Δύσπνοια: Συμπτώματα και θεραπεία

Δύσπνοια είναι η δυσκολία στην αναπνοή. Συνήθως ο ασθενής παραπονείται ότι δεν  μπορεί να αναπνεύσει, δεν αρκεί ο αέρας που υπάρχει. Πολλές φορές παρουσιάζουμε δύσπνοια όταν λαχανιάζουμε ή βιώνουμε έντονο στρες, ενώ μπορεί σε πιο σοβαρές περιπτώσεις να είναι ένδειξη κάποιου υφιστάμενου νοσήματος.

Πού οφείλεται

Η δύσπνοια μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, μερικοί εκ των οποίων είναι οι παρακάτω:

  • Καρδιακή ανεπάρκεια
  • Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια
  • Βρογχίτιδα
  • Πνευμονία
  • Ασθμα
  • Παθήσεις του φάρυγγα και του λάρυγγα
  • Νευροπαράλυση
  • Πνευμονική εμβολή
  • Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου
  • Διαταραχές του εγκεφάλου
  • Δηλητηρίαση
  • Αναιμία
  • Κρίση πανικού
  • Εισρόφηση τοξικών ουσιών
  • Νυχτερινός παροξυσμός
  • Μεγάλο υψόμετρο

Συμπτώματα

Το βασικό σύμπτωμα είναι η αιφνίδια δυσκολία στην αναπνοή και ταχυκαρδία. Ο πάσχων δεν μπορεί να αναπνεύσει καλά, διότι νιώθει ότι δεν του «φτάνει» ο αέρας.

Η κατάλληλη ειδικότητα

Ο κατάλληλος γιατρός είναι ο Πνευμονολόγος – Φυματιολόγος και ο Καρδιολόγος

Θεραπεία

Η θεραπεία της δύσπνοιας εξαρτάται από το αίτιο που την προκαλεί. Η υποξαιμία που προκαλεί η δύσπνοια αντιμετωπίζεται με την άμεση χορήγηση οξυγόνου. Η χορήγηση κορτιζόνης βελτιώνει την αναπνοή σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ στην καρδιακή ανεπάρκεια χορηγούνται επίσης διουρητικά και καρδιολογικά φαρμακευτικά σκευάσματα. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η άμεση επίσκεψη σε έναν γιατρό ή στο νοσοκομείο.

Δύσπνοια: Τα αίτια που κρύβει και πότε να επισκεφθείτε τον γιατρό σας

Η δύσπνοια είναι ένα σύμπτωμα, που μπορεί να κρύβει πίσω του πολλά αίτια. Όπως και τα υπόλοιπα συμπτώματα, από μόνο του συχνά δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή διάγνωση, αλλά σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα συμπτώματα, που εμφανίζει ο ασθενής και τις κατάλληλες εξετάσεις, η διάγνωση πραγματοποιείται με επιτυχία και έτσι είναι ευκολότερη η εφαρμογή θεραπείας.

Η δύσπνοια, δηλαδή η επώδυνη συνειδητοποίηση της αναπνοής μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας σειράς προβλημάτων, όπως μία αλλεργική αντίδραση, μία κρίση πανικού ή η αναιμία. Συχνότερα, ωστόσο, το υποκείμενο αίτιο είναι μία καρδιακή ή πνευμονική νόσος.

Καθώς η καρδιά και οι πνεύμονες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό, οι βλάβες σε ένα από αυτά επηρεάζουν σχεδόν πάντοτε και το άλλο. Στην πραγματικότητα, το 60% σχεδόν των ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο πάσχουν επίσης από μία πνευμονική νόσο. Ως αποτέλεσμα, δεν είναι πάντοτε εύκολο να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στα καρδιακά και τα πνευμονικά προβλήματα.

Δύσπνοια: Καρδιακά Αίτια

Αρκετές παθήσεις του καρδιαγγειακού μπορεί να προκαλέσουν δύσπνοια. Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να εμφανιστεί αιφνιδίως, όπως για παράδειγμα σε ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή σε μία πνευμονική εμβολή, η οποία εμφανίζεται όταν ένας θρόμβος αίματος αποκοπεί και φτάσει στον πνεύμονα.

Τα αναπνευστικά προβλήματα που σχετίζονται με την καρδιά μπορεί επίσης να εμφανιστούν σταδιακά. Συχνά, εμφανίζονται μόνο κατά τη διάρκεια φυσικής άσκησης. Πιθανά αίτια περιλαμβάνουν την αορτική στένωση, τις διαταραχές του καρδιακού ρυθμού ή την καρδιακή ανεπάρκεια. Η δύσπνοια στην καρδιακή ανεπάρκεια (την αδυναμία δηλαδή της καρδιάς να αντλήσει αρκετό αίμα για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού) συχνά επιδεινώνεται όταν ο ασθενής βρίσκεται σε ύπτια θέση.

Δύσπνοια: Πνευμονικά Αίτια

Όταν η δύσπνοια συνοδεύεται από σφίξιμο στο στήθος ή συριγμό, μπορεί να αποδίδεται σε άσθμα. Η επιδείνωση των αναπνευστικών προβλημάτων και ο βήχας μπορεί να αποτελούν ένδειξη χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ), στην οποία περιλαμβάνονται η χρόνια βρογχίτιδα και το εμφύσημα. Η πνευμονία, μία λοίμωξη των πνευμόνων που αποτελεί συνήθως επιπλοκή της γρίπης, προκαλεί βήχα, πυρετό και ρίγος εκτός από τη δύσπνοια.

Σε αρκετές περιπτώσεις, οι μη επεμβατικές εξετάσεις όπως η ακτινογραφία θώρακος ή ο υπέρηχος της καρδιάς μπορεί να αποκαλύψουν το αίτιο της δύσπνοιας. Σπανιότερα, τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω εξετάσεων μπορεί να είναι φυσιολογικά, χωρίς ωστόσο ο βήχας να υποχωρεί, γεγονός που δυσχεραίνει την άσκηση του ασθενούς. Στους ασθενείς με ανεξήγητη δύσπνοια η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει μέχρι και για 2 χρόνια, ενώ αρκετές φορές αποδίδεται σε ψυχολογικά αίτια.

 Δύσπνοια: Πότε χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση;

Ανεξαρτήτως αιτίου, η δύσπνοια είναι ένα σύμπτωμα που δεν πρέπει να αγνοείται. Ενδείξεις ότι πρέπει να μεταβείτε άμεσα στα επείγοντα ενός νοσοκομείου περιλαμβάνουν:

  • Ανεξήγητη δύσπνοια που εμφανίζεται για πρώτη φορά
  • Δύσπνοια σε ξεκούραση
  • Δύσπνοια που συνοδεύεται από άλγος ή αίσθημα πίεσης στο θώρακα, ίλιγγο ή εφίδρωση
  • Δύσπνοια που επιδεινώνεται, σε ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, άσθμα ή εμφύσημα

Δύσπνοια: Εξετάσεις και Διάγνωση

Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες εξετάσεις γίνονται όταν ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις ανεξήγητης δύσπνοιας τα συμπτώματα εμφανίζονται όταν ο ασθενής ασκείται. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων κατά την άσκηση (advanced cardiopulmonary testing). Ο γιατρός χρησιμοποιεί λεπτούς εύκαμπτους σωλήνες (καθετήρες) για να εισάγει συσκευές παρακολούθησης της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία και την κερκιδική αρτηρία. Οι συσκευές αυτές δίνουν μία εικόνα σχετικά με την ποσότητα του οξυγόνου που μεταφέρεται και χρησιμοποιείται από τους μύες όταν ασκούνται. Συχνά χρησιμοποιείται και ένας αισθητήρας στο στόμα ο οποίος υπολογίζει πόσο αποτελεσματικά προσλαμβάνεται το οξυγόνο και απομακρύνεται το διοξείδιο του άνθρακα.

Η παραπάνω εξέταση συνήθως αρκεί για να λυθεί το μυστήριο σχετικά με τα αίτια της ανεξήγητης δύσπνοιας. Το 1/4 περίπου των περιστατικών αποδίδεται στην πνευμονική υπέρταση, η οποία εμφανίζεται όταν οι αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα στους πνεύμονες γίνονται σκληρές και άκαμπτες. Άλλες πιθανές διαγνώσεις περιλαμβάνουν λιγότερο κοινές μορφές καρδιακής ανεπάρκειας ή σπάνιες νευρομυϊκές και μεταβολικές διαταραχές.

Αν λάβετε θεραπεία για κάποιο αίτιο δύσπνοιας, θα πρέπει να παρατηρήσετε άμεσα βελτίωση. Σε άλλη περίπτωση, ο γιατρός θα χρειαστεί να κάνει περισσότερες εξετάσεις για την ταυτοποίηση του αιτίου. Οι θεραπείες μπορεί να περιλαμβάνουν χορήγηση φαρμάκων, χειρουργική αντιμετώπιση ή θεραπεία καρδιακής αποκατάστασης. Οι παραπάνω δεν αντιμετωπίζουν πάντοτε πλήρως το πρόβλημα, ωστόσο βελτιώνουν τη συμπτωματολογία και επιβραδύνουν την πορεία της νόσου που ευθύνεται.