Ήρθε ο καιρός το παιδάκι σας να κάνει το πρώτο του τσεκ απ για την όρασή του. Ακόμα και αν δεν διαμαρτύρεται για πόνος στα μάτια ή θολή όραση, είναι απαραίτητος ένας οφθαλμολoγικός έλεγχος.
Όραση: Πότε πρέπει να εξετάζεται ένα παιδί;
Η όραση μπορεί να εκτιμηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμη και αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού. Μια αδρή εκτίμησή της μπορεί να γίνει και από τον παιδίατρο ή τον οικογενειακό γιατρό, πρέπει όμως να αρχίζει από τη γέννηση και να γίνεται συστηματικά
Η όραση μπορεί να εκτιμηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμη και αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού. Μια αδρή εκτίμησή της μπορεί να γίνει και από τον παιδίατρο ή τον οικογενειακό γιατρό, πρέπει όμως να αρχίζει από τη γέννηση και να γίνεται συστηματικά.
Γενικά δεν χρειάζεται η συνδρομή ειδικού οφθαλμίατρου, εκτός αν υπάρχουν σημεία που υποδηλώνουν κάποιο πρόβλημα ή όταν υπάρχει σχετικό οικογενειακό ιστορικό.
Από τη στιγμή που το παιδί είναι σε θέση να ονομάζει εικόνες ή γράμματα και αριθμούς, πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά και η μέτρηση της οπτικής του οξύτητας να παρακολουθείται και να καταγράφεται.
Όραση: Πρώιμα προβλήματα
Οι γονείς πρέπει να δείχνουν αυξημένη προσοχή για συγκεκριμένα σημεία ή συμπτώματα που μπορεί να εμφανίζει το παιδί και να αναζητούν βοήθεια από ειδικό το συντομότερο δυνατό, μιας και αυτά μπορεί να υποδηλώνουν κάποιο σοβαρότερο πρόβλημα στην όραση.
Τέτοια συμπτώματα και σημεία είναι:
• Τρίψιμο των ματιών
• Κλείσιμο του ενός ματιού
• Δακρύρροια
• Κόκκινα ή πρησμένα μάτια
• Φωτοφοβία ή ασυνήθιστη ευαισθησία στο φως
• Κόπωση ή κεφαλαλγία κατά το διάβασμα
• Αδυναμία να διακρίνει αντικείμενα που άλλα παιδιά μπορούν
• Μάτι που στραβίζει
Διαθλαστικές ανωμαλίες
Μικρές διαθλαστικές ανωμαλίες είναι εύκολο να διαφύγουν της προσοχής του παιδιάτρου και των γονέων και να μη γίνουν αντιληπτές, μέχρις ότου το παιδί πάει στο σχολείο.
Το σχολείο είναι το μέρος όπου συνήθως αποκαλύπτονται και οι πιο μικρές διαταραχές της όρασης, κυρίως λόγω του πίνακα όπου γράφει ο δάσκαλος κατά το μάθημα. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται τόσο από τους γονείς όσο και από τους δασκάλους, ώστε να μην μπερδέψουν ένα υποκείμενο πρόβλημα της όρασης με μαθησιακή δυσκολία.
Δακρύρροια
Η δακρύρροια είναι τόσο συχνό πρόβλημα, που πολλοί ειδικοί το θεωρούν φυσιολογικό φαινόμενο τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες της ζωής.
Οφείλεται στο γεγονός ότι οι δακρυικοί πόροι δεν έχουν ακόμη ανοίξει με αποτέλεσμα την υπερχείλιση των δακρύων που δεν μπορούν να αποχετευτούν.
Οι δακρυικοί πόροι ανοίγουν φυσιολογικά μέχρι τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου της ζωής οπότε και το πρόβλημα εξαλείφεται.
Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να απαιτηθεί διάνοιξη από ειδικό οφθαλμίατρο.
Ερυθρότητα και φωτοφοβία
Ορισμένες φορές η δακρύρροια συνδυάζεται με κόκκινα μάτια ή φωτοφοβία. Τέτοια συμπτώματα μπορεί να σημαίνουν σοβαρότερα προβλήματα όπως φλεγμονές, ερεθισμούς ή ακόμη και γλαύκωμα, δηλαδή βλάβη του οπτικού νεύρου λόγω αύξησης της πίεσης του ματιού.
Το νεογνικό γλαύκωμα οδηγεί σε ερυθρότητα, θόλωση του κερατοειδούς και ελάττωση της όρασης, ενώ συχνά (επειδή το μάτι του παιδιού είναι ακόμη ευένδοτο) η αυξημένη πίεση προκαλεί αύξηση του μεγέθους του βολβού του ματιού. Τέτοιες καταστάσεις πρέπει να παραπέμπονται στον ειδικό οφθαλμίατρο χωρίς καμία καθυστέρηση.
Στραβισμός και αμβλυωπία
Φυσιολογικά και τα δύο μάτια εστιάζουν στο ίδιο σημείο.
Αν το ένα από τα δύο μάτια κοιτάζει σε άλλη κατεύθυνση από το σημείο προσήλωσης, τότε μιλάμε για στραβισμό.
Πέρα από την απώλεια της τρισδιάστατης αίσθησης των αντικειμένων και της αίσθησης του βάθους του περιβάλλοντος χώρου, ο εγκέφαλος του παιδιού με στραβισμό, μην μπορώντας να συνδυάσει τις δύο εντελώς διαφορετικές εικόνες που παράγουν τα μάτια σε μία, αναγκάζεται να απωθήσει την εικόνα από το μάτι που στραβίζει, με αποτέλεσμα τη μη αναστρέψιμη ελάττωση της οπτικής του οξύτητας. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται αμβλυωπία, ενώ συχνά αναφέρεται και σαν «τεμπέλικο μάτι».
Αν δεν αναγνωριστεί και δεν αντιμετωπιστεί τα πρώτα χρόνια της ζωής ένα μάτι που στραβίζει, θα οδηγήσει σε μόνιμη λειτουργική βλάβη με σημαντική ελάττωση της όρασης.
Γονείς και παιδίατροι πρέπει να εντοπίσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα τέτοια συμπτώματα παρατηρώντας το παιδί, ακόμη και αν το ίδιο δεν είναι σε θέση να τα περιγράψει. Στη βρεφική ηλικία για παράδειγμα, μπορεί να προσέξουμε ότι το παιδί κλείνει ή καλύπτει το ένα του μάτι, για να δει, ή ότι γέρνει το κεφάλι του σε κάποια ασυνήθιστη θέση.
Σε σπανιότερες περιπτώσεις ο στραβισμός μπορεί να υποκρύπτει άλλες ακόμη πιο σοβαρές καταστάσεις όπως καταρράκτη και γλαύκωμα ή κάποια βλάβη στον αμφιβληστροειδή ή το οπτικό νεύρο.
Άλλα ευρήματα από τα μάτια
Μερικές φορές οι γονείς μπορεί να προσέξουν ότι η κόρη του ματιού του παιδιού τους δεν είναι ομοιόμορφα «μαύρη» (ή «κόκκινη» στις φωτογραφίες). Αυτό μπορεί να οφείλεται σε κάποια ανωμαλία που διαταράσσει τη διαφάνεια του ματιού, όπως ο καταρράκτης ή κάποια θολερότητα στον κερατοειδή, ή πιο σπάνια σε οφθαλμικούς όγκους ή σε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Τέτοια ευρήματα πρέπει άμεσα να διερευνώνται από ειδικό οφθαλμίατρο.
Όραση: Πώς γίνεται η εξέταση των ματιών
Τα μάτια του νεογνού είναι συνήθως κλειστά και ο γιατρός μπορεί να χρειαστεί να ανοίξει τα βλέφαρα απαλά με το χέρι, προκειμένου να τα εξετάσει. Συχνά όμως αρκεί το χαμήλωμα του φωτός στον περιβάλλοντα χώρο για να οδηγήσει αντανακλαστικά σε άνοιγμα των ματιών («eye popping reflex»). Αυτό από μόνο του δηλώνει κάποια οπτική λειτουργικότητα και η απουσία του μπορεί να σημαίνει κάποιο υφιστάμενο πρόβλημα.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να προσέχουμε σε παιδιά μέχρι δύο ετών (που η συνεργασία τους με τον γιατρό είναι αναμενόμενα μικρή) είναι η σύγκριση της όρασης των δύο ματιών. Ένας ασφαλής τρόπος για να γίνει αυτό είναι να καλύψουμε πρώτα το ένα μάτι και στη συνέχεια το άλλο (με το χέρι ή π.χ. με κάποια κάρτα) και να παρατηρήσουμε τις αντιδράσεις του. Αν το παιδί διατηρεί το ενδιαφέρον και το βλέμμα του σε κάποιο αντικείμενο, τόσο με το ένα όσο και με το άλλο μάτι, αυτό είναι ένα θετικό στοιχείο στην εκτίμηση της όρασής του. Αν όμως το παιδί χάνει την προσήλωσή του προς το αντικείμενο ή κλαίει και δυσανασχετεί ή προσπαθεί να απομακρύνει το χέρι ή την κάρτα που καλύπτει το μάτι του, αυτό αποτελεί σοβαρή ένδειξη για κάποιο πρόβλημα στο μάτι που εκείνη τη στιγμή είναι ανοικτό.
Από δύο έως τεσσάρων ετών
Μετά την ηλικία των δύο ετών, τα παιδιά γίνονται συνήθως πιο συνεργάσιμα με τον γιατρό που τα εξετάζει.
Σημαντικό πάντως σε κάθε περίπτωση είναι να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται να τα πονέσουμε ή να τα βλάψουμε. Η καλύτερη ίσως τακτική για παιδιά αυτής της ηλικίας είναι να τα πείσουμε ότι το ιατρείο είναι μέρος ενός παιδότοπου και ότι η όλη διαδικασία της εξέτασης είναι μια διασκεδαστική δραστηριότητα.
Μια καλή αρχή είναι να χαιρετίσουμε το παιδί με «κόλλα το», κάνοντας δηλαδή κίνηση να χτυπήσουμε απαλά αλλά ζωηρά την παλάμη μας στην παλάμη του παιδιού. Από εκεί και πέρα πρέπει να συνεχίσουμε με ευχάριστο τρόπο την εξέταση και όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μια και τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν διατηρούν το ενδιαφέρον τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το πιο χρήσιμο εργαλείο στην οφθαλμολογική εξέταση του παιδιού είναι ο φακός-στυλό. Με αυτόν τον μικρό φακό μπορούμε εύκολα να ελέγξουμε το πρόσθιο τμήμα των ματιών και τις κόρες του παιδιού για τυχόν ανωμαλίες, ενώ χρησιμεύει και σαν ερέθισμα για τη διατήρηση της προσοχής του παιδιού.
Αν και τα περισσότερα όργανα κρατούνται σε μικρή απόσταση από το παιδί, χρήσιμο είναι να υπάρχουν στο ιατρείο και κάποια τηλεχειριζόμενα μηχανικά κουκλάκια, που κινούνται και παράγουν ήχους ή μια τηλεόραση στην άκρη του εξεταστηρίου για εστίαση της προσοχής του παιδιού και μακριά. Μάλιστα καλό είναι να πείθουμε το παιδί ότι «ελέγχει» την κίνηση των παιχνιδιών ακουμπώντας π.χ. τη μύτη του, μια και το ενδιαφέρον των παιδιών φαίνεται να είναι μεγαλύτερο για αντικείμενα που νομίζουν ότι ελέγχουν.
Η μυδρίαση (διαστολή των κορών) στα παιδιά
Η φαρμακευτική μυδρίαση είναι απαραίτητη για την οφθαλμολογική εξέταση των παιδιών. Όχι μόνο μπορεί να αποκαλύψει ανωμαλίες στον βυθό του ματιού, που δεν θα γίνονταν αντιληπτές χωρίς αυτήν, αλλά τα κολλύρια τα οποία χρησιμοποιούνται προκαλούν επιπλέον και κυκλοπληγία, δηλαδή χαλάρωση των μυών που ελέγχουν την καμπυλότητα του φακού, κάτι απαραίτητο για τη σωστή συνταγογράφηση γυαλιών στα παιδιά.
Η ικανότητα του φακού του ματιού να μεταβάλλει την ακτίνα καμπυλότητάς του υπό την επίδραση των μυικών ινών του ακτινωτού σώματος και να εστιάζει σε διαφορετικές αποστάσεις λέγεται προσαρμογή.
Τα μάτια μας είναι φυσιολογικά ρυθμισμένα να βλέπουν μακριά και με την επίδραση του ακτινωτού μυός που περιβάλλει τον φακό εστιάζουν στις κοντινότερες αποστάσεις.
Αυτή η «προσαρμοστική δύναμη» των ματιών μας φθίνει με την πρόοδο της ηλικίας, με τελικό αποτέλεσμα την πρεσβυωπία, όπου δεν μπορούμε να εστιάσουμε κοντά χωρίς τη χρήση γυαλιών. Στην παιδική ηλικία όμως η «προσαρμοστική δύναμη» είναι τόσο μεγάλη, που μπορεί να υπερκαλύψει μια υποκείμενη διαθλαστική ανωμαλία (υπερμετρωπία), καθιστώντας έτσι υποχρεωτική τη χρήση κολλυρίων που θα «παραλύσουν» προσωρινά την προσαρμογή, προκειμένου να εκτιμηθεί σωστά η όραση του παιδιού.
Τα μυδριατικά/κυκλοπληγικά κολλύρια
H διαστολή της κόρης (μυδρίαση) και η παράλυση της προσαρμογής (κυκλοπληγία) προκαλούνται για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς με τη χρήση κολλυρίων.
Παρά τη συχνότατη χρήση τους στην καθημερινή οφθαλμολογική πρακτική, τα κολλύρια αυτά δεν είναι άμοιρα παρενεργειών και η προτεινόμενη δοσολογία, ιδιαίτερα στα παιδιά, πρέπει να τηρείται αυστηρά.
Τα κυριότερα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι τα αντιχολινεργικά: ατροπίνη, κυκλοπεντολάτη και τροπικαμίδη, τα οποία προκαλούν παράλυση του σφιγκτήρα της κόρης και του ακτινωτού μυός, που νευρώνονται από το παρασυμπαθητικό. Το συμπαθομιμητικό φαινυλεφρίνη προκαλεί μυδρίαση χωρίς κυκλοπληγία, λόγω άμεσης δράσης στον διαστολέα μυ της κόρης αλλά χωρίς επίδραση στον ακτινωτό μυ.
H ατροπίνη είναι το ισχυρότερο και με τη μεγαλύτερη διάρκεια δράσης μυδριατικό-κυκλοπληγικό που χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη. H παράλυση της προσαρμογής (κυκλοπληγία) εμφανίζεται βραδέως και διαρκεί 7 περίπου ημέρες, ενώ η μυδρίαση μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 12 ημέρες. Στα παιδιά χρησιμοποιούνται αραιωμένα διαλύματα με πυκνότητα 0,25% για τον 1ο χρόνο της ζωής, και 0,5% για τις ηλικίες 1-3 ετών.
Σε συστηματική απορρόφησή της η ατροπίνη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες όπως πυρετό και εξάνθημα, ενώ εμφανίζει και τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλεργικών εκδηλώσεων σε σχέση με τα υπόλοιπα μυδριατικά.
H δράση της κυκλοπεντολάτης (Cyclogyl) εμφανίζει ταχεία έναρξη αλλά δεν διαρκεί πολύ. Το μέγιστο κυκλοπληγικό αποτέλεσμα παρατηρείται σε 25-75 λεπτά από την ενστάλαξη και η επάνοδος της προσαρμογής μετά από 6-24 ώρες. Η δοσολογία για τον έλεγχο διαθλαστικών ανωμαλιών στα παιδιά είναι μία σταγόνα 0.5% και επανάληψη μετά από 5-10 λεπτά. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες της κυκλοπεντολάτης περιλαμβάνονται υπεραιμία προσώπου και διέγερση.
H τροπικαμίδη (Tropixal) έχει τις ίδιες βασικές ιδιότητες με την κυκλοπεντολάτη. Το μέγιστο κυκλοπληγικό αποτέλεσμα εμφανίζεται 20-35 λεπτά μετά την ενστάλαξη διαλύματος 1% και η επάνοδος της προσαρμογής μετά 2-6 ώρες.
H φαινυλεφρίνη ενισχύει το μυδριατικό αποτέλεσμα των αντιχολινεργικών, γεγονός που επιτρέπει τον μεταξύ τους συνδυασμό σε χαμηλότερες πυκνότητες για την αποφυγή ή τον περιορισμό των ανεπιθύμητων ενεργειών. Η χορήγησή της όμως στα παιδιά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και αντενδείκνυται σε παιδιά με σύνδρομο Down.
Πηγή: eyeathenshospital