Μπορεί όλοι μας να έχουμε εστιάσει την προσοχή μας στο εμβόλιο του κορονοϊού τον τελευταίο ένα χρόνο, ωστόσο υπάρχουν κι άλλα εμβόλια απαραίτητα για την υγεία των ευπαθών ομάδων.
Εμβόλιο πνευμονιόκοκκου (συζευγμένο και πολυσακχαριδικό)
Ο πνευμονιόκοκκος είναι ένα βακτήριο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές και επικίνδυνες για την υγεία ασθένειες, μερικές από τις οποίες είναι θανατηφόρες, ενώ αποτελεί μία από τις πιο κοινές αιτίες πρόκλησης της πνευμονίας. Οι πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις εκδηλώνονται πιο συχνά κατά το χειμώνα και την αρχή της άνοιξης, χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα αναπνευστικά νοσήματα είναι σε έξαρση.
Οι λοιμώξεις που μπορεί να προκληθούν από τον πνευμονιόκοκκο περιλαμβάνουν τόσο διεισδυτικές λοιμώξεις, όπως η μηνιγγίτιδα, η βακτηριαιμία και η βακτηριαιμική πνευμονία, όσο και μη διεισδυτικές, όπως η μέση ωτίτιδα (λοίμωξη του μέσου ωτός) και η πνευμονία. Υπάρχουν δύο είδη εμβολίων έναντι του πνευμονιόκοκκου: τα συζευγμένα και τα πολυσακχαριδικά. Για να είναι κανείς απόλυτα καλυμμένος θα πρέπει να κάνει και τα δύο, καθώς καθένα από αυτά καλύπτει διαφορετικούς ορότυπους.
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών συστήνεται 1 δόση συζευγμένου 13-δύναμου και 1 δόση πολυσακχαριδικού 23-δύναμου εμβολίου στην ηλικία των 65 ετών και άνω. Ωστόσο, δόσεις των παραπάνω εμβολίων συστήνονται και σε άτομα ηλικίας 19-64 ετών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου για σοβαρές πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις.
Ο εμβολιασμός πρέπει να γίνεται πρώτα με το συζευγμένο 13-δύναμο και μετά από 8 μήνες με το 23-δύναμο. Το συζευγμένο γίνεται άπαξ, ενώ το 23-δύναμο πρέπει να επαναληφθεί μετά από 5 χρόνια.
Εμβόλιο ηπατίτιδας Β (HepB)
Φαίνεται ότι τα άτομα με διαβήτη παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά ηπατίτιδας Β από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τα κρούσματα που καταγράφονται συνήθως σχετίζονται με τις συσκευές παρακολούθησης των επιπέδων γλυκόζης, λόγω κακής χρήσης τους ή ακατάλληλης επαναχρησιμοποίησης τους από άτομο σε άτομο. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β συνιστάται για τους επίνοσους διαβητικούς κάτω των 60 ετών, ενώ για τους άνω των 60 η απόφαση εναπόκειται στη κρίση του γιατρού που τους παρακολουθεί.
Το εμβόλιο συστήνεται (τρεις δόσεις) σε όλους τους επίνοσους ενηλίκους που δεν εμβολιάστηκαν στην παιδική ηλικία.
Επίσης ο εμβολιασμός κρίνεται απαραίτητος σε:
- άτομα με περισσότερους από έναν ερωτικούς συντρόφους στη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών,
- άντρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άντρες,
- χρήστες ναρκωτικών ουσιών,
- άτομα με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα,
- επαγγελματίες που εκτίθενται σε αίμα και δυνητικά μολυσμένα βιολογικά υγρά (π.χ. επαγγελματίες υγείας, εργαζόμενοι σε σωφρονιστικά ιδρύματα ή σε ιδρύματα με τροφίμους που παρουσιάζουν νοητική υστέρηση),
- ταξιδιώτες σε χώρες με υψηλή και μέση ενδημικότητα ηπατίτιδας Β,
- άτομα με τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια,
- άτομα με χρόνιες παθήσεις του ήπατος (ηπατίτιδα C, κίρρωση, λιπώδης διήθηση ήπατος, αλκοολική ηπατοπάθεια, αυτοάνοση ηπατίτιδα),
- άτομα με HIV λοίμωξη,
- άτομα με σακχαρώδη διαβήτη,
- άτομα του στενού περιβάλλοντος πασχόντων από χρόνια λοίμωξη με τον ιό ηπατίτιδας Β.
Εμβόλιο έρπητα ζωστήρα (ζων εξασθενημένος ιός – ZVL)
Ο υπεύθυνος ιός εντοπίζεται στο 95% των ενηλίκων (σε όλους όσοι έχουν περάσει ανεμοβλογιά), ενώ εκτιμάται ότι 1 στα 4 άτομα θα αναπτύξουν έρπητα ζωστήρα στη ζωή τους. Είναι γνωστό ότι στις ηλικίες άνω των 60 ετών η επίπτωση υπολογίζεται σε 13-15 περιστατικά ανά 1.000 ενηλίκους κάθε χρόνο.
Κάποιοι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν σοβαρές επιπλοκές στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, την όραση και την ακοή, αλλά η συχνότερη επιπλοκή είναι η μεθερπητική νευραλγία (πόνος μετά το επεισόδιο έρπητα ζωστήρα), που μπορεί να διαρκέσει από 3 μήνες έως και 10 χρόνια. Ιδίως για τους διαβητικούς ασθενείς οι επιπλοκές αυτές μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά σοβαρές. Η πρόληψη της εμφάνισης του νοσήματος επιτυγχάνεται με ειδικό εμβόλιο το οποίο προστατεύει από τις περισσότερες περιπτώσεις έρπητα ζωστήρα αλλά και μεθερπητικής νευραλγίας.
Μια δόση εμβολίου κατά του ιού ανεμοβλογιάς – έρπητα ζωστήρα συστήνεται σε ενηλίκους 60 ετών και άνω, ανεξάρτητα εάν αναφέρεται προηγούμενο επεισόδιο.
Ασθενείς που πρόκειται να λάβουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία πρέπει να εμβολιαστούν τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την έναρξη της αγωγής.