Πρώτα οι μωβ μέδουσες και στη συνέχεια, οι γαλάζιες ή μπλε και όσο προχωράει το καλοκαίρι ποιος ξέρει τι θα γίνει.
Είναι πολλές σε αριθμό, εμφανίζονται σε όλο και περισσότερες παραλίες και είναι πολλά πλέον τα οδυνηρά συναπαντήματα μαζί τους. Ωστόσο, αν και φέτος οι μέδουσες μας απασχολούν περισσότερο από άλλες χρονιές, το φαινόμενο της έξαρσής τους δεν είναι νέο, καθώς παρατηρείται (και μελετάται) εδώ και δεκαετίες.
Γιατί γεμίσαμε μέδουσες
Τα οικοσυστήματα των ελληνικών θαλασσών έχουν μπει σε ένα «φαύλο κύκλο» που έχει ως εξής: καθώς αφαιρείται ένας μεγάλος αριθμός ψαριών και ειδικά αυτών που ζουν σε επιφανειακά νερά όπως η σαρδέλα, ο γαύρος και τα «αφρόψαρα» (λόγω της υπεραλίευσής τους), ευνοείται η ραγδαία ανάπτυξη των μεδουσών, η οποία με τη σειρά της λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής του φαινομένου, καθώς οι μέδουσες τρέφονται κυρίως με αυγά (και προνύμφες) ψαριών, ενώ, παράλληλα, ελαττώνεται ο αριθμός των θηρευτών τους (με εξαίρεση τις θαλάσσιες χελώνες, οι οποίες όμως βρίσκονται επίσης σε κίνδυνο). Το γεγονός αυτό, πέρα από τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του, έχει και άμεσες, επίσης σοβαρές: επηρεάζει αρνητικά τον τουρισμό σε μια εποχή που είναι ζητούμενος, ενώ επιφυλάσσει αρκετό έως πολύ πόνο για τα άτομα που θα έχουν την ατυχία να έλθουν σε επαφή με εκπρόσωπο ή εκπροσώπους των δύο παραπάνω ειδών μέδουσας. Για αυτόν τον λόγο, καθώς και επειδή οι ανεπιθύμητες εμφανίσεις πολλαπλασιάζονται, καλό είναι να ξέρετε με τι έχετε να κάνετε, πριν κολυμπήσετε.
Η μωβ μέδουσα
Η μωβ μέδουσα αναπτύσσεται στα ζεστά και εύκρατα νερά και παρατηρείται σε μεγαλύτερη αφθονία στα 12 με 30 μέτρα βάθος. Με τη βοήθεια των θαλάσσιων ρευμάτων που προκαλεί ο άνεμος μεταφέρεται όμως και στις παραλίες. Αυτό το φαινόμενο έχει ενταθεί στο Αιγαίο από πέρυσι. Και παρόλο που συνήθως εμφανίζονταν μία με δύο, έχουν αρχίσει να παρατηρούνται και σμήνη. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κατά τις οποίες υπήρχαν έως και 600 μέδουσες σε ένα κυβικό μέτρο νερού. Δεν έχουν εμφανιστεί παντού στο Αιγαίο, ωστόσο η πιθανότητα να εμφανιστούν παραμένει.
Η μωβ μέδουσα έχει διάμετρο 6-10cm, το χρώμα της είναι ροζ/μωβ, έχει 12 πλοκάμια, ζει από 2 έως έξι μήνες και φωσφορίζει όταν διαταραχθεί. Κατά την επαφή της με οποιονδήποτε οργανισμό, διοχετεύει μια ισχυρή δόση τοξίνης. Τα θηράματά της παραλύουν, ωστόσο για τον άνθρωπο η επαφή με την τοξίνη είναι επώδυνη αλλά όχι επικίνδυνη.
Τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε αν μας τσιμπήσει μωβ μέδουσα
- Πλένουμε σχολαστικά την περιοχή του τσιμπήματος με θαλασσινό νερό, με απαλές κινήσεις, αλλά δεν την τρίβουμε.
- Αν έχουμε μαζί μας μαγειρική σόδα, φτιάχνουμε ένα μίγμα από ίσα μέρη σόδας θαλασσινού νερού (1:1) και το βάζουμε για δύο λεπτά στην περιοχή του τσιμπήματος, έτσι ώστε να σταματήσουμε την επιπλέον έκκριση τοξίνης από υπολείμματα πλοκαμιών που πιθανόν να έχουν παραμείνει στο δέρμα.
- Μετά τα δύο λεπτά, χρησιμοποιούμε κάτι λεπτό και σκληρό (τραπεζικές κάρτες ή κάτι παρόμοιο) για να αφαιρέσουμε το μείγμα και μαζί του τυχόν υπολείμματα από το δέρμα μας. Δεν χρησιμοποιούμε επ’ ουδενί τα χέρια μας (και αν ξεχαστούμε και τα χρησιμοποιήσουμε δεν αγγίζουμε μετά τα μάτια και το πρόσωπό μας).
- Βάζουμε πάγο σε μια σακούλα ή τον τυλίγουμε σε ένα μπλουζάκι ή σε κάποιο άλλο ύφασμα και εφαρμόζουμε την κατασκευή πάνω στο τσίμπημα από 5 έως 15 λεπτά. Αν δεν υπάρχει πρόχειρος πάγος, μπορούμε να εφαρμόσουμε με τον ίδιο τρόπο ένα παγωμένο αναψυκτικό. Αν δεν υποχωρήσει ο πόνος ανανεώνουμε και εφαρμόζουμε για άλλα τόσα λεπτά. Αν και έτσι δεν ανακουφιστούμε από τον πόνο συμβουλευόμαστε φαρμακοποιό ή ιατρό.
- Δεν χρησιμοποιούμε ξίδι, δεν χρησιμοποιούμε γλυκό νερό, δεν χρησιμοποιούμε αμμωνία, δεν χρησιμοποιούμε οινόπνευμα, δεν χρησιμοποιούμε παράγωγα αυτών των ουσιών, δεν τυλίγουμε την περιοχή (σφιχτά ή χαλαρά) με επίδεσμο.
- Τέλος, δεν βγάζουμε τη μωβ μέδουσα ποτέ έξω στην ακτή, γιατί αφενός μπορεί έτσι να υπάρξει διασπορά των κνιδοκυττάρων (των κυττάρων που εκκρίνουν τις τοξίνες και βρίσκονται στα πλοκάμια) και αφετέρου γιατί μπορεί να τσιμπήσει ακόμα και όταν βρίσκεται έξω από το νερό (σε απόσταση μέχρι και δύο μέτρων).
Η γαλάζια/μπλε μέδουσα
Η γαλάζια μέδουσα είναι είδος που συνήθως βρίσκεται (και παραμένει) μακριά από τις παραλίες, σε βαθιά νερά. Τις βλέπουμε συχνά από το πλοίο ή όταν ξανοιχτούμε κολυμπώντας, ωστόσο τα ανεμογενή θαλάσσια ρεύματα τις φέρνουν στις παραλίες. Είναι εύκολο να τις αποφύγουμε, γιατί είναι αρκούντως ορατές στη θάλασσα και εν ανάγκη μπορούμε να τις απωθήσουμε σπρώχνοντάς τες από την εξωτερική πλευρά της «καμπάνας» τους (το μέρος που μιάζει με ανεστραμμένο μπολ). Αν μας τσιμπήσουν νιώθουμε κάψιμο ή φαγούρα στο σημείο της επαφής. Κάποιες φορές έχουμε τα ίδια συμπτώματα και χωρίς επαφή, αν απλώς κολυμπήσουμε κοντά τους, καθώς απελευθερώνουν τις τοξίνες τους στο νερό.
Πηγή: Ελευθερος Τύπος