Από το ξέσπασμα της πανδημίας και την επιβολή των περιοριστικών μέτρων, αυτό που είχαν παρατηρήσει οι παιδίατροι ήταν μια καθυστέρηση στους εμβολιασμούς ρουτίνας των παιδιών. Από νωρίς η επιστημονική κοινότητα τόνιζε ότι οι γονείς δεν θα πρέπει να αμελούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους και ότι τηρώντας τα ατομικά μέτρα προστασίας για τον κορονοϊό, δεν θα πρέπει να έχουν καμία ανασφάλεια για την επίσκεψή τους στον παιδίατρο.
Καθώς λοιπόν επανέρχεται σταδιακά η κανονικότητα, ανοίγει και το πλαίσιο για την ολοκλήρωση πιθανών εκκρεμοτήτων που λόγω των συνθηκών της πανδημίας ίσως να είχαν μείνει πίσω.
Μέσα σε αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο έγκαιρος εμβολιασμός των παιδιών, με εμβόλια που ο παιδίατρος είχε ήδη προτείνει (πχ Πνευμονιόκοκκου, Μηνιγγίτιδας, Ανεμοβλογιάς κλπ) και λόγω των περιοριστικών μέτρων ίσως είχαν αναβληθεί.
Στο παραπάνω συνηγορεί τα πρόσφατο δελτίο τύπου της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας (Μάρτιος 2021) το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η πανδημία του COVID-19, έχει ως γνωστόν επηρεάσει πολλούς τομείς της κοινωνίας μας. Φαίνεται λοιπόν ότι μεταξύ άλλων έχει δημιουργήσει τεράστιο κενό και στους εμβολιασμούς ρουτίνας παιδιών και εφήβων.», καταλήγοντας ότι
«…αν δεν δράσουμε άμεσα, θα εμφανισθούν παλιά (ξεχασμένα) λοιμώδη νοσήματα, όπως ιλαρά, κοκίτης, μηνιγγίτιδα κλπ. Το πρόβλημα θα είναι πιο έντονο για τη μηνιγγίτιδα Β, που η κάλυψη είχε φθάσει στο 40%».
Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι πρέπει να υπάρξει ανάληψη δράσης για να καλυφθούν τα -όποια- κενά έχουν διαμορφωθεί στην εμβολιαστική κάλυψη των παιδιών καθώς και ιδιαίτερη προσοχή στον εμβολιασμό έναντι μηνιγγίτιδας Β, η οποία συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί περίπου το 80% των περιστατικών μηνιγγίτιδας ή σηψαιμίας από μηνιγγιτιδόκοκκο στην Ελλάδα.
Η τελευταία αυτή μέριμνα θεωρείται πολύ σημαντική καθώς η μηνιγγίτιδα Β αποτελεί μια ιδιαίτερα επικίνδυνη νόσο η οποία δεν κάνει διακρίσεις καθώς προσβάλλει μωράκια, νήπια και νεαρούς ενήλικες, εξελίσσεται ταχύτατα και μέσα σε 24 μόλις ώρες μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αναπηρίες ή να οδηγήσει ακόμα και σε θάνατο. Περίπου 1 στα 5 περιστατικά μηνιγγίτιδας μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές, όπως μόνιμες αναπηρίες ή βλάβες.
Οι γονείς λοιπόν όταν επισκεφτούν τον παιδίατρό τους, καλό θα είναι να ενημερωθούν για τη μηνιγγίτιδα Β και την σημασία της πρόληψης.
Σημειώνεται ότι οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να προσβληθεί από τη Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο με τα βρέφη και τα νήπια να αποτελούν τις πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες και ακολουθούν οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες.
Ο εμβολιασμός αποτελεί τη μόνη ουσιαστική πρόληψη έναντι της μηνιγγίτιδας Β, δεδομένου ότι 1 στους 10 ενήλικες φέρει το βακτήριο ασυμπτωματικά και μπορεί να μεταδώσει τη νόσο σε νεαρά μέλη της οικογένειας του, μέσω καθημερινών συνηθειών όπως το φιλί, ο βήχας και το φτάρνισμα.
Η νόσος
Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, καθώς μπορεί να εξελιχθεί ραγδαία και να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο.
Στα αρχικά στάδια της νόσου τα συμπτώματα ομοιάζουν με αυτά της απλής ίωσης, δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ένα απλό κρυολόγημα που «θα περάσει γρήγορα», ωστόσο εξελίσσεται ραγδαία.
Τα συμπτώματα αυτά είναι: υψηλός πυρετός, πονοκέφαλος, έμετος καθώς και τα πιο ειδικά όπως η αυχενική δυσκαμψία, η φωτοφοβία και το αιμορραγικό εξάνθημα.
Ο μοναδικός τρόπος για την αποτελεσματική και ασφαλή πρόληψη της Μηνιγγίτιδας Β, είναι η έγκαιρη έναρξη και ολοκλήρωση του εμβολιασμού των παιδιών, ο οποίος δύναται να ξεκινήσει από την ηλικία των 2 μηνών και άνω. Ο εμβολιασμός κατά των υπόλοιπων τύπων μηνιγγίτιδας, είναι επίσης απαραίτητος, ωστόσο δεν προστατεύει τα παιδιά από την μηνιγγίτιδα τύπου Β.