Η νέα μετάλλαξη κορονοϊού Κράκεν είναι η πιο μεταδοτική που έχει βρεθεί και κινδυνεύουν όλοι να κολλήσουν. Ακόμη και όσοι έχουν κολλήσει πρόσφατα και είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχουν όσοι δεν έχουν μολυνθεί πρόσφατα ή δεν έχουν λάβει το δισθενές αναμνηστικό εμβόλιο, σύμφωνα με την Paula Cannon, ιολόγο στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
Αντίστοιχη ανησυχία έχει εκφράσει και η Maria Van Kerkhove, τεχνική επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, καθώς φαίνεται ότι η XBB.1.5 είναι η πιο μεταδοτική υποπαραλλαγή που έχει ανιχνευθεί.
Συνοψίζοντας τα νεότερα δεδομένα σχετικά με την επικράτηση της νέας υποπαραλλαγής XBB.1.5, οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (καθηγήτρια Θεραπευτικής, Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ), αναφέρουν ότι εξαπλώνεται γρήγορα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Tην περασμένη εβδομάδα αντιπροσώπευε το 27,6% των περιπτώσεων COVID-19 στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ. Το στέλεχος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στις βορειοανατολικές περιοχές, όπου αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 70% των περιπτώσεων της λοίμωξης. Σημειώνεται, ότι τον Δεκέμβριο του 2022 το νέο στέλεχος XBB.1.5 ήταν υπεύθυνο για μόλις το 1% των περιπτώσεων COVID-19 στις ΗΠΑ.
Συμπτώματα λοίμωξης
Όπως σημειώνουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ, η αυξημένη μεταδοτικότητα δεν σημαίνει ότι τα συμπτώματα που προκαλεί το συγκεκριμένο στέλεχος είναι πιο σοβαρά συγκριτικά με προηγούμενες παραλλαγές. Προς το παρόν, τα συμπτώματα της λοίμωξης φαίνεται να είναι αντίστοιχα με τις προηγούμενες υποπαραλλαγές του στελέχους Όμικρον, αν και είναι λιγότερο συνηθισμένη η απώλεια της γεύσης ή και της όσφρησης, σε αντίθεση με τις παλαιότερες υποπαραλλαγές του Όμικρον.
Η πιθανότητα η νέα υποπαραλλαγή να προκαλέσει οξύαιχμο επιδημιολογικό κύμα λοιμώξεων COVID-19 σε μία κοινότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το επίπεδο της συλλογικής ανοσίας, οι ανθρώπινες δραστηριότητες και τα μέτρα πρόληψης της μετάδοσης του ιού, π.χ. η χρήση μάσκας, όπως τονίζουν οι καθηγητές. Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι τα μέτρα πρόληψης της μετάδοσης ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικά, δεδομένης και της έξαρσης του ιού της γρίπης αλλά του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV).
Πότε φεύγουν τα περισσότερα συμπτώματα μακράς Covid-19
Τα πιο πολλά συμπτώματα που εμφανίζονται μετά από ήπια λοίμωξη Covid-19, επιμένουν για αρκετούς μήνες, αλλά έχουν πια φύγει ύστερα από ένα έτος και η κατάσταση του ασθενούς έχει πλέον επιστρέψει σε φυσιολογική, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη ισραηλινή επιστημονική έρευνα. Ιδίως οι εμβολιασμένοι έχουν μικρότερο κίνδυνο για μακρόχρονες αναπνευστικές δυσκολίες – το συχνότερο πρόβλημα μετά από ήπια λοίμωξη – σε σύγκριση με τους ανεμβολίαστους.
Ως μακρά θεωρείται η Covid-19, όταν τα συμπτώματα διαρκούν για περισσότερες από τέσσερις εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη. Τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι μολονότι η μακρά Covid-19 αποτελεί μια επίφοβη πραγματικότητα, η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων των ασθενών με ήπια Covid-19 δεν υποφέρουν από σοβαρά συμπτώματα σε βάθος χρόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Μαϊτάλ Μπίβας-Μπενίτα του Ινστιτούτου Ερευνών ΚΙ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ (British Medical Journal), ανέλυσαν ιατρικά στοιχεία για σχεδόν δύο εκατομμύρια άτομα. Αποκλείστηκαν άνθρωποι που είχαν εισαχθεί σε νοσοκομεία λόγω σοβαρότερης Covid-19.
Σε σύγκριση με όσους δεν είχαν μολυνθεί από κορονοϊό, εκείνοι με ήπια λοίμωξη Covid-19 είχαν κατά μέσο όρο 4,5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα για απώλεια όσφρησης ή/και γεύσης. Σε βάθος χρόνου ενός έτους μετά την αρχική λοίμωξη, τα συνηθέστερα επίμονα συμπτώματα ήσαν η αίσθηση σωματικής αδυναμίας και οι δυσκολίες στην αναπνοή. Μικρές ήσαν οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, ενώ τα παιδιά είχαν μικρότερη πιθανότητα επίμονων συμπτωμάτων σε σχέση με τους ενήλικες.
“Η μελέτη μας δείχνει ότι οι ασθενείς με ήπια Covid-19 αντιμετωπίζουν κίνδυνο για ένα μικρό αριθμό συμπτωμάτων στη συνέχεια, αλλά τα περισσότερα από αυτά έχουν φύγει μέσα σε ένα έτος από την αρχική διάγνωση. Είναι σημαντικό ότι ο κίνδυνος για επίμονη δύσπνοια είναι μειωμένος στους εμβολιασμένους σε σχέση με τους ανεμβολίαστους”, τόνισαν οι ερευνητές.