Η εξέταση τεστ Παπανικολάου αποτελεί ίσως την πιο φημισμένη εξέταση πρόληψης στην ιατρική και όχι άδικα, δεδομένου ότι η συμβολή του στη διάγνωση προκαρκινικών και καρκινικών καταστάσεων του τραχήλου της μήτρας είναι τεράστια.
Το τεστ Παπανικολάου πρέπει να ξεκινάει ένα χρόνο μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή της γυναίκας και μέχρι την ηλικία των 65 ετών. Σε περίπτωση που είναι φυσιολογικό ,πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Αν όμως διαπιστωθεί κάποια ανωμαλία, τότε συνήθως ακολουθεί η κολποσκόπηση και ο γυναικολόγος θα συστήσει κάθε πότε πρέπει να επαναλαμβάνεται το τεστ Παπανικολάου.
Σε γυναίκες στη λοχεία η λήψη του τεστ Παπανικολάου ενδείκνυται 6 έως 8 εβδομάδες μετά τον τοκετό για λόγους που σχετίζονται με την ιστολογική αναδόμηση του τραχήλου.
Τεστ Παπανικολάου: Πώς πραγματοποιείται η εξέταση;
Η γυναίκα κάθεται στη γυναικολογική καρέκλα σε θέση γυναικολογικής εξέτασης .Μετά την μακροσκοπική επισκόπηση του αιδοίου επιλέγεται ο κατάλληλος κολποδιαστολέας. Χρησιμοποιώντας μια ειδική σπάτουλα λαμβάνονται κύτταρα από το μέσα τμήμα του κόλπου και από το τμήμα του τραχήλου που προβάλλει εντός του κόλπου, ενώ με ένα βουρτσάκι λαμβάνονται κύτταρα από το κανάλι του τραχήλου. Τα κύτταρα που έχουν ληφθεί εξετάζονται στη συνέχεια από τον κυτταρολόγο. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν στοιχεία φλεγμονής όπως για παράδειγμα τριχομονάδες ή άλλοι μικροοργανισμοί και, το σπουδαιότερο να ανιχνευτούν ανώμαλα κύτταρα ,τα οποία, εφόσον δε θεραπευτούν ,ενδέχεται να εξελιχθούν έπειτα από χρόνια σε κακοήθεια, όπως και κύτταρα μολυσμένα από ιούς με πιθανή καρκινογενετική δράση( ιοί HPV).
Τεστ Παπανικολάου: Χρειάζεται κάποια προετοιμασία για την εξέταση;
Απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοπιστία των ευρημάτων είναι :
- Το τεστ Παπανικολάου δεν πρέπει να λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως(περίοδο).
- Τις τελευταίες 48 ώρες πριν τη λήψη του τεστ Παπανικολάου οι γυναίκες πρέπει να αποφεύγουν τις κολπικές πλύσεις, τη χρήση κολπικών φαρμακευτικών σκευασμάτων ,ενώ το βράδυ της προηγούμενης μέρας πρέπει να αποφεύγεται η σεξουαλική επαφή.
Τεστ Παπανικολάου: Ποια είναι τα επόμενα βήματα, εάν το αποτέλεσμα είναι μη φυσιολογικό;
Η επόμενη ενέργεια μετά από ένα παθολογικό τεστ Παπανικολάου είναι να γίνει έλεγχος με κολποσκόπηση. Ο κολποσκοπικός έλεγχος έχει σκοπό να καθορίσει τη θέση και την έκταση της βλάβης και ανάλογα με τα αποτελέσματα της κολποσκόπησης μπορεί να συσταθεί είτε επανάληψη του τεστ Παπανικολάου σε 6 μήνες είτε λήψη βιοψίας ώστε να καθοριστεί με ακρίβεια η βαρύτητα της αλλοίωσης και να σχεδιαστεί το πλάνο αντιμετώπισης.
- Αν η βιοψία είναι αρνητική για οποιαδήποτε αλλοίωση ,προτείνεται η παρακολούθηση της γυναίκας με τεστ Παπανικολάου ανά 6 μήνες. Αν και τα δύο επόμενα τεστ είναι αρνητικά , η γυναίκα επαναλαμβάνει το τεστ Παπανικολάου ανά έτος.
- Αν η βιοψία δείξει απλή λοίμωξη HPV ή CIN -1, προτείνεται παρακολούθηση με τεστ Παπανικολάου ανά 6 μήνες. Αν και στα επόμενα δύο τεστ οι αλλοιώσεις παραμένουν , η κατάσταση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάποια από τις διαθέσιμες μεθόδους «καταστροφής». Η πιο αποτελεσματική από τις μεθόδους της κατηγορίας αυτής είναι η εφαρμογή laser.
- Αν η βιοψία δείξει βλάβες CIN-2 ή CIN-3 απαιτείται η εφαρμογή μιας από τις «αφαιρετικές» μεθόδους( αφαιρείται τμήμα του τραχήλου που περιλαμβάνει τη βλάβη). Τέτοιες μέθοδοι είναι η κωνοειδής εκτομή (κόβεται ένα κώνος από τον τράχηλο) , η εκτομή με χρήση μια ειδικής αγκύλης διαθερμίας ( LLETZ) και τέλος, η υστερεκτομία , δηλαδή η αφαίρεση της μήτρας , η οποία ως μέθοδος προτιμάται σε μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες.