Το όριο των 37 βαθμών ορίστηκε το 1851, αλλά σύγχρονες μελέτες υποδηλώνουν ότι είναι πολύ υψηλό. Το περιβάλλον διαβίωσής μας έχει αλλάξει, ούτε καν οι μικροοργανισμοί γύρω μας είναι πια οι ίδιοι. Αφού λοιπόν έχει αλλάξει το ανθρώπινο σώμα, έχει αλλάξει και η φυσιολογία του. Και η θερμοκρασία σώματος είναι πια χαμηλότερη απ’ όση κατά το παρελθόν.
Οι φυσιολογικές τιμές της θερμοκρασίας του ανθρώπινου σώματος κυμαίνονται από τους 36,1 έως και τους 37,2 βαθμούς Κελσίου, ενώ τείνει να είναι 0,5 βαθμούς υψηλότερη την ημέρα απ’ ό,τι στη μέση της νύχτας κατά τον δρα Μάθιου Κλάτζερ, καθηγητή του Πανεπιστημίου George Mason στη Βιρτζίνια και παγκοσμίου φήμης ειδικό στον πυρετό
Ο τρόπος μέτρησης της σωματικής θερμοκρασίας επίσης μπορεί να επηρεάσει τις τιμές της. Τα θερμόμετρα για το στόμα έχουν μεγαλύτερο εύρος φυσιολογικών τιμών απ’ ό,τι εκείνα για τον πρωκτό ή το αφτί. Επιπλέον, η θερμοκρασία του χώρου όπου γίνεται η θερμομέτρηση, το αν ήπιε κανείς κάτι παγωμένο, ακόμη και το αν αναπνέει από το στόμα μπορεί να επηρεάσουν την τιμή που θα δείξει το θερμόμετρο για το στόμα.Εκτός από τον ημερήσιο ρυθμό και άλλοι παράγοντες συνδεόμενοι με την καθημερινή δραστηριότητα, όπως η μυϊκή άσκηση, η υψηλή θερμοκρασία του χώρου ένα πλούσιο γεύμα ή ένα πολύ θερμό λουτρό, είναι δυνατόν να προκαλέσουν μικρές (κατά 0,3-0,6 oC) αυξήσεις της φυσιολογικής θερμοκρασίες.
Επιπλέον, στις γυναίκες η θερμοκρασία του σώματος είναι χαμηλότερη κατά τις πρώτες 14 ημέρες του κύκλου και διατηρείται σε υψηλότερα επίπεδα (κατά 0,2-0,4 oC) μέχρι το τέλος του. Στα δε νεογνά, η θερμοκρασία επιφανείας σώματος κυμαίνεται μεταξύ 36.4 ºC και 37.4 ºC.
Υποθερμία
Στο φυσιολογικό άτομο οι διαταραχές θερμοκρασίας που μπορεί να προκύψουν από τη μεταβολική δραστηριότητα του σώματος και τη διακύμανση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος εξισορροπούνται, με αποτέλεσμα η φυσιολογική διακύμανση της θερμοκρασίας του σώματος να βρίσκεται σε στενά επίπεδα, παρά τις περιβαλλοντικές αλλαγές.
Η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος ελέγχεται από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου στον οποίο βρίσκονται τα θερμορυθμιστικά κέντρα, που λειτουργούν ως ‘θερμοστάτες’ στο ανθρώπινο σώμα.
Σε νέους υγιείς ενήλικες, η μέση θερμοκρασία του στόματος είναι 36,8 +/- 0,4 βαθμοί Κελσίου, με χαμηλότερα επίπεδα στις έξι το πρωί και υψηλότερα το απόγευμα.
Όταν η θερμοκρασία ελαττωθεί κάτω από τα κανονικά επίπεδα λειτουργίας του οργανισμού , αυτό αποκαλείται ιατρικώς υποθερμία.
Τα αίτια της υποθερμίας διακρίνονται μπορεί να είναι τα παρακάτω :
- Υποθερμία από φυσιολογικά αίτια. Για παράδειγμα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, μετά από έκθεση στο κρύο ή προ της ωορρηξίας
- Υποθερμία από φάρμακα
- Υποθερμία από οργανικά νοσήματα (π.χ. διαβήτης, σήψη, ορμονικές διαταραχές, διαταραχές κυκλοφορίας, βραδύς μεταβολισμός).
Τι πρέπει να κάνετε εσείς που πάσχετε από υποθερμία:
- Εάν η υποθερμία είναι πρωτοεμφανιζόμενη πρέπει να εξεταστείτε άμεσα ιατρικώς. Επί υποκείμενου παθολογικού νοσήματος, η θεραπεία διαφοροποιείται ανάλογα με το αίτιο
- Να αποφεύγετε τις απότομες μεταβολές θερμοκρασίας (κρύο ζέστη), την πολύωρη παραμονή στο κρύο, τα κρύα ρεύματα. Αλλάζετε άμεσα τα ρούχα σας όταν είναι βρεγμένα. Προτιμάτε αδιάβροχα ρούχα. Να φοράτε πάντα κάλτσες τον χειμώνα. Αποφύγετε τα ρούχα που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία (π.χ. στενές ζώνες, παντελόνια)
- Η κακή διατροφή και η γρήγορη απώλεια βάρους αυξάνει τη θερμορυθμιστική αστάθεια του σώματος. Να αποφεύγετε την κατάχρηση αλκοόλ, καφέ, τοξικών ουσιών
- Η καθημερινή βάδιση τονώνει την κυκλοφορία και ομαλοποιεί την ικανότητα του σώματος να ρυθμίζει τη θερμοκρασία
- Η υπερκόπωση μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στη θερμοκρασία του σώματος.
Πυρετός
Το πιο συνηθισμένο αίτιο πυρετού είναι οι λοιμώξεις, είτε πρόκειται για ιογενείς είτε για μικροβιακές λοιμώξεις. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπονται και τα άλλα αίτια που είναι οι χρόνιες φλεγμονώδεις – αυτοάνοσες παθήσεις (όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι αγγειίτιδες, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος κτλ) και τα κακοήθη νοσήματα (όπως ο καρκίνος του νεφρού, του ήπατος, τα σαρκώματα, τα λεμφώματα, οι λευχαιμίες κτλ).
Σε κάθε περίπτωση παρατηρείται μια ενεργοποίηση ορισμένων κυττάρων του ανοσολογικού μας συστήματος, τα οποία παράγουν κάποιες ουσίες που αποκαλούνται κυτοκίνες (IL – 1, IL – 6, TNFa κτλ). Αυτές οι κυτοκίνες «ταξιδεύοντας» διαμέσου της κυκλοφορίας του αίματος, καταλήγουν στον εγκέφαλο και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο σημείο του που ονομάζεται υποθάλαμος. Εκεί βρίσκεται το θερμορυθμιστικό κέντρο του σώματός μας που λειτουργεί όπως ο οικιακός θερμοστάτης.
Όταν λοιπόν οι κυτοκίνες αυτές φτάσουν στον εγκεφαλικό «θερμοστάτη» μας, τον επαναρυθμίζουν προς τα άνω. Σαν αποτέλεσμα, ο «θερμοστάτης» αποστέλλει εντολές προς το σώμα μας, προκειμένου να πετύχει την αύξηση παραγωγής θερμότητας στο σώμα μας (αύξηση μεταβολισμού, μυϊκοί σπασμοί και ρίγος) και τη μείωση απώλειας θερμότητας (περιφερικός αγγειόσπασμος, δηλαδή κρύα άκρα, αναζήτηση θερμού περιβάλλοντος, ζεστά ρούχα κτλ). Έτσι, εντέλει, επιτυγχάνεται η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 – 3 °C συνήθως.
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι ο χαμηλός ή μέτριος πυρετός είναι επιζήμιος ή ότι η αντιπυρετική θεραπεία γι’ αυτό τον πυρετό είναι ωφέλιμη.
Αντιθέτως, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ο πυρετός πιθανόν να βελτιώνει τις πιθανότητες επιβίωσης από λοίμωξη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κάποια στελέχη πνευμονιόκοκκου αναστέλλουν την ανάπτυξή τους και πιθανώς αυτοκαταστρέφονται στους 41 °C. Επίσης, θερμοκρασίες στα επίπεδα του πυρετού φαίνεται ότι ενισχύουν τη βακτηριοκτόνο δράση των λευκών αιμοσφαιρίων. Πέρα από αυτά, συχνά ο πυρετός καταστέλλεται φαρμακευτικά χωρίς ιδιαίτερο λόγο, εκτός από την ενόχληση που επιφέρει ή από την αγωνιώδη πίεση από τον ασθενή προς το γιατρό
Η θερμοκρασία του σώματος μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων οι συνήθειες του τρόπου ζωής, η ηλικία και η θερμοκρασία του περιβάλλοντος.