Ανοσμία: Με ποιους τρόπους αντιμετωπίζεται

H απώλεια όσφρησης, με τον ιατρικό όρο ανοσμία, είναι ένα από τα κύρια συμπτώματα που έγινε ευρέως γνωστό εξαιτίας της πανδημίας COVID-19.

Καταρχήν είναι σημαντικό να τονιστεί ότι υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις στις διαταραχές της όσφρησης. Η πλήρης απώλεια της όσφρησης ονομάζεται ανοσμία, ενώ η μερική απώλεια ονομάζεται υποσμία. Σε περιπτώσεις που προηγούμενες ευχάριστες οσμές πλέον μυρίζουν άσχημα, μιλάμε για παροσμία. Επίσης είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι διαταραχές της όσφρησης προκαλούν προβλήματα και στην γεύση.

Αίτια για ανοσμία

Υπάρχουν πάρα πολλά αίτια που μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στην όσφρηση και να μας οδηγήσουν για παραπέρα διερεύνηση στον ωτορινολαρυγγολόγο. Στις πιο συχνές συγκαταλέγονται οι ιογενείς λοιμώξεις όπως η γρίπη και η λοίμωξη από κορονοϊό, οι χρόνιες ρινοκολπίτιδες, η αλλεργική ρινίτιδα  και η έκθεση σε επιβλαβείς και ερεθιστικούς παράγοντες όπως το κάπνισμα, τα τοξικά χρώματα και η αμμωνία.

Άλλες αιτίες αποτελούν ανατομικές διαταραχές στη μύτη όπως η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος και οι κακώσεις τις κεφαλής μετά από ατύχημα. Ευτυχώς σπάνια μπορεί η ανοσμία να οφείλεται σε όγκους της περιοχής όπως το οσφρητικό νευροβλάστωμα.

Ο ωτορινολαρυγγολόγος θα πραγματοποιήσει μια πλήρη κλινική εξέταση με ενδοσκόπηση της μύτης, ενώ μπορεί να μετρήσει το εύρος και το βαθμό της διαταραχής με εξειδικευμένο τεστ που ονομάζεται οσφρησιομετρία. Στη συνέχεια θα αποφασίσει για τη διενέργεια επιπλέον εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων όπως αξονική και μαγνητική τομογραφία.

Η χρόνια φλεγμονή των παραρρινίων κόλπων που ονομάζεται χρόνια ρινοκολπίτιδα (γνωστή ως ιγμορίτιδα) είναι μια πολύ συχνή νόσος που ταλαιπωρεί αρκετούς ασθενείς για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ανοσμία – Συμπτώματα

Ένα από τα πιο συχνά και ενοχλητικά για τον ασθενή συμπτώματα πέρα από τη δυσκολία αναπνοής από τη μύτη (ρινική συμφόρηση) και τις συνεχείς εκκρίσεις (ρινική καταρροή) είναι και η μείωση μέχρι πλήρης απώλεια της όσφρησης.

Η χρόνια ρινοκολπίτιδα έχει διάφορες εκφάνσεις και μια από τις πιο συχνές και δυσάρεστες για τους ασθενείς είναι η ύπαρξη ρινικών πολυπόδων οι οποίοι συχνά συνυπάρχουν και με άσθμα. Ο λόγος είναι η δυσκολία στην αντιμετώπιση και η έντονη τάση υποτροπής που έχουν οι ρινικοί πολύποδες.

Ανοσμία – Αντιμετώπιση

Πέρα από την αρχική συντηρητική θεραπεία με ρινικές πλύσεις και τη χρήση κορτικοστεροειδών από τη μύτη ή από το στόμα, η χειρουργική αφαίρεση των πολυπόδων αποτελεί τη βασική θεραπευτική αντιμετώπιση των πολυπόδων.

Η επέμβαση, η οποία ονομάζεται ενδοσκοπική λειτουργική χειρουργική των παραρρινίων κόλπων FESS, έχει εξελιχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια με τη χρήση συστημάτων πλοήγησης και βιντεοενδοσκοπίων υψηλής ευκρίνειας.

Δυστυχώς οι πολύποδες συχνά επανεμφανίζονται μετά από μια πρώτη επιτυχημένη επέμβαση καθιστώντας μέχρι σήμερα αναγκαία την ανάγκη για επανεπεμβάσεις, η οποίες είναι και πιο δύσκολες τεχνικά αλλά και πιο επικίνδυνες για τον ασθενή.

Σημαντική βοήθεια για αυτούς τους ασθενείς με δύσκολους και υποτροπιάζοντες ρινικούς πολύποδες υπάρχει πλέον με τη μορφή των βιολογικών παραγόντων, οι οποίοι είναι φάρμακα που τροποποιούν την κυτταρική απάντηση στη φλεγμονή και έχουν ήδη αποδείξει την αξία τους στο άσθμα, την ατοπική δερματίτιδα και άλλες παθήσεις.

Πλέον υπάρχουν σημαντικές μελέτες που έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητα τους και στη θεραπεία της χρόνιας ρινοκολπίτιδας με ρινικούς πολύποδες, μειώνοντάς τα συμπτώματα και βελτιώνοντας ρινική αναπνοή αλλά και τη λειτουργία της όσφρησης.  Τα φάρμακα αυτά που πλέον είναι εγκεκριμένα και στην Ελλάδα, βοηθούν να μειωθεί η ανάγκη για επανεπεμβάσεις και βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, δίνοντας μια επιπλέον δυνατότητα στον θεράπων ιατρό να βοηθήσει τους ασθενείς του μακροπρόθεσμα.

Η ανοσμία αποτέλεσε χαρακτηριστικό σύμπτωμα στη COVID-19, και όλοι αντιληφθήκαμε την σημασία αυτής της αίσθησης στην καθημερινότητα μας. Η διαταραχή της όσφρησης αναδεικνύει την ανάγκη διερεύνησηςαπό ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο, ο οποίος μπορεί να διαγνώσει αλλά και να θεραπεύσει τα υποκείμενα νοσήματα, οδηγώντας τον ασθενή σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής χωρίς περιορισμούς.