Παιδική αλλεργία: Διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος

Οι αλλεργίες σε παιδιά κάτω των 2 ετών οφείλονται στην πλειονότητα τους σε τροφές και είναι αντιδραστικού τύπου αντιδράσεις  κυρίως από το δέρμα στην ερεθιστική επίδραση διαφόρων ουσιών.

Σε παιδιά της σχολικής και εφηβικής ηλικίας συναντάμε βρογχικό άσθμα με αλλεργικό υπόστρωμα, κατάσταση που συνήθως μπορεί να συνυπάρχει με αλλεργική ρινίτιδα, επιπεφυκίτιδα και έκζεμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για πιο χρόνιες αλλεργίες, γνωστές και διαγνωσμένες συνήθως καταστάσεις που παρουσιάζουν κορύφωση την άνοιξη, αφενός λόγω της μεταβολής των καιρικών συνθηκών όπως π.χ. συμβαίνει στο έκζεμα, αλλά και της πληθώρας των διαφόρων αεροαλλεργιογόνων στην ατμόσφαιρα κυρίως της γύρης των δέντρων και των λουλουδιών.

Τα αλλεργικά συμπτώματα επηρεάζουν την καθημερινότητα των παιδιών. Για παράδειγμα ένα παιδί με έκζεμα θα έχει χρόνιο έντονο κνησμό και ξηροδερμία, ενώ το παιδί με άσθμα ίσως να μην μπορεί να τρέξει και να παίξει με τους φίλους του.

Τα παιδιά που υποφέρουν από ρινίτιδα  έχουν κακή ποιότητα ύπνου, ενώ παιδιά που έχουν τροφικές αλλεργίες πολλές φορές είναι απόμακρα και δε συμμετέχουν ενεργά στις παιδικές εκδηλώσεις λόγω του άγχους τους εξαιτίας της  πιθανότητας εμφάνισης αναφυλακτικού σοκ.

Κάποια από τα συμπτώματα μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρότερες καταστάσεις , για παράδειγμα, ο κνησμός στο έκζεμα μπορεί να οδηγήσει σε λοιμώξεις του δέρματος, η χρόνια διάρροια σε απώλεια βάρους. Παρόλα αυτά, και τα ηπιότερα συμπτώματα,  όπως καταρροή ή συμφόρηση στη μύτη, επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του παιδιού, προκαλώντας πονοκεφάλους, κακή ποιότητα ύπνου, κακή σχολική επίδοση. Τα παιδιά εμφανίζουν ευερεθιστότητα και κόπωση, καταστάσεις που επηρεάζουν τόσο τα παιδιά όσο και τις οικογένειές τους.

Παιδική αλλεργία: Ορισμός

Αλλεργία είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής αντίδρασης του ανοσοποιτηικού συστήματος σε διάφορες ουσίες (π.χ. γύρεις δένδρων, τροφές) που φυσιολογικά δε θεωρούνται επιβλαβείς για τον οργανισμό.

Μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και το άτομο που την αναπτύσσει δυνατό να μην αντιδρούσε στη συγκεκριμένη ουσία προηγουμένως.Το ανοσολογικό σύστημα έχει καθοριστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού. Παρέχει τη δυνατότητα στον οργανισμό να αναγνωρίζει διάφορους παράγοντες που δυνατόν να τον βλάψουν, όπως μικρόβια και ιούς και να αναπτύσσει αμυντικούς αντιδραστικούς μηχανισμούς (π.χ. αντισώματα, κυτταρικοί μηχανισμοί), που θα του παρέχουν προστασία έναντι αυτών.Επιπλέον αναγνωρίζει τις αβλαβείς ουσίες ως αθώες και αναπτύσσει κατάλληλους μηχανισμούς ανοχής ώστε να μην αντιδρά όταν έρχεται σε επαφή με αυτές.

Άτομα με αλλεργία εμφανίζουν διαταραχή στους μηχανισμούς ανοχής, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνουν ως επιβλαβείς κάποιες ουσίες οι οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες θεωρούνται αβλαβείς και να υπεραντιδρούν σε αυτές. Οι παράγοντες και οι μηχανισμοί που διαταράσσουν τη φυσιολογική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και την εκτροπή του προς τις αλλεργίες δεν έχουν πλήρως αποσαφηνισθεί, ενώ καθοριστικό ρόλoφαίνεται να έχει η αλληλεπίδραση γενετικών (κληρονομικών) και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Παιδική αλλεργία: Αλλεργικές παθήσεις και συμπτώματα

1 . Αλλεργική ρινίτιδα: Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Τα συχνότερα συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται είναι η ρινική καταρροή (διαυγής έκκριση) και συμφόρηση (μπούκωμα), τα φταρνίσματα και η φαγούρα στη μύτη.

Αν και τα συμπτώματα αυτά μοιάζουν πολύ με εκείνα του κοινού κρυολογήματος , τα παιδιά με αλλεργική ρινίτιδα συνήθως δεν παρουσιάζουν πυρετό και κιτρινοπράσινες εκκρίσεις. Ορισμένες φορές μπορεί μαζί με τα ρινικά συμπτώματα να υπάρχει αίσθημα φαγούρας στον ουρανίσκο του στόματος ή τα αυτιά, ή να συνυπάρχουν συμπτώματα από τα μάτια όπως κοκκίνισμα, φαγούρα και δακρύρροια οπότε μιλάμε για αλλεργική ρινο-επιπεφυκίτιδα.

Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να είναι εποχική ή τα συμπτώματα να υπάρχουν ομόχρονα, ανάλογα με τα εμπλεκόμενα αλλεργιογόνα. Για την εποχική μορφή συνήθως τα αίτια είναι οι γύρεις δέντρων και φυτών (π.χ ελιά την άνοιξη, γρασίδι το καλοκαίρι ) ενώ αλλεργιογόνα από τα ακάρεα και τα κατοικίδια ζώα μπορεί να προκαλούν συμπτώματα ολόκληρο τον χρόνο. Ένα σημαντικό ποσοστό (μέχρι και 60%) ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα έχει και άσθμα.

2 . Αλλεργική επιπεφυκίτιδα: Τα κύρια συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται είναι η ερυθρότητα και φαγούρα στα μάτια, και η δακρύρροια. Συχνά παρατηρείται και οίδημα (φούσκωμα) των βλεφάρων. Όπως και η αλλεργική ρινίτιδα, οφείλεται κυρίως σε αεροαλλεργιογόνα και ανάλογα με το αίτιο μπορεί να εμφανίζει εποχική ή χρόνια μορφή. Σε σοβαρές μορφές μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όρασης.

3 . Αλλεργικό άσθμα: Το άσθμα αποτελεί τη συχνότερη χρόνια πάθηση της παιδικής ηλικίας και εκδηλώνεται με διαφορετικούς τύπους. Το αλλεργικό άσθμα είναι η κλινική μορφή του άσθματος που οφείλεται στον ερεθισμό των βρόγχων από την έκθεση σε εισπνεόμενα αεροαλλεργιογόνα. Η χρόνια φλεγμονή (ερεθισμός) των βρόγχων οδηγεί σε στένωση του αυλού τους και δυσκολία στη ροή του διερχόμενου αέρα μέσα και έξω από το βρογχικό δέντρο. Τα συνήθη συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται το άσθμα είναι ο βήχας , ο συριγμός (ήχος σα σφύριγμα στο στήθος), η δύσπνοια (δυσκολία στην αναπνοή) και το αίσθημα σύσφιξης ή πόνου στο στήθος.
Οι υπερευαίσθητοι βρόγχοι των ασθματικών παιδιών μπορεί να αντιδρούν και σε μη αλλεργιογόνους παράγοντες όπως ο καπνός του τσιγάρου, οι μεταβολές της θερμοκρασίας και υγρασίας, οι έντονες μυρωδιές κ.α. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, ενώ το άσθμα σπάνια γίνεται απειλητικό για τη ζωή.
Αρκετά βρέφη και παιδιά προσχολικής ηλικίας, που παρουσιάζουν στα πρώτα χρόνια της ζωής υποτροπιάζοντα επεισόδια βήχα και συριγμού με την ευκαιρία λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού (κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες) δεν αναπτύσσουν στη συνέχεια αλλεργικό άσθμα

4 . Ατοπική δερματίτιδα – έκζεμα: Η ατοπική δερματίτιδα ή έκζεμα είναι μια από τις πιο συχνές μη-μεταδοτικές παθήσεις του δέρματος και μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Εμφανίζεται συχνότερα σε βρέφη και μικρά παιδιά, παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις και σε πολλούς ασθενείς υποχωρεί με την πρόοδο της ηλικίας. Αν και τα ακριβή αίτια που την προκαλούν δεν είναι γνωστά, η κληρονομικότητα παίζει καθοριστικό ρόλο ενώ διάφοροι παράγοντες όπως αλλεργιογόνα (π.χ. τροφικά, αεροαλλεργιογόνα), ερεθιστικές ουσίες (π.χ. καλλυντικά, συνθετικά ρούχα), μεταβολές θερμοκρασίας και υγρασίας, λοιμώξεις, και έντονο στρες μπορεί να συμβάλουν στην έξαρση των συμπτωμάτων. Αν και πολλοί γονείς τείνουν να ενοχοποιούν τροφικά αλλεργιογόνα (π.χ. γάλα, αυγό) ως κύρια εκλυτικά αίτια, στην πραγματικότητα οι τροφές με εξαίρεση ίσως τους πρώτους μήνες ζωής, σπάνια ευθύνονται για την έξαρση των συμπτωμάτων.

Οι δερματικές βλάβες χαρακτηρίζονται συνήθως από έντονη φαγούρα, κνησμό, κοκκίνισμα, ξηρότητα και ξεφλούδισμα της επιδερμίδας. Στα βρέφη, οι εκζεματικές βλάβες εμφανίζονται κυρίως στα μάγουλα, το κεφάλι και τις εκτατικές επιφάνειες του σώματος, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά εντοπίζονται κυρίως στις καμπτικές επιφάνειες (π.χ. πίσω από άγκωνες και γόνατα). Το ανεξέλεγκτο ξύσιμο προδιαθέτει συχνά σε επιμόλυνση των βλαβών. Μερικές φορές τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα που επηρεάζουν τον ύπνο και την απόδοση του παιδιού στο σχολείο , για αυτό και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης είναι απαραίτητη.

5 . Τροφική αλλεργία: Η τροφική αλλεργία είναι συχνότερη στα πρώτα χρόνια της ζωής, μπορεί όμως να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Παρά το ότι 20-35% των γονιών αναφέρει ότι το παιδί του έχει τροφική αλλεργία, στην πραγματικότητα η συχνότητά της δεν ξεπερνά το 6-8%. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι πολλοί γονείς θεωρούν οποιαδήποτε ανεπιθύμητη ενέργεια που προέρχεται από τις τροφές ως αλλεργία, ενώ ως τροφική αλλεργία ορίζεται μόνον η αντίδραση υπερευαισθησίας στις τροφές, η οποία διέπεται από ανοσολογικό μηχανισμό. Το γάλα αγελάδας και το αυγό αποτελούν παγκοσμίως τα δύο συχνότερα αίτια τροφικής αλλεργίας στα παιδιά και ακολουθούν το σιτάρι, η σόγια, οι ξηροί καρποί, το ψάρι και τα άλλα θαλασσινά και ορισμένα φρούτα και λαχανικά. Τα περισσότερα παιδιά (80-90%) με αλλεργία στο γάλα ή το αυγό θα ξεπεράσουν το πρόβλημα τους μέχρι την είσοδό τους στο δημοτικό, ενώ η αλλεργία στους ξηρούς καρπούς και το ψάρι συνήθως παραμένει σε όλη τη ζωή.

6 . Κνίδωση – αγγειοοίδημα: Η κνίδωση είναι η παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από δερματικές βλάβες, σαν αυτές που παρατηρούνται όταν το δέρμα έρθει σε επαφή με το φυτό τσουκνίδα. Οι βλάβες προβάλλουν κυρίως ως ερύθημα (κοκκίνισμα), που στο κέντρο του υπάρχει λευκάζουσα επηρμένη περιοχή (πομφός). Μπορεί να συρρέουν κατά περιοχές και να σχηματίζουν πλάκες, έχουν μεταναστευτικό χαρακτήρα, εξαφανίζονται με την πίεση και συνήθως διαρκούν λίγες ώρες. Συνοδεύονται από έντονη φαγούρα και κνησμό, όμως υπάρχει πιθανότητα να συνυπάρχει καύσος ή άλγος. Στο αγγειοοίδημα επηρεάζονται οι βαθύτερες στοιβάδες του δέρματος και παρατηρείται χαρακτηριστικό φούσκωμα. Συχνότερα εμφανίζεται στο πρόσωπο (χείλη, βλέφαρα), ενώ γίνεται απειλητικό για τη ζωή όταν προσβάλει τη γλώσσα και το λάρυγγα του παιδιού..

7 . Αναφυλαξία: Αναφυλαξία είναι η πιο σοβαρή και επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενή μορφή αλλεργικής αντίδρασης η οποία αν δεν αναγνωρισθεί και αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο. Τροφικά αλλεργιογόνα (π.χ. ξηροί καρποί, γάλα, ψάρι), φάρμακα (π.χ. πενικιλίνη, μυοχαλαρωτικά αναισθητικά) τσιμπήματα από έντομα (π.χ. μέλισσα, σφήκα), και έκθεση σε φυσικό λάστιχο (Latex) αποτελούν τα συχνότερα αίτια αναφυλαξίας. Ορισμένες φορές μπορεί να προκληθεί μετά από άσκηση σε συνδυασμό ή όχι με κάποιο τροφικό αλλεργιογόνο (π.χ. σιτάρι). Όταν δεν ανευρίσκεται αιτιολογικός παράγοντας καλείται ιδιοπαθής αναφυλαξία.
Συνήθως εκδηλώνεται μέσα σε λίγα λεπτά από την έκθεση στο υπεύθυνο αλλεργιογόνο με συμπτώματα από διάφορα συστήματα του οργανισμού, ενώ μερικές φορές παρουσιάζει διφασική πορεία με τα συμπτώματα να επανεμφανίζονται σε λίγες ώρες. Πιο ανησυχητικά είναι τα σημεία από το αναπνευστικό (βρογχόσπασμος, οίδημα λάρυγγα, δύσπνοια) και το κυκλοφορικό (πτώση πίεσης, απώλεια αισθήσεων), που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιοαναπνευστική ανακοπή (αλλεργικό σοκ).

Τα συχνότερα συμπτώματα και σημεία που μπορεί να παρουσιάσει ο ασθενής με αναφυλαξία από τα διάφορα συστήματα είναι:
Δέρμα: διάχυτη ερυθρότητα, φαγούρα, κνησμό, κνίδωση, αγγειοοίδημα
Αναπνευστικό: ρινική καταρροή, βήχα, βράχνιασμα φωνής, δυσκολία στην αναπνοή
Γαστρεντερικό: κοιλιακό άλγος , ναυτία έμετο, διάρροια
Κυκλοφορικό: ταχυκαρδία, πτώση πίεσης, τάση λιποθυμίας, απώλεια αισθήσεων

Ευτυχώς η αναφυλαξία δεν είναι συχνό φαινόμενο, όμως άτομα που έπαθαν μια φορά αναφυλαξία έχουν αυξημένο κίνδυνο να την εμφανίσουν ξανά.

8 . Φαρμακευτική αλλεργία: Τα συχνότερα φάρμακα που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις στα παιδιά είναι τα αντιβιοτικά (π.χ. πενικιλίνες, κεφαλοσπορίνες) και τα μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (π.χ. ιβουπροφένη, δικλοφενάκη τα οποία χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά και παυσίπονα). Η αντίδραση στα φάρμακα μπορεί να είναι άμεση (μέσα σε 1ώρα) ή επιβραδυνόμενη, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της έκθεσης στον φαρμακευτικό παράγοντα και στην εμφάνιση των συμπτωμάτων. Στις ήπιες άμεσες αντιδράσεις συνήθως προέχουν το κνιδωτικό εξάνθημα και το αγγειοίοδημα, ενώ στις βαριές η επιδείνωση της κατάστασης του ασθενή είναι ραγδαία με εκδήλωση σοβαρής συστηματικής αναφυλαξίας (αλλεργικό σοκ). Στις επιβραδυνόμενες αντιδράσεις, η συχνότερη μορφή είναι τα δερματικά εξανθήματα, που τα περισσότερα μοιάζουν με το εξάνθημα της ιλαράς . Μπορεί να εμφανισθούν ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας και κατά κανόνα δεν είναι επικίνδυνα.

9 . Αλλεργία στα υμενόπτερα: Στα υμενόπτερα ανήκουν η μέλισσα και τα διάφορα είδη σφηκών και το δηλητήριό τους αποτελεί ισχυρό αλλεργιογόνο για ορισμένα άτομα. Οι αλλεργικές αντιδράσεις στο τσίμπημα των υμενόπτερων μπορεί να είναι μεγάλες τοπικές (κοκκίνισμα, πρήξιμο και πόνος στο σημείο γύρω από το τσίμπημα), ήπιες συστηματικές (κνίδωση), μέχρι πολύ σοβαρές συστηματικές (αναφυλαξία), που δυνατόν να απειλήσουν και την ζωή.

Παιδική αλλεργία: Θεραπείες

Φαρμακευτική αντιμετώπιση
Ανάλογα με την αλλεργική πάθηση και τη βαρύτητά της χορηγείται και η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η οποία μπορεί να είναι μακροχρόνια. Οι ασθενείς και ιδιαίτερα αυτοί με συχνά και σοβαρά συμπτώματα, πρέπει να έχουν πάντοτε μαζί τους τα φάρμακα τους και να τα χρησιμοποιούν με βάση τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Σε οξείες και σοβαρές αντιδράσεις (π.χ. αναφυλαξία, ασθματική κρίση) μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή και παρακολούθηση σε ιατρικό κέντρο.
Πλύσεις με φυσιολογικό ορό στην μύτη, αντιισταμινικά και ενδορινικά κορτιζονούχα σπρέι αποτελούν το βασικό άξονα αντιμετώπισης της αλλεργικής ρινίτιδας. Στην αλλεργική επιπεφυκίτιδα μπορεί να χορηγηθούν ειδικά οφθαλμικά κολλύρια.
Για τον έλεγχο του άσθματος χορηγούνται εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα (εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και αντιλευκοτριένια) ενώ στις εξάρσεις μπορεί να δοθούν και κορτικοστεροειδή από το στόμα.
Στην αντιμετώπιση του εκζέματος, μείζονα σημασία έχει η συστηματική χρήση ενυδατικών σαπουνιών και κρεμών για καλύτερη ενυδάτωση του δέρματος. Στις εξάρσεις συνήθως χρησιμοποιούνται τοπικές κορτιζονούχες κρέμες για λίγες μέρες, ενώ όταν υπάρχει μικροβιακή επιμόλυνση χορηγείται αντισηπτική και αντιβιοτική αγωγή.
Στην κνίδωση, τα αντιισταμινικά αποτελούν το φάρμακο εκλογής, ενώ κορτικοστεροειδή από το στόμα μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε επιλεγμένες περιπτώσεις για λίγες μέρες.
Στην αντιμετώπιση ήπιων άμεσων αλλεργικών αντιδράσεων (π.χ. από τροφικά αλλεργιογόνα, φάρμακα, τσιμπήματα εντόμων) χορηγούνται αντιισταμινικά.
Σε περίπτωση σοβαρών αντιδράσεων (αναφυλαξίας) και αναφυλακτικού σοκ πρέπει να χορηγείται άμεσα ενέσιμη αδρεναλίνη και ο ασθενής να μεταφέρεται για παρακολούθηση στο πλησιέστερο ιατρικό κέντρο.

Ανοσοθεραπεία
Η ανοσοθεραπεία αποτελεί την κύρια μέθοδο για την αντιμετώπιση της σοβαρής αλλεργίας στα υμενόπτερα. Επιπλέον μπορεί να εφαρμοσθεί με επιτυχία σε κάποια παιδιά με αλλεργική ρινίτιδα ή άσθμα και ευαισθητοποίηση σε ορισμένα αεροαλλεργιογόνα. Στόχος της θεραπείας αυτής, είναι η προοδευτικά αυξανόμενη χορήγηση του αλλεργιογόνου στο παιδί, είτε με μορφή ενέσεων (εμβολίων) είτε από του στόματος (υπογλώσσια ανοσοθεραπεία) έτσι ώστε ο οργανισμός να αποκτήσει ανοχή και να μην υπεραντιδρά στο συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Συνήθως χορηγείται για 3 με 5 χρόνια και μπορεί να συμβάλει στην πλήρη υποχώρηση της αλλεργίας.