Υποσπαδίας είναι μια συγγενής – δηλαδή εκ γενετής – ανωμαλία, κατά την οποία η δημιουργία της ουρήθρας του πέους κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη είναι ατελής.
Η ουρήθρα, ο σωλήνας δηλαδή που επιτρέπει τη δίοδο των ούρων και του σπέρματος, κανονικά διανύει όλο το μήκος του πέους και εκβάλλει στην κορυφή του. Σε μερικές όμως περιπτώσεις, ο σχηματισμός της ουρήθρας παραμένει ατελής, και η εκβολή της δεν βρίσκεται στην κορυφή, αλλά σε οποιοδήποτε άλλο σημείο κατά μήκος του σώματος του πέους.
Μέχρι πρότινος, ο υποσπαδίας εμφανιζόταν με συχνότητα 1/300 σε τελειόμηνα νεογέννητα αγόρια. Σε ποσοστό περίπου 20%, η πάθηση σχετιζόταν με την κληρονομικότητα. Τα τελευταία όμως χρόνια, παρατηρείται διεθνώς μια συνεχής αύξηση στον αριθμό των περιστατικών που αναφέρονται, με τη συχνότητα να προσεγγίζει τελευταία το 1/80 σε τελειόμηνα νεογέννητα αγόρια.
Μια πιθανή εξήγηση για το φαινόμενο αυτό βρίσκεται στην αύξηση της οιστρογονικής μόλυνσης του περιβάλλοντος. Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι τα φυτοφάρμακα, τα ζιζανιοκτόνα και τα πλαστικά μεταβολίζονται στο περιβάλλον σε χημικές ενώσεις με μόριο παρόμοιο με αυτό των οιστρογόνων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ατελή αρρενοποίηση των αρρένων εμβρύων και την όλο και συχνότερη εμφάνιση του υποσπαδία.
Η διάγνωση του υποσπαδία μπορεί να προκαλέσει αγωνία στους γονείς, δεν προκαλεί όμως καμία δυσκολία στη φροντίδα του νεογέννητου, και φυσικά δεν αποτελεί κίνδυνο για τη ζωή του παιδιού.
Η σοβαρότητα της κατάστασης διαφέρει πολύ από αγόρι σε αγόρι. Στις απλές περιπτώσεις, το στόμιο της ουρήθρας βρίσκεται πολύ κοντά στην κορυφή του πέους. Στις σοβαρές περιπτώσεις, το ουρηθρικό στόμιο βρίσκεται κοντά στο περίνεο. Ο υποσπαδίας συχνά συνοδεύεται από κάμψη του πέους και χορδή.
Η ταξινόμηση του υποσπαδία γίνεται βάσει της θέσης του στομίου της ουρήθρας, και η σοβαρότητά του εξαρτάται αφενός από την απόκλιση της θέσης του στομίου της ουρήθρας από τη φυσιολογική θέση και αφετέρου από την ύπαρξη χορδής. Έτσι, με αύξουσα σοβαρότητα, στο 50% των περιπτώσεων ο υποσπαδίας είναι βαλανικός, στο 30% πεϊκός και στο 20% περινεϊκός.
Τα προβλήματα που σχετίζονται με τον υποσπαδία εξαρτώνται από τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης. Τα πιο κοινά προβλήματα, όμως, είναι η δυσκολία στην ούρηση σε όρθια θέση και η διαφορετική όψη του πέους σε σύγκριση με το φυσιολογικό. Επίσης, η ύπαρξη χορδής μπορεί να προκαλεί έντονο πόνο κατά τη στύση, ενώ το μικρό μήκος της ουρήθρας συχνά ευθύνεται για την εμφάνιση ουρολοιμώξεων.
Αίτια δημιουργίας του υποσπαδία
Μολονότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη αιτία για την ατελή δημιουργία της ουρήθρας, πολλοί παράγοντες μπορεί να δράσουν μαζί και να προκαλέσουν την ανωμαλία αυτή. Διάφορες μελέτες καταδεικνύουν ότι η κληρονομικότητα παίζει ρόλο, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο ότι τα παιδιά ανδρών με υποσπαδία θα γεννηθούν με το ίδιο πρόβλημα. Η λήψη ορμονών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης από τη μητέρα μπορεί να αποτελεί ακόμα έναν παράγοντα. Άλλη αιτία μπορεί να είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος με χημικές ουσίες που το ανθρώπινο σώμα αναγνωρίζει και εκλαμβάνει ως θηλυκές ορμόνες ή με ουσίες που επηρεάζουν τις ανδρικές ορμόνες.
Συνέπειες
Η δυνατότητα των αγοριών να ουρούν σε όρθια στάση είναι πολύ σημαντική για την ψυχική τους ισορροπία. Επίσης, το ίσιο πέος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σεξουαλική λειτουργία και ικανοποίηση, αλλά και την ανδρική γονιμότητα.
Ας σημειωθεί εδώ ότι τυχόν ενδείξεις μη γονιμότητας των ανδρών με υποσπαδία δεν οφείλονται στην έλλειψη σπέρματος, αλλά στην αδυναμία του σπέρματος να φτάσει να γονιμοποίησει τα ωάρια, λόγω της μη φυσιολογικής θέσης του στομίου της ουρήθρας.
Γενικά, εκτός από τον πιθανό ψυχολογικό αντίκτυπο στο παιδί και την οικογένεια, οι γονείς θα πρέπει να προσέχουν την υγιεινή της περιοχής, καθώς το μικρό μήκος και το μεγάλο στόμιο της ουρήθρας μπορεί να είναι αιτία ουρολοιμώξεων.
Τυχόν ατέλειες στην εμφάνιση των γεννητικών οργάνων δεν είναι συνήθως τόσο σημαντικές κατά την παιδική ηλικία, προκαλούν όμως ανησυχία και προβλήματα αργότερα, και ειδικά κατά την εφηβεία και την ενήλικη ζωή, όταν ο νέος άνδρας θα αρχίσει να δραστηριοποιείται σεξουαλικά.
Διάγνωση και διόρθωση
Η διάγνωση γίνεται συνήθως πριν την έξοδο του μωρού από το μαιευτήριο. Μπορεί όμως να διαγνωστεί και με υπέρηχο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Υπάρχουν, ωστόσο, μικρού βαθμού υποσπαδίες που παραμένουν χωρίς διάγνωση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Είναι σημαντικό, εφόσον υπάρχει διάγνωση υποσπαδία, να μη γίνει περιτομή στο βρέφος, καθώς η ακροποσθία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χειρουργική διόρθωση.
Το κατά πόσον επιβάλλεται η διόρθωση του υποσπαδία εξαρτάται από τη λειτουργική και αισθητική απόκλιση από το φυσιολογικό.
Υποσπαδίες μικρού έως μέτριου βαθμού χωρίς χορδή συχνά διορθώνονται για αισθητικούς λόγους με απλή επέμβαση χωρίς νοσηλεία. Υποσπαδίες μέτριου ή μεγάλου βαθμού με μεγάλη απόκλιση του στομίου της ουρήθρας από τη φυσιολογική θέση, εκτός από αισθητικούς, διορθώνονται και για λειτουργικούς λόγους. Απαιτούν εκτεταμένη χειρουργική αντιμετώπιση, που συχνά πραγματοποιείται σε δύο στάδια, ενώ χρειάζεται νοσηλεία δύο περίπου ημερών μετά από κάθε χειρουργείο.
Έχει αποδειχτεί ότι οι απαιτούμενες διορθώσεις μπορούν να γίνουν σε ηλικία είτε μεταξύ 3 και 18 μηνών, είτε μεταξύ 3 και 3,5 ετών, όταν το παιδί μπορεί να ελέγξει την ούρησή του, είναι αρκετά ώριμο για να συνεργαστεί με τον χειρουργό, έχει απώλεια της απώτερης μνήμης για το περιστατικό και έχει τον απαραίτητο χρόνο στη διάθεσή του για να απαλλαγεί από το πρόβλημα πριν πάει στο σχολείο. Βάσει της πολυετούς μου πείρας στην αντιμετώπιση του υποσπαδία, προτείνω την ηλικία των 3 ετών περίπου ως την πλέον ενδεδειγμένη για την επέμβαση. Υπάρχει όμως η δυνατότητα διόρθωσης ακόμα και σε ενήλικες.
Η χειρουργική αποκατάσταση
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι αποκατάστασης του υποσπαδία. Η μέθοδος Bracka, όμως, την οποία εφαρμόζω τα τελευταία 22 χρόνια, είναι αυτή που ακολουθείται διεθνώς στη διόρθωση υποσπαδία μέτριου ή μεγάλου βαθμού, καθώς θεωρείται η πιο επιτυχημένη και έχει τις λιγότερες επιπλοκές. Η τεχνική αυτή πέτυχε να μειώσει στο 3% —από το 60-70% των παλαιού τύπου επεμβάσεων— το ποσοστό των μετεγχειρητικών ουρηθρικών συριγγίων, τα οποία αποτελούν τη συχνότερη επιπλοκή.
Η χειρουργική διόρθωση του υποσπαδία επιτυγχάνει τη φυσιολογική λειτουργία και όψη του πέους χωρίς μελλοντικά προβλήματα. Πρέπει απαραίτητα να εκτελείται από εξειδικευμένο χειρουργό με εμπειρία στην υποσπαδιολογία.
Φυσικά, όπως κάθε χειρουργική επέμβαση, έτσι και η διόρθωση του υποσπαδία ενδέχεται σπάνια να εμφανίσει επιπλοκές, όπως η δημιουργία συριγγίου και η στένωση του ουρηθρικού στομίου, οι οποίες όμως αντιμετωπίζονται επιτυχώς.
Η μέθοδος Bracka αποτελείται από δύο στάδια, τα οποία εκτελούνται σε διάστημα 6-9 μηνών. Όλοι οι ασθενείς χειρουργούνται υπό γενική αναισθησία.
Στο πρώτο στάδιο, εξαιρούμε τη χορδή, δηλαδή την ινώδη ταινία περιφερικά του ουρηθρικού στομίου, εφόσον υπάρχει, έτσι ώστε να ευθειαστεί το πέος κατά τη στύση.
Στη συνέχεια, διανοίγεται η βάλανος κατά τη μέση γραμμή (σαν βιβλίο) και, τέλος, τοποθετείται δερματικό μόσχευμα στο έλλειμμα που δημιουργείται από την ανατομική παρασκευή. Το μόσχευμα αυτό θα αποτελέσει σε δεύτερο στάδιο το τοίχωμα της νεοουρήθρας, δηλαδή του τμήματος της ουρήθρας που λείπει μέχρι την κορυφή της βαλάνου.
Στο δεύτερο στάδιο, δημιουργείται η νεοουρήθρα, δηλαδή το μόσχευμα μετατρέπεται σε σωλήνα. Εν συνεχεία, η γραμμή της συρραφής της νεοουρήθρας στη μέση επικαλύπτεται με αγγειούμενο πεϊκό περιτοναϊκό κρημνό, έτσι ώστε η γραμμή επαφής του δέρματος να μην επικαλύπτει την αντίστοιχη της ουρήθρας. Η χρήση του περιτοναϊκού κρημνού του πέους αποτελεί τον στεγανοποιητικό χειρισμό της επέμβασης, ο οποίος μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης συριγγίων όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η χρήση μοσχεύματος και η μέση διάνοιξη της βαλάνου εγγυώνται το αισθητικό αποτέλεσμα της επέμβασης, δηλαδή ουρηθρικό στόμιο σαν σχισμή στην κορυφή της βαλάνου. Η μέθοδος είναι κατάλληλη και για τη δευτεροπαθή επανόρθωση του υποσπαδία, δηλαδή για τους ασθενείς που έχουν ήδη υποβληθεί σε επανειλημμένες επεμβάσεις στο παρελθόν με μη ικανοποιητικά αισθητικά ή λειτουργικά αποτελέσματα.