Βιταμίνη Κ: Ποιοι εμφανίζουν ανεπάρκεια – Οφέλη και Κύριες Πηγές

Η βιταμίνη Κ αποτελεί μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που τη βρίσκουμε σε αρκετά τρόφιμα. Ο όρος «βιταμίνη Κ» στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε μια οικογένεια ενώσεων με κοινή χημική δομή. Αυτές οι ενώσεις περιλαμβάνουν τη φυλλοκινόνη (βιταμίνη Κ1) και τις μετακινόνες (βιταμίνη Κ2).

  • Η βιταμίνη Κ1 βρίσκεται κυρίως στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά και αποτελεί την κύρια διαιτητική πηγή της βιταμίνης Κ. Η μορφή αυτή της βιταμίνης Κ συμμετέχει στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης και θεωρείται ότι αποτελεί τη «φυτική μορφή» της.
  • Η βιταμίνη Κ2 συντίθεται κυρίως από εντερικά βακτήρια και απορροφάται σε μικρό βαθμό από το παχύ έντερο. Μπορεί επίσης να βρεθεί σε μικρές ποσότητες σε ζωικά τρόφιμα ή τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση.

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες λιποδιαλυτές βιταμίνες (Α, D, E), η βιταμίνη Κ κυκλοφορεί σε μικρές ποσότητες στο αίμα, καθώς μεταβολίζεται πολύ γρήγορα και στη συνέχεια αποβάλλεται. Αυτό σημαίνει ότι όταν προσλαμβάνουμε τη βιταμίνη Κ1, στο σώμα μας διατηρείται μόλις το 30% με 40%, ενώ το υπόλοιπο 60 με 70% αποβάλλεται μέσω των ούρων και των κοπράνων.

Βιταμίνη Κ: Λειτουργίες και Οφέλη

Η βιταμίνη Κ είναι απαραίτητη για τη σύνθεση πρωτεϊνών που εμπλέκονται στην πήξη του αίματος και στο μεταβολισμό των οστών, καθώς σε και άλλες φυσιολογικές λειτουργίες. Μια από τις πιο γνωστές πρωτεΐνες που εξαρτάται από τη δράση της βιταμίνης Κ  και εμπλέκεται άμεσα στην πήξη του αίματος είναι η προθρομβίνη (παράγοντας πήξης II). Η οστεολκασίνη είναι μια άλλη εξαρτώμενη από τη βιταμίνη Κ πρωτεΐνη, που τη συναντάμε στα οστά και ρυθμίζει την εναπόθεση Ασβεστίου στα οστά, ενώ φαίνεται ότι η παρουσία της βιταμίνης Κ είναι απαραίτητη για τη σύνθεσή της.

Επιπρόσθετα, η προσλαμβανόμενη βιταμίνη Κ απορροφάται από το λεπτό έντερο, συμμετέχει στο μεταβολισμό των λιπιδίων και μεταφέρεται στο ήπαρ, όπου και ανασυσκευάζεται σε λιποπρωτείνες πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL). Τη βιταμίνη Κ μπορούμε να την απαντήσουμε, επίσης, στο ήπαρ και σε άλλους ιστούς του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, της καρδιάς, του παγκρέατος και των οστών.

Υγεία των οστών

Η βιταμίνη Κ, όπως αναφέρθηκε, εμπλέκεται στον οστικό μεταβολισμό και στην εναπόθεση ασβεστίου στα οστά, μέσω της σύνθεσης της οστεοκαλσίνης. Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι υψηλότερες προσλήψεις βιταμίνης Κ σχετίζονται με υψηλότερη πυκνότητα οστικής μάζας και χαμηλότερη συχνότητα καταγμάτων ισχίου, χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται πλήρως. Συνεπώς, η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης Κ δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης της οστεοπόρωσης.

Υγεία της καρδιάς

Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν στρέψει την προσοχή τους στη πιθανή προστατευτική δράση της βιταμίνης Κ στην υγεία της καρδιάς. Ο λόγος είναι ότι η βιταμίνη Κ επηρεάζει τη δράση μιας πρωτεΐνης που προφυλάσσει από την αποτιτάνωση των αγγείων και συνεπώς πιθανότατα μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο. Ωστόσο, απαιτείται περεταίρω διερεύνηση στο συγκεκριμένο τομέα, καθώς δεν υπάρχουν σαφής συστάσεις.

Βιταμίνη Κ: Σε ποια τρόφιμα βρίσκεται;

Τα τρόφιμα που θεωρούνται καλές πηγές της βιταμίνης Κ (υπό τη μορφή της βιταμίνης Κ1) είναι τα λαχανικά και ιδιαίτερα τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, ενώ μπορούμε επίσης να την προσλάβουμε και από ορισμένα φυτικά έλαια (π.χ. σογιέλαιο, κραμβέλαιο), φρούτα (ακτινίδιο, αποξηραμένα σύκα, αβοκάντο, βατόμουρα, σταφύλια, αχλάδι, μάνγκο, παπάγια) και καρπούς.

Το κρέας, τα γαλακτοκομικά και τα αυγά περιέχουν τη βιταμίνη Κ1 σε χαμηλά επίπεδα, ωστόσο η βιταμίνη Κ2 βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα σε αυτά τα τρόφιμα. Επίσης, τυριά που έχουν υποστεί ζύμωση περιέχουν τη βιταμίνη Κ2. Τέλος, αν προστεθεί μια συνθετική μορφή της βιταμίνης Κ2 σε ζωοτροφές πουλερικών και χοίρων, σε αυτές τις περιπτώσεις τα προϊόντα αυτά όταν καταναλωθούν περιέχουν αυτή τη μορφή της βιταμίνης Κ2.

Βιταμίνη Κ: Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα και άλλες ουσίες

Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ως προς την ποσότητα πρόσληψης της βιταμίνης Κ, καθώς αυτή αλληλοεπιδρά με ορισμένα φάρμακα. Αυτά είναι τα εξής:

Αντιπηκτικά φάρμακα (π.χ. βαρφαρίνη)

Τα φάρμακα αυτά ανταγωνίζονται τη δραστηριότητα της βιταμίνης Κ και την προθρομβίνη. Για το λόγο αυτό, τα άτομα που ακολουθούν τη συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να διατηρούν σταθερή πρόσληψη της βιταμίνης Κ (ακόμη κι αν έχουν υψηλή πρόσληψη βιταμίνης Κ). Συμβουλευτείτε, επίσης, το γιατρό σας πριν πάρετε συμπληρώματα υψηλής περιεκτικότητας σε βιταμίνη Ε ή συμπληρώματα βοτάνων όπως τζίνκο, τζίντζερ, βότανο του Αγίου Ιωάννη, τζίνσενκ και σκόρδο, καθώς  μπορεί επίσης να επηρεάσουν την πήξη του αίματος.

Αντιβιοτικά (π.χ. κεφαλοσπορίνες)

Ορισμένα μπορεί να αυξήσουν την ανάγκη σε βιταμίνη Κ.

Ρητίνες

Για τη μείωση της Χοληστερόλης (Χολεστυραμίνη ή χολεστιπόλη). Μπορεί να μειώσουν την εντερική απορρόφηση της βιταμίνης Κ.

Ορλιστάτη

Το συγκεκριμένο φάρμακο που χρησιμοποιείται για την απώλεια βάρους μπορεί να προκαλέσει δυσαπορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών (λόγω της μείωσης απορρόφησης του διαιτητικού λίπους) και συνεπώς και της βιταμίνης Κ, ενώ σε συνδυασμό με τη λήψη αντιπηκτικής αγωγής επηρεάζει την πηκτικότητα του αίματος.

Βιταμίνη Κ: Ποιοι εμφανίζουν ανεπάρκεια;

Η έλλειψη βιταμίνης Κ δεν είναι συχνή και μπορεί να συμβεί μόνο σε άτομα που έχουν προβλήματα δυσαπορρόφησης ή κάποια ηπατική νόσο. Σε υγιείς ανθρώπους, των οποίων η διατροφή έχει ποικιλία, είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης Κ, έτσι ώστε να επηρεαστεί η πήξη του αίματος. Ωστόσο, σε περίπτωση ανεπάρκειας της βιταμίνης Κ, η δραστικότητα της προθρομβίνης του αίματος μειώνεται σημαντικά με αποτέλεσμα την εμφάνιση αιμορραγίας. Αντίστοιχα, η ανεπάρκεια της συγκεκριμένης βιταμίνης μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση οστεοπόρωσης. Οι ομάδες που κινδυνεύουν από ανεπάρκεια βιταμίνης Κ είναι:

  • Νεογέννητα και βρέφη που δεν τους χορηγείται συμπληρωματικά βιταμίνη Κ στις πρώτες εβδομάδες (2η – 12η) της ζωής τους (λόγω της χαμηλής μεταφοράς της βιταμίνης Κ1 στον πλακούντα, των χαμηλών επιπέδων των παραγόντων πήξης και της χαμηλής περιεκτικότητας σε βιταμίνη Κ στο μητρικό γάλα.
  • Άτομα με διαταραχές δυσαπορρόφησης (π.χ. κυστική ίνωση, κοιλιοκάκη, ελκώδης κολίτιδα, σύνδρομο βραχέος εντέρου).
  • Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση.
  • Άτομα που παίρνουν φάρμακα που παρεμβαίνουν στον μεταβολισμό της βιταμίνης Κ.