Παίζει ρόλο το βάρος για να μείνω έγκυος;

Θα μπορούσε το βάρος να αποτελεί πρόβλημα σύλληψης για μία γυναίκα; Ποιο θα ήταν τα φυσιολογικά κιλά για κάποια που προσπαθεί να κάνει παιδί;

Η απώλεια ακόμη και 4-5 κιλών θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά στην ικανότητά σας να μείνετε έγκυος.

Η γυναικολόγος δρ. Rebecca Starck αναλύει τη σύνδεση μεταξύ βάρους και γονιμότητας.

Η παχυσαρκία θα επηρεάσει την ικανότητά σας να μείνετε έγκυος;

Ναι, η παχυσαρκία ή το σημαντικό υπέρβαρο μπορεί να δυσκολέψει την εγκυμοσύνη.

“Είναι ένας περίπλοκος συσχετισμός μεταξύ των ορμονών που πυροδοτούν την ωορρηξία και των επιπέδων προγεστερόνης και οιστρογόνων”, εξηγεί η δρ. Starck. “Τα λιποκύτταρα παράγουν συχνά υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ενάντια στο σώμα σας όταν προσπαθεί να κάνει ωορρηξία”.

Με άλλα λόγια, η παχυσαρκία μπορεί να διαταράξει την αναπαραγωγική σας υγεία, γεγονός που μπορεί να κάνει πιο δύσκολο να μείνετε έγκυος.

Και ενώ τα μη ισορροπημένα επίπεδα ορμονών δεν σημαίνουν πάντα ότι θα έχετε πρόβλημα να μείνετε έγκυος, μπορεί να αντιμετωπίζετε λιγότερο τακτικές ωορρηξίες και έμμηνο κύκλο, κάτι που επίσης μπορεί να κάνει πιο δύσκολη τη σύλληψη.

Έχει σημασία το πού ακριβώς στο σώμα κουβαλάτε το επιπλέον βάρος;

Η κεντρική παχυσαρκία, η οποία αναφέρεται στο βάρος γύρω από την κοιλιά, θεωρείται γενικά ότι αυξάνει τον κίνδυνο για δυσκολίες ωορρηξίας και διαβήτη. Αυτά, με την σειρά τους, επηρεάζουν την ικανότητά σας να μείνετε έγκυος.

Τα άτομα που φέρουν βάρος πιο ομοιόμορφα στο σώμα ή στα κάτω άκρα ή τους γλουτούς τείνουν να διατρέχουν λίγο λιγότερο κίνδυνο”, λέει η δρ. Starck. “Μπορεί να έχουν γενετική προδιάθεση για να έχουν αυτόν τον σωματότυπο, ενώ η κεντρική παχυσαρκία είναι συχνά το αποτέλεσμα του τρόπου ζωής και των συνηθειών”.

Υγιής Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) για την εγκυμοσύνη

Οι γιατροί χρησιμοποιούν τον ΔΜΣ για να προσδιορίσουν εάν ένα άτομο έχει παχυσαρκία ή είναι υπέρβαρο. Ο ΔΜΣ χρησιμοποιεί το ύψος και το βάρος για τον υπολογισμό του σωματικού λίπους. Είναι ένα παιχνίδι αριθμών: Ένας ΔΜΣ μεταξύ 25 και 30 θεωρείται υπέρβαρο πλαίσιο και ένας ΔΜΣ πάνω από 30 θεωρείται παχυσαρκία.

Ο ΔΜΣ είναι γενικώς ένα εργαλείο που ολοένα και περισσότερο χάνει την σημασία που είχε παλιότερα. Αλλά όσον αφορά την προσπάθεια σύλληψης, εξακολουθεί να είναι ένα καλό μέρος για να ξεκινήσετε.

“Για να βελτιστοποιήσετε την υγεία σας πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνιστούμε να στοχεύετε σε ΔΜΣ κάτω από 25. Αλλά ο υγιής ΔΜΣ για την εγκυμοσύνη είναι διαφορετικός για την καθεμιά”.

Μια γυναίκα εντός υγιούς εύρους ΔΜΣ μπορεί να έχει ορμονική ανισορροπία που προκαλεί ακανόνιστη ωορρηξία. Κάποια άλλη μπορεί βάση ΔΜΣ να είναι παχύσαρκη, αλλά έχει ωορρηξία κάθε μήνα και τακτικές περιόδους, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη πιθανότητα εγκυμοσύνης.

Πόσο βάρος πρέπει να χάσετε για να αυξήσετε τη γονιμότητά σας;

“Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εμπλέκονται τόσο στην απώλεια βάρους όσο και στη σύλληψη”, λέει η δρ. Starck. “Οπότε, ενώ δεν υπάρχει κάποιος… μαγικός αριθμός, ένας γενικός μπούσουλας είναι ότι με απώλεια 4-5 κιλών κάνετε μια καλή αρχή.

Δείκτης Μάζας Σώματος: Γιατί να διατηρήσετε ένα φυσιολογικό βάρος;

Η βελτιωμένη εμφάνιση δεν πρέπει να είναι το μοναδικό σας κίνητρο για να αδυνατίσετε. Χάνοντας μερικά περιττά κιλά, δεν θα καταφέρετε μόνο να τονώσετε την αυτοπεποίθησή σας, αλλά θα μειώσετε σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρών παθήσεων και διαταραχών.

Καρδιοπάθεια

Μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of the American College of Cardiology και περιλάμβανε δεδομένα για περίπου 15.000 υγιείς ενήλικες δείχνει ότι τα άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος πάνω από 25 αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο συσσώρευσης πλάκας στις αρτηρίες τους.

Γονιμότητα

Το ιδανικό βάρος όσον αφορά την αναπαραγωγική ικανότητα του άνδρα και της γυναίκας κυμαίνεται μεταξύ 20 και 24 ως προς το Δείκτη Μάζας Σώματος. Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), περισσότερο από το 10% των προβλημάτων γονιμότητας οφείλονται στο υπερβολικό βάρος.

Διαταραχές του ύπνου

Μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Ιατρική Σχολή του κορυφαίου αμερικανικού Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς δείχνει ότι η απώλεια βάρους, ιδιαίτερα του συσσωρευμένου λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα του ύπνου. Το συσσωρευμένο λίπος στην κοιλιά εμποδίζει την ομαλή αναπνευστική λειτουργία, με αποτέλεσμα τον αυξημένο κίνδυνο υπνικής άπνοιας.

Διαβήτης

Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρία για το Διαβήτη, ακόμη και η παραμικρή απώλεια βάρους στα υπέρβαρα άτομα συνδέεται με την πρόληψη του διαβήτη ή την καθυστέρηση εκδήλωσης των σχετικών συμπτωμάτων.

Δείκτης Μάζας Σώματος: Άλλοι τρόποι να υπολογίσετε το φυσιολογικό σας βάρος

Μέτρηση μέσω αναλογίας μέσης-γοφών

Ο λόγος μέσης-γοφών ενός ατόμου συγκρίνει την περιφέρεια της μέσης του, ως προς εκείνη των γοφών του.

Έρευνες έχουν δείξει ότι όσοι έχουν περισσότερο σωματικό λίπος γύρω από την μέση τους είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν καρδιαγγειακές παθήσεις και διαβήτη.

Όσο υψηλότερη είναι η περιφέρεια της μέσης ως προς τους γοφούς, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος. Γι’ αυτό η αναλογία μέσης-γοφών είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να βρει κανείς αν είναι στο ιδανικό βάρος ή όχι.

Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα;

Το πώς η αναλογία αυτή επηρεάζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών, επειδή τείνουν να έχουν διαφορετικά σχήματα σώματος. Από επιστημονικές μελέτες προκύπτει ότι η αναλογία μέσης-γοφών μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου ως εξής:

Για άνδρες:

  • Αν είναι κάτω από 0,9: Ο κίνδυνος καρδιαγγειακών προβλημάτων υγείας είναι χαμηλός.
  • Αν είναι από 0,9 έως 0,99: Ο κίνδυνος είναι μέτριος.
  • Αν είναι από 1 και πάνω: Ο κίνδυνος είναι υψηλός.

Για γυναίκες:

  • Αν είναι κάτω από 0,8: Ο κίνδυνος είναι χαμηλός.
  • Αν είναι από 0,8 έως 0,89: Ο κίνδυνος είναι μέτριος.
  • Αν είναι από 0,9 ή παραπάνω: Ο κίνδυνος είναι υψηλός.

Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά μπορεί να διαφέρουν, ανάλογα με την πηγή και τον πληθυσμό στον οποίο εφαρμόζονται.

Η αναλογία μέσης-γοφών μπορεί να αποτελεί καλύτερο προγνωστικό παράγοντα για καρδιακές προσβολές και άλλους κινδύνους υγείας σε σχέση με τον ΔΜΣ, ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη την κατανομή του λίπους.

Μια του 2013 έρευνα επί 1.349 εθελοντών σε 11 χώρες έδειξε, ότι και εκείνοι με υψηλότερη αναλογία μέσης-γοφών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ιατρικών και χειρουργικών επιπλοκών, που σχετίζονται με χειρουργική επέμβαση παχέος εντέρου.

Ωστόσο, η αναλογία μέσης-γοφών δεν υπολογίζει ακρίβεια το συνολικό ποσοστό σωματικού λίπους ενός ατόμου, ή την συσχέτιση μυών και λίπους.

Μέτρηση μέσω ποσοστού λίπους

Το ποσοστό σωματικού λίπους είναι ο λόγος του βάρους του λίπους ενός ατόμου ως προς το συνολικό του βάρος.

Το συνολικό σωματικό λίπος περιλαμβάνει το απαραίτητο λίπος και το αποθηκευτικό λίπος.

  • Απαραίτητο λίπος: Ένα άτομο χρειάζεται λίπος για να επιβιώσει. Παίζει ρόλο σε ένα ευρύ φάσμα σωματικών λειτουργιών. Για τους άνδρες, είναι υγιές να έχουν το 2 έως 4% της σωματικής τους σύστασης ως απαραίτητο λίπος. Για τις γυναίκες, το ποσοστό αυτό είναι στο 10% με 13%.
  • Αποθηκευτικό λίπος: Ο λιπαρός ιστός προστατεύει τα εσωτερικά όργανα στο στήθος και την κοιλιά και το σώμα μπορεί, όταν χρειάζεται, να το χρησιμοποιήσει για ενέργεια.

Εκτός από τις κατά προσέγγιση οδηγίες για άνδρες και γυναίκες, το ιδανικό συνολικό ποσοστό λίπους μπορεί να εξαρτάται από τον τύπο σώματος, ή το επίπεδο δραστηριότητας ενός ατόμου.

Ένα μεγάλο ποσοστό λίπους μπορεί να υποδεικνύει μεγαλύτερο κίνδυνο για:

  • Διαβήτη
  • Καρδιακή νόσο
  • Υπέρταση
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο

Ο υπολογισμός του ποσοστού σωματικού λίπους μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος μέτρησης του επιπέδου φυσικής κατάστασης ενός ατόμου, επειδή αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του σώματος του ατόμου. Ο ΔΜΣ, αντίθετα, δεν κάνει διάκριση μεταξύ λίπους και μυϊκής μάζας.

Ιδανικά επίπεδα

Κανονικά επίπεδα, από πλευράς υγείας, για τις περισσότερες γυναίκες θεωρούνται τα ποσοστά από 12% έως 30%, το ιδανικό ποσοστό όμως κυμαίνεται μεταξύ 19-22%. Επιπλέον, ένας ρεαλιστικός στόχος μπορεί να είναι ένα ποσοστό μεταξύ 20% και 25%.

Σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, το ιδανικό ποσοστό λίπους ανάλογα με την ηλικία ορίζεται ως εξής:

  • Για γυναίκες 20-30 ετών: 18-22% του συνολικού σωματικού βάρους
  • Για γυναίκες 31-40 ετών: 20-24% του συνολικού σωματικού βάρους
  • Για γυναίκες 41-50 ετών: 21-25% του συνολικού σωματικού βάρους
  • Για γυναίκες άνω των 50 ετών: 22-26% του συνολικού σωματικού βάρους
  • Για άνδρες 20-30 ετών: 10-15% του συνολικού σωματικού βάρους