όργανα.
Η μόλυνση από ουρεόπλασμα γίνεται με άμεση επαφή με πάσχοντα άνθρωπο, κυρίως:
1.  Μέσω συνουσίας ή στοματικού sex (Αποτελεί την κυριότερη οδό μετάδοσης).
2.  Από μολυσμένα κρεβάτια ή στα πλαίσια γυναικολογικής εξέτασης στην οποία δεν έχουν τηρηθεί σχολαστικά οι  σωστοί κανόνες υγιεινής.
3.  Μέσω μολυσμένων μοσχευμάτων.
Τα βρέφη επιμολύνονται κατά τον τοκετό με την διάβασή τους από μολυσμένη γεννητική οδό.
Το ουρεόπλασμα πολλές φορές δεν προκαλεί βλάβες, συμβιώνοντας ομαλά με τον οργανισμό.
Όταν υπάρχουν συμπτώματα, μετά την αρχική μόλυνση αναπτύσσονται τσούξιμο, κνησμός, πόνος, δυσουρία, δυσφορία στην ουρήθρα, εκκρίσεις ουρήθρας, που μπορεί να λεκιάζουν τα εσώρουχα.

Ουρεόπλασμα: Συμπτώματα

Τα συμπτώματα οφείλονται σε ανάπτυξη φλεγμονής (κολπίτιδα, ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα).

Περιστασιακά, η έναρξη είναι πιο οξεία και σοβαρή, με σοβαρή δυσουρία, άφθονες πυώδεις εκκρίσεις, άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος.
Η συμπωματική νόσος μετά τη μόλυνση είναι συχνότερη σε άντρες.
Ανεξαρτήτως συμπτωμάτων μετά την αρχική προσβολή, μπορεί να εμφανιστούν σε ευαίσθητα άτομα μια ποικιλία επιπλοκών όπως:
•      Στειρότητα, υπογονιμότητα
•      Προσβολή αρθρώσεων που μπορεί να είναι αντιδραστική ή να οφείλεται σε άμεση προσβολή της άρθρωσης από το ουρεόπλασμα
•      Υποτροπιάζουσες φλεγμονές γεννητικών οργάνων με αυξημένες εκκρίσεις γεννητικών οργάνων, τσούξιμο, κνησμό
•      Προσβολή καρδιακής βαλβίδας
•      Γενικευμένη ανοσολογική αντίδραση με  επιπεφυκίτιδα, αρθρίτιδα, ουρηθρίτιδα-τραχηλίτιδα, εκτεταμένες βλεννογονοδερματικές βλάβες (σύνδρομο Reiter).
Οι επικίνδυνες επιπλοκές σε άτομα που πάσχουν από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα του ανοσοποιητικού (π.χ. λευχαιμία), είναι συχνότερες και σοβαρότερες. Τα βρέφη που μολύνονται κατά την γέννηση μπορεί να εκδηλώσουν σοβαρή πνευμονοπάθεια.
Σήμερα υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία  με αντιβιοτικά.

Περισσότερα από 20% των νεογέννητων και κυρίως μη τελειόμηνα νεογνά μπορεί να αποικισθούν από Ureaplasma .Ο αποικισμός υποχωρεί συνήθως στους 3 μήνες.

Ουρεόπλασμα: Διάγνωση

Η εξέταση μπορεί να γίνει σε κολπικό-τραχηλικό υγρό, οφθαλμικό υγρό, αίμα, σπέρμα, ούρα, ιστό περιόδου και αμνιακό υγρό, όπου στο εργαστήριο εφαρμόζοντας τη μέθοδο της ποσοτικής PCR να ανιχνεύθει με μεγάλη ευαισθησία  > 95% η ύπαρξη του βακτηρίου Ureaplasma urealyticum στο δείγμα.

Ουρεόπλασμα: Θεραπεία

Η θεραπεία δεν είναι απαραίτητη σε όσους φέρουν το μικρόβιο.

Οι ασθενείς που πάσχουν από ασθένειες που προκαλούνται από το γένος Mycoplasma ή Ureaplasma θα πρέπει να αντιμετωπίζονται θεραπευτικά.
Αντίθετα, ασθενείς που διαπιστώνεται ότι αποίκισαν έναν από τους οργανισμούς αυτούς, αλλά που δεν έχουν κλινικές εκδηλώσεις, δεν απαιτούν θεραπεία.
Λαμβανομένης όμως υπόψη της δυσκολίας για να τεθεί η διάγνωση της παθογόνου λοίμωξης που σχετίζεται με τα μυκοπλάσματα, οι ασθενείς συχνά αντιμετωπίζονται εμπειρικά.

Μυκόπλασμα: Τι είναι;

Τα µυκοπλάσµατα (mycoplasmas) είναι τα μικρότερα και απλούστερα αυτοαναπαραγώµενα βακτήρια. Χαρακτηρίζονται από έλλειψη άκαµπτου κυτταρικού τοιχώματος, σε αντίθεση µε όλα τα υπόλοιπα προκαρυωτικά. Το όνομα μυκόπλασμα προέρχεται από την ελληνική λέξη «μύκητας» και «πλάσμα». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Frank το 1889 επει­δή νόμιζε ότι επρόκειτο για μύκητες, λόγω των κοινών χαρακτηριστικών τους με αυτούς. Το Μ. genitalium απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1980 από τον Tully σε δυο ασθενείς με μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα.

Οκτώ είδη µυκοπλασµάτων έχουν απομονωθεί από το ουρογεννητικό σύστημα. Εξ αυτών, μόνον τα M. Hominis και M. genitalium σχετίζονται αποδεδειγμένα µε λοίμωξη του ουρογεννητικού συστήματος. Οι μικροοργανισμοί αυτοί μολύνουν την ουρογεννητική περιοχή μεγάλου ποσοστού των σεξουαλικά ενεργών ανδρών και γυναικών. Το μυκόπλασμα μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα και ενοχοποιείται για αποβολές. Δεν υπάρχουν απαραίτητα κλινικά συμπτώματα που μαρτυρούν ότι μία γυναίκα ή ένας άνδρας έχουν προσβληθεί από μυκόπλασμα.

Με τη χρήση προφυλακτικού απομακρύνεται ο κίνδυνος μετάδοσής του, καθότι πρόκειται για αμιγώς σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.

Mycoplasma hominis

Το M. hominis μπορεί να αποικίσει το κόλπο των γυναικών και να προκαλέσει πυρετό μετά τον τοκετό ή μετά από έκτρωση, καθώς και φλεγμονώδη νόσο στην πυελική χώρα. Έχει απομονωθεί από το αμνιακό υγρό σε ποσοστό περίπου 30% των γυναικών με ενδοαμνιακές λοιμώξεις και έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται με τις πρόωρες γεννήσεις νεογνών μικρότερων των 33 εβδομάδων. Το M. hominis ενοχοποιείται για τη μη ειδική ή βακτηριακή κολπίτιδα.

Mycoplasma genitalium

Το M. genitalium έχει το μικρότερο γονιδίωμα από όλα τα βακτήρια. Έχει απομονωθεί από άνδρες με ουρηθρίτιδα και γυναίκες με τραχηλίτιδα. Το M. genitalium αποτελεί έναν παθογόνο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο μικροοργανισμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει ουρηθρίτιδα στους άνδρες και στις γυναίκες βλεννοπυώδη τραχηλίτιδα.

Αυτό μπορεί να προκαλέσει συχνά ασυμπτωματική ενδομητρίτιδα και πιθανόν λοίμωξη των σαλπίγγων με αποτέλεσμα έκτοπο κύηση ή στείρωση λόγω σαλπιγγίτιδας. Τέλος ευθύνεται και για την πυελική φλεγμονώδη νόσο στις γυναίκες.

Μυκόπλασμα: Θεραπεία

Εφόσον διαγνωστεί μυκόπλασμα συστήνεται θεραπεία με αντιβίωση, την οποία θα πρέπει να λάβουν και οι δύο σύντροφοι, καθώς οι μικροοργανισμοί αυτοί μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή.

Η εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών ιδιαίτερα σε μακρολίδες, καθιστά την εφαρμογή αντιβιογράμματος απαραίτητη για την αποφυγή θεραπευτικών αποτυχιών.

Εκτός από την αντιβίωση, ένα βασικό μέρος της θεραπείας είναι η αναστολή της σεξουαλικής δραστηριότητας. Οι ασθενείς δεν πρέπει να έχουν σεξουαλικές επαφές έως ότου επιβεβαιωθεί ότι η λοίμωξη έχει θεραπευθεί. Επίσης, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο σεξουαλικός σύντροφος ή οι σύντροφοι του πάσχοντος θα λάβουν θεραπεία.

Στον άνδρα η λοίμωξη από μυκόπλασμα προκαλεί διαταραχές της ποιότητας του σπέρματος, κυρίως μείωση της κινητικότητας και αύξηση των ανώμαλων μορφών των σπερματοζωαρίων.