Οι γιατροί προειδοποιούν: Ο καρκίνος του δέρματος είναι ένας τύπος καρκίνου που αναπτύσσεται από τα επιδερμικά κύτταρα. Πολλές φορές μοιάζει με ελιά ή σπίλο, και περνάει απαρατήρητος, εώς ότου έχει πλέον αναπτυχθεί αρκετά.
Οι τρεις κυριότεροι τύποι καρκίνου του δέρματος είναι το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και το μελάνωμα.
Το κακόηθες μελάνωμα είναι κακόηθες νεόπλασμα του δέρματος και προέρχεται από τα μελανοκύτταρα, τα οποία βρίσκονται κάτω από την επιφανειακή στοιβάδα του δέρματος και είναι υπεύθυνα για την παραγωγή της μελανίνης, ουσίας που προστατεύει το δέρμα από την ηλιακή ακτινοβολία.
Εκτός από το δέρμα, το μελάνωμα εμφανίζεται, σπανιότερα, στους βλεννογόνους (στόμα, γυναικείο κόλπο, ουροδόχο κύστη) και στον οφθαλμό.
Στα αρχικά στάδια περιορίζεται στο δέρμα (ή τους βλεννογόνους ή τον οφθαλμό), αργότερα όμως επεκτείνεται (μεθίσταται) στους τοπικούς (ή πιο απόμακρους) λεμφαδένες, καθώς και σε άλλα όργανα του σώματος (πνεύμονες, εγκέφαλο, ήπαρ κ.λπ.).
Το μελάνωμα αποτελεί μόνο το 3-5% των καρκίνων του δέρματος, όμως ευθύνεται για το 65% των θανάτων. Γι’αυτό υπήρχε, μέχρι πρόσφατα, η εντύπωση ότι πρόκειται περί αθεράπευτης, θανατηφόρας νόσου.
Ευτυχώς, σχεδόν το 85% των ασθενών με μελάνωμα εμφανίζονται στα αρχικά στάδια της νόσου και έχουν καλή πρόγνωση με ποσοστά επιβίωσης που κυμαίνονται από 97-53% ανάλογα με το στάδιο.
Κακοήθες μελάνωμα: Αίτια εμφάνισης
Η αιτιολογία του μελανώματος δεν είναι γνωστή, μια σειρά όμως παραγόντων αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισής του.
Οι παράγοντες αυτοί είναι:
- περιβαλλοντικοί (ηλιακή ακτινοβολία, άλλες πηγές ακτινοβολίας, επάγγελμα, ορμονικοί παράγοντες, φάρμακα και ανοσοκαταστολή)
- παράγοντες συνδεόμενοι με τον ασθενή (εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως χρώμα δέρματος, ματιών, μαλλιών, ύπαρξη σπίλων ή προηγούμενου μελανώματος, το οικογενειακό ιστορικό και κυρίως η γενετική προδιάθεση).
Η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία φαίνεται ότι είναι ο πιο σημαντικός περιβαλλοντικός παράγοντας. Διακεκομμένη έκθεση στον ήλιο και ιστορικό εγκαύματος ενέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης μελανώματος, ενώ συνεχής επαγγελματική έκθεση στον ήλιο φαίνεται να είναι άσχετη προς αυτό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την εμφάνιση μελανώματος έχει συνδεθεί η άλογη χρήση του solarium, ιδιαίτερα όταν η αρχή γίνει πριν την ηλικία των 30 ετών.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο πιο σημαντικός παράγοντας που συνδέεται με τον ασθενή είναι η γενετική του προδιάθεση. Πρόσφατες μελέτες των τελευταίων ετών έχουν καταδείξει ύπαρξη μεταλλάξεων διαφόρων γονιδίων σε ασθενείς με μελάνωμα.
Το μελάνωμα του δέρματος είναι δυνατόν να εμφανισθεί είτε σε προϋπάρχον υγιές δέρμα, είτε σε έδαφος προϋπάρχοντος σπίλου (κοινής ελιάς). Σε μια πρόσφατη μελέτη από τον Καναδά βρέθηκε ότι το 1/3 (36%) των μελανωμάτων είχε σχέση με προϋπάρχοντα σπίλο.
Κακοήθες μελάνωμα: Τύποι μελανώματος
Διακρίνονται διάφοροι τύποι μελανώματος ανάλογα με την εμφάνιση. Οι σπουδαιότεροι είναι το επιφανειακά εξαπλούμενο και το οζώδες.
Το πρώτο αποτελεί το συχνότερο τύπο (70% όλων των μελανωμάτων) και παρουσιάζεται σαν επίπεδη, καφέ ή καφέ-μαύρη πλάκα με ανώμαλο περίγραμμα.
Το οζώδες (15-30%) αποτελεί το δεύτερο συχνότερο τύπο και εμφανίζεται σαν μαύρο-μπλε, μπλε-ερυθρό ή και αμελανωτικό οζίδιο, ενίοτε εξελκωμένο.
Ο κανόνας ABCDE (Α: ασυμμετρία, B: border-περίγραμμα, C: colour-χρώμα, D: dimension-διάσταση, E: evolution-εξέλιξη) βοηθάει ιδιαίτερα στην κλινική διάγνωση του μελανώματος.
Έτσι, δερματική βλάβη που είναι ασύμμετρη, έχει ανώμαλο περίγραμμα, μαύρο χρώμα ή πολυχρωμία, είναι μεγαλύτερη από 5 χιλιοστά και έχει αλλάξει (εξελιχθεί) τους τελευταίους μήνες, θέτει σοβαρά την υποψία μελανώματος.
Περισσότερες πληροφορίες για τη δομή του προσφέρουν ενίοτε πιο ειδικές εξετάσεις, όπως η δερματοσκόπηση και η επισκόπηση κάτω από εξειδικευμένο μικροσκόπιο.
Η τελική διάγνωση τίθεται μετά από χειρουργική εξαίρεση και ιστοπαθολογική εξέταση. Κάθε ύποπτη βλάβη καλό είναι να εξαιρείται και να εξετάζεται ιστοπαθολογικά.
Η χειρουργική εξαίρεση των μικρών βλαβών γίνεται με τοπική αναισθησία και αποτελεί σχετικά εύκολη πράξη. Στις περιπτώσεις μεγάλων βλαβών λαμβάνεται τμήμα (τμηματική βιοψία) και αν η ιστοπαθολογική εξέταση επιβεβαιώσει τη διάγνωση του μελανώματος, τότε ακολουθεί ολική εξαίρεση της βλάβης.
Κακοήθες μελάνωμα: Το οζώδες μελάνωμα
Σύμφωνα με το Ίδρυμα για τον Καρκίνο του Δέρματος (SCF), το οζώδες μελάνωμα είναι η πιο επιθετική μορφή μελανώματος.
Η κακοήθεια συνήθως εντοπίζεται όταν πια έχει σχηματιστεί στην επιδερμίδα εμφανές εξόγκωμα. Το οζώδες μελάνωμα είναι συνήθως μαύρο, όμως η απόχρωσή του μπορεί να είναι επίσης γκριζωπή, λευκή, καφετί, μπλε ή κοκκινωπή.
Δεν αποκλείεται να έχει ακριβώς την ίδια απόχρωση με την επιδερμίδα και στην περίπτωση αυτή σπανίως λαμβάνει τη δέουσα προσοχή, αφού μοιάζει με ένα απλό σπυράκι που αναμένεται να υποχωρήσει σύντομα.
Εμφανίζεται συνηθέστερα στον κορμό, τα πόδια και τα χέρια, καθώς και στο κρανίο (κυρίως στους άντρες). Τα στατιστικά δείχνουν ότι το οζώδες μελάνωμα ευθύνεται για αναλογικά μεγαλύτερο αριθμό θανάτων απ’ ό,τι άλλοι τύποι μελανώματος κι αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή δεν ανταποκρίνεται στα συνήθη πρότυπα που προβάλλονται στις καμπάνιες ενημέρωσης για τον καρκίνο του δέρματος.
Σε αντίθεση με άλλους τύπους μελανώματος, το οζώδες μελάνωμα δεν μεγαλώνει εμφανώς σε διάμετρο εξωτερικά, κοντά στην επιφανειακή στιβάδα του δέρματος, ώστε να γίνει άμεσα αντιληπτό, αλλά εξαπλώνεται σε βάθος.
Κακοήθες μελάνωμα: Διάγνωση – Πώς αντιμετωπίζεται;
Οι πιο προχωρημένες βλάβες είναι δυνατόν να έχουν κάνει μετάσταση στους γειτονικούς λεμφαδένες. Χρέος του θεράποντος ιατρού είναι η εξέταση και αντιμετώπισή τους.
Εάν μεν υπάρχουν ύποπτοι για διήθηση (δηλαδή λεμφαδένες με νόσο), τότε πρέπει όλοι οι λεμφαδένες της προσβεβλημένης περιοχής να απομακρύνονται και να εξετάζονται ιστοπαθολογικά.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν προσβεβλημένοι λεμφαδένες, την περαιτέρω αντιμετώπιση τους την καθορίζει το πάχος του δερματικού μελανώματος, στοιχείο το οποίο προκύπτει από την ιστοπαθολογική διάγνωση.
Στα λεπτά μελανώματα οι λεμφαδένες απλώς παρακολουθούνται. Στα παχιά μελανώματα προσδιορίζεται με ειδική μέθοδο (λεμφοσπινθηρογραφία) ο πρώτος λεμφαδένας που δέχεται τη λέμφο από την περιοχή του μελανώματος, εξαιρείται χειρουργικά και αποστέλλεται για ιστοπαθολογική εξέταση.
Εάν είναι προσβεβλημένος, τότε πρέπει να εξαιρούνται και οι υπόλοιποι λεμφαδένες της περιοχής, εάν όχι τότε η περιοχή ελέγχεται κλινικά και υπερηχογραφικά.
Άλλο ένα απαραίτητο βήμα μετά τη διάγνωση του μελανώματος είναι ο έλεγχος του υπόλοιπου σώματος για απομακρυσμένες μεταστάσεις (ήπαρ, πνεύμονες, εγκέφαλος κ.λπ.).
Ο έλεγχος αυτός γίνεται με τη βοήθεια υπερηχογραφημάτων, αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών και PET-scan. Μεμονωμένες μεταστάσεις αφαιρούνται χειρουργικά.
Εάν υπάρχουν περισσότερες εστίες, προσφεύγει κανείς στη βοήθεια της ακτινοθεραπείας και των φαρμάκων. Παλαιότερα, σαν φάρμακα χρησιμοποιούνταν χημειοθεραπευτικά, όπως η δακαρβαζίνη, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.
Τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει καινούρια σκευάσματα (αναστολείς του BRAF, μονοκλωνικά αντισώματα κ.λπ.), τα οποία αντιμετωπίζουν στοχευμένα τη μεταστατική νόσο.
Τα αποτελέσματα είναι ελπιδοφόρα. Επιβίωση για τρία και περισσότερα χρόνια έχει παρατηρηθεί μετά τη χρήση των νέων σκευασμάτων, ενώ παλιότερα ελάχιστοι ασθενείς επιβίωναν πέραν των έξι μηνών.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ιδιαίτερα σημαντική είναι η κλινική υποψία και η χειρουργική εξαίρεση ύποπτης μελαγχρωματικής (σκουρόχρωμης, καφέ-μαύρης) αλλοίωσης του δέρματος (ή των βλεννογόνων).
Όσο πιο λεπτή είναι η βλάβη, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα μετάστασης και τόσο καλύτερη η πρόγνωση.
Κακοήθες μελάνωμα: Μελάνωμα οφθαλμού
Το μελάνωμα του οφθαλμού είναι το δεύτερο συχνότερο μετά το μελάνωμα του δέρματος και διαγιγνώσκεται κλινικά από οφθαλμίατρο κατόπιν οφθαλμοσκόπησης (ειδική λάμπα) και υπερηχογραφήματος του οφθαλμού.
Αντιμετωπίζεται θεραπευτικά με ειδική ακτινοθεραπεία (βραχυθεραπεία) και σε επιλεγμένες περιπτώσεις με εξόρυξη οφθαλμού. Εάν υπάρχουν λεμφαδένες ή απομακρυσμένες μεταστάσεις, αντιμετωπίζονται αντίστοιχα με αυτές που προέρχονται από το δερματικό μελάνωμα (όπως αναφέρθηκε παραπάνω).