Από ποιον καρκίνο κινδυνεύετε αν καταναλώνετε πολλά ψάρια και πολύ γάλα

Τι έδειξαν δύο νέες αμερικανικές επιστημονικές μελέτες για τον συσχετισμό καρκίνου με τη μεγάλη κατανάλωση ψαριών και γαλακτοκομικών.

Το φως της δημοσιότητας βλέπουν δύο νέες αμερικανικές επιστημονικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες η μεγάλη κατανάλωση ψαριών και γαλακτοκομικών σχετίζεται με δύο τύπους καρκίνου.

Συγκεκριμένα, η μεγάλη κατανάλωση ψαριών σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου καρκίνου του δέρματος (μελανώματος), ενώ των πολλών γαλακτοκομικών και ιδίως του γάλατος με αυξημένη πιθανότητα καρκίνου του προστάτη.

Η πρώτη έρευνα από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Μπράουν του Ρόουντ Άιλαντ, η οποία αφορούσε 491.367 ενήλικες με μέση ηλικία 62 ετών σε βάθος 15ετίας, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό για θέματα καρκίνου «Cancer Causes & Control». Από αυτούς, οι 5.034 (περίπου 1%) διαγνώστηκαν με κακόηθες μελάνωμα και οι 3.284 (0,7%) με τοπικό μελάνωμα σταδίου 0.

Ο κίνδυνος για μελάνωμα

Η μελέτη βρήκε ότι ο κίνδυνος κακοήθους μελανώματος είναι 22% μεγαλύτερος για όσους η μέση ημερήσια κατανάλωση ψαριών είναι περίπου 43 γραμμάρια, ενώ αυξημένος κατά 28% είναι και ο κίνδυνος εμφάνισης καρκινικών κυττάρων μόνο στο εξωτερικό στρώμα του δέρματος (μελάνωμα σταδίου 0), σε σχέση με όσους τρώνε μόνο 3,2 γραμμάρια ψαριών τη μέρα κατά μέσο όρο.

Όσοι κατανάλωναν 14,2 γραμμάρια τόνου ημερησίως κατά μέσο όρο, είχαν 20% μεγαλύτερο κίνδυνο κακοήθους μελανώματος και 17% μελανώματος σταδίου 0, σε σχέση με όσους είχαν μέση ημερήσια κατανάλωση τόνου μόνο 0,3 γραμμάρια. Επίσης, όσοι είχαν μέση ημερήσια κατανάλωση 17,8 γραμμαρίων μη τηγανητών ψαριών, είχαν 18% μεγαλύτερο κίνδυνο κακοήθους μελανώματος και 25% μελανώματος σταδίου 0, σε σχέση με όσους έτρωγαν μόνο 0,3 γραμμάρια μη τηγανητά ψάρια τη μέρα. Από την άλλη, δεν διαπιστώθηκε σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στα τηγανητά ψάρια και στο μελάνωμα.

Γιατί τα ψάρια οδηγούν στο μελάνωμα

Με δεδομένο ότι η κατανάλωση ψαριών αυξάνεται σε Ευρώπη και ΗΠΑ, καθώς επίσης ότι αυξάνονται τα περιστατικά καρκίνου του δέρματος, οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη να διερευνηθεί περαιτέρω η σχέση κατανάλωσης ψαριών και μελανώματος, της πιο επιθετικής μορφής δερματικού καρκίνου. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι τα ευρήματα τους μπορούν να αποδοθούν σε χημικές ουσίες που έχουν καταλήξει στο σώμα των ψαριών (πολυχλωριωμένα διφαινύλια, διοξίνες, αρσενικό, υδράργυρος κ.α.), οι οποίες στη συνέχεια περνάνε στους ανθρώπους που τρώνε τα ψάρια αυτά, αυξάνοντας – μεταξύ άλλων – τον κίνδυνο για καρκίνο του δέρματος. Πάντως θεωρούν πρόωρο να συστήσουν αλλαγές στην κατανάλωση των ψαριών και ζητούν το ζήτημα να μελετηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Ο κίνδυνος για καρκίνο του προστάτη

Η δεύτερη μελέτη από την Ιατρική Σχολή και τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του χριστιανικού Πανεπιστημίου Λόμα Λίντα στην Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον καθηγητή Γκάρι Φρέιζερ, η οποία δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό κλινικής διατροφολογίας «American Jourmal of Clinical Nutrition», ανέλυσε στοιχεία για περισσότερους από 28.000 άνδρες, χωρίς καρκίνο στην αρχή της έρευνας που διήρκεσε περίπου οκτώ χρόνια, στη διάρκεια των οποίων 1.254 άτομα διαγνώστηκαν με καρκίνο του προστάτη.

Διαπιστώθηκε ότι όσοι κατανάλωναν 430 γραμμάρια γαλακτοκομικών τη μέρα, είχαν 25% αυξημένο κίνδυνο για τον συγκεκριμένο καρκίνο σε σχέση με όσους κατανάλωναν μόνο 20 γραμμάρια γαλακτοκομικών ημερησίως. Οι ερευνητές συμβουλεύουν τους άνδρες με μεγάλο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη (π.χ. λόγω σχετικού οικογενειακού ιστορικού) να περιορίσουν την κατανάλωση γαλακτοκομικών, ιδίως γάλατος.

Ο αυξημένος κίνδυνος δεν αφορά το ασβέστιο που προέρχεται από άλλη πηγή πέραν των γαλακτοκομικών, συνεπώς άλλες ουσίες στα γαλακτοκομικά παίζουν ρόλο στον καρκίνο του προστάτη, σύμφωνα με τους ερευνητές. Επίσης η κατανάλωση τυριού και γιαουρτιού δεν φάνηκε να αυξάνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο, ο οποίος αφορά κυρίως το γάλα, το οποίο περιέχει αυξημένες ζωικές ορμόνες.

Μελάνωμα: Το τεστ που εντοπίζει όσους κινδυνεύουν από καρκίνο του δέρματος

Επιστήμονες στη Βρετανία ανακοίνωσαν ότι ανέπτυξαν ένα νέο τεστ για το μελάνωμα, το πρώτο που μπορεί να προβλέψει αξιόπιστα την εξάπλωση ή την επιστροφή αυτής της πιο θανατηφόρας μορφής καρκίνου του δέρματος.

Το τεστ βασίζεται στις προόδους που έγιναν στην κατανόηση του βιολογικού μηχανισμού του μελανώματος.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ και της εταιρείας-τεχνοβλαστού AMLo Biosciences, με επικεφαλής την καθηγήτρια Πένι Λόβατ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό δερματολογίας “British Journal of Dermatology”, επεσήμαναν ότι το πρωτοποριακό τεστ μπορεί να καθησυχάσει τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με μελάνωμα αρχικού σταδίου, ότι έχουν μικρό κίνδυνο μετάστασης της νόσου ή αναζωπύρωσης της στο μέλλον.

Το τεστ με την ονομασία AMBLor εφαρμόζεται στο δείγμα από το δέρμα που έχει ληφθεί για βιοψία από μη ελκώδες μελάνωμα αρχικού σταδίου (περίπου το 75% όλων των νέων μελανωμάτων) και μπορεί να αξιολογήσει τον πραγματικό κίνδυνο ο καρκίνος να επεκταθεί στο σώμα του ασθενούς. Το μελάνωμα αρχικού σταδίου που υπάρχει κίνδυνος να εξαπλωθεί, εκκρίνει τον παράγοντα μετασχηματισμού TGFβ2 που προκαλεί τη μείωση των πρωτεϊνών AMBRA1, Loricrin και Claudin-1, κάτι που ανιχνεύεται από το τεστ.

«Το τεστ μάς προσφέρει μια πιο εξατομικευμένη πρόγνωση, καθώς προβλέπει με ακρίβεια αν ο καρκίνος του δέρματος είναι απίθανο να εξαπλωθεί. Το τεστ αυτό θα βοηθήσει τους γιατρούς να εντοπίζουν τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου που διαγιγνώσκονται με μελάνωμα αρχικού σταδίου και έτσι να μειωθεί ο αριθμός των μετέπειτα ιατρικών επισκέψεων, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα για το Εθνικό Σύστημα Υγείας», δήλωσε η δρ Λόβατ.

Η συχνότητα του μελανώματος αυξάνει παγκοσμίως, με περισσότερους από 96.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ και 16.000 στη Βρετανία να διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο με αυτόν τον επικίνδυνο καρκίνο του δέρματος. Μέχρι στιγμής οι πρωτογενείς όγκοι του μελανώματος αφαιρούνται χειρουργικά και μετά γίνεται βιοψία τους με μικροσκόπιο, προκειμένου να προσδιοριστεί το στάδιο του καρκίνου και ο κίνδυνος μετάστασης. Ακόμη και όταν θεωρηθεί χαμηλού κινδύνου, ένας ασθενής πρέπει να παρακολουθείται τακτικά για τα επόμενα χρόνια και είναι ακριβώς αυτοί οι ασθενείς, τους οποίους το νέο τεστ ανιχνεύει μετά από περαιτέρω εργαστηριακή ανάλυση του δείγματος της βιοψίας

Μελάνωμα: Ο πιο επικίνδυνος καρκίνος του δέρματος

Μελάνωμα: Θεωρείται ο πιο επικίνδυνος τύπος καρκίνου του δέρματος. Μπορεί να  εμφανιστεί σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Πρόκειται για επιθετική μορφή καρκίνου που αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως οδηγεί σε μεταστάσεις, οι οποίες είναι πιθανόν να αποβούν μοιραίες για τον ασθενή. Σήμερα η επιστήμη μπορεί να θεραπεύσει σε μεγάλο ποσοστό το μελάνωμα που εντοπίζεται σε πρώιμο στάδιο με επεμβατικές μεθόδους και φαρμακευτικές θεραπείες, με το προσδόκιμο ζωής των ασθενών να επεκτείνεται κατά +10 έτη.

Μελάνωμα: Τι είναι και πώς εμφανίζεται

Οι διάφοροι τύποι καρκίνου του δέρματος εμφανίζονται στην ανθρώπινη επιδερμίδα, όμως προκύπτουν με διαφορετικό τρόπο.

Το μελάνωμα προέρχεται από τα μελανοκύτταρα, τα οποία βρίσκονται στη βαθύτερη στοιβάδα της επιδερμίδας, δηλαδή της εξωτερικής στοιβάδας του ανθρώπινου δέρματος.

Από εκεί ξεκινάει η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μελανώματος – σε ποσοστό που προσεγγίζει το 90%. Εν τούτοις, πρέπει να γνωρίζουμε ότι μελάνωμα μπορεί να εμφανιστεί και να αναπτυχθεί και σε άλλα όργανα ή ιστούς όπου εντοπίζονται μελανοκύτταρα, όπως είναι το ανθρώπινο μάτι, οι μήνιγγες και η πρωκτογεννητική οδός.

Τα μελανοκύτταρα κατά τη φυσιολογική τους λειτουργία, προστατεύουν το δέρμα μας από τον ήλιο: Παράγουν μια χρωστική ουσία που ονομάζεται μελανίνη, προκύπτει από την έκθεσή μας στον ήλιο και έχει ως σκοπό την προστασία των γειτονικών κυττάρων του δέρματος από την αρνητική επίδραση της ακτινοβολίας του ήλιου.

Ένα σημάδι στην επιδερμίδα μας που δεν υπήρχε μέχρι πρότινος, μια «ελιά» της οποίας η μορφή έχει αλλάξει ακόμα και ελαφρώς, μια «κηλίδα» που διαφέρει από άλλες που τυχόν έχουμε στο δέρμα μας, πρέπει να μας θορυβήσει και να εξεταστεί άμεσα από ειδικό, καθώς όπως και στις περισσότερες μορφές καρκίνου, έτσι και στο μελάνωμα, η έγκαιρη διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας για την περαιτέρω εξέλιξη της νόσου.

Μελάνωμα: Διάγνωση

Όταν εντοπίζουμε ένα σημάδι που μας φαίνεται «ύποπτο» ή κατά τη διάρκεια ενός προληπτικού ελέγχου στο δέρμα μας, απευθυνόμαστε στον ειδικό γιατρό, ο οποίος και τελεί την κλινική αναγνώριση ενός ύποπτου σπίλου («ελιάς»).

Η αναγνώριση αυτή βασίζεται στην αξιολόγηση πέντε χαρακτηριστικών του σπίλου που τα αρχικά τους συνθέτουν το μνημονικό κανόνα A-B-C-D-E:

A, Asymmetry: ασυμμετρία του σπίλου
B, Borders: ακανόνιστα όρια
C, Color: μη ομοιογενές χρώμα
D, Diameter: μέγεθος του σπίλου (μεγαλύτερο από 5-6 χιλιοστά)
E, Evolution: μεταβολή στα χαρακτηριστικά του σπίλου.

Ένας δερματολόγος με τη δερματοσκόπηση, που είναι η εξέταση του σπίλου με το κατάλληλο όργανο (δερματοσκόπιο). Αναλόγως με τα επιμέρους χαρακτηριστικά που εντοπίζονται κατά την εξέταση αυτή οδηγούμαστε ή όχι στην αφαίρεσή του. Πρέπει να γνωρίζουμε πως κάθε ύποπτος σπίλος που αφαιρείται από τον ασθενή, υπόκειται σε παθολογοανατομική εξέταση για τον έλεγχο παρουσίας καρκινικών κυττάρων και αναλόγως με τα ευρήματα προκύπτουν τα περαιτέρω βήματα που θα πρέπει να ακολουθηθούν και τα οποία σχετίζονται πρωτίστως με το στάδιο της νόσου και με τα συγκεκριμένα δεδομένα της περίπτωσης.

Το δερματικό μελάνωμα κατατάσσεται σε τρεις κατηγορίες και από την κατηγοριοποίηση αυτή προκύπτει εν πολλοίς, η διαδικασία αντιμετώπισής του. Μπορεί λοιπόν να πρόκειται για:

• τοπική νόσο (χωρίς ενδείξεις μετάστασης, στάδια Ι – ΙΙ),
• επιχώρια νόσο (περιορίζεται σε γειτονικούς λεμφαδένες, στάδιο ΙΙΙ)
• μεταστατική νόσο (με απομακρυσμένες εστίες, στάδιο IV).

Είναι κρίσιμο επίσης το γεγονός πως ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με μελάνωμα φέρουν μετάλλαξη σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο, το ογκογονίδιο BRAF, γεγονός που εφόσον εντοπιστεί, διαδραματίζει επίσης καθοριστικό ρόλο στη θεραπευτική διαδικασία.

Μελάνωμα: Αντιμετώπιση

Η ιατρική κοινότητα προκρίνει ως τρόπο αντιμετώπισης της τοπικής νόσου τη χειρουργική εξαίρεση, ενώ για τη νόσο σταδίου III που υπόκειται σε χειρουργική αφαίρεση, υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης επικουρικής αγωγής, στους ασθενείς που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, με στόχο την πρόληψη της επανεμφάνισης της νόσου.

Μία σειρά από φαρμακευτικούς παράγοντες έχουν ενσωματωθεί στη θεραπευτική αντιμετώπιση του μελανώματος εδώ και χρόνια. Είτε κατά μόνας είτε σε συνδυασμούς, έχει αποδειχθεί στην πράξη πως μπορούν να βελτιώσουν την ανταπόκριση των ασθενών και να επιμηκύνουν την επιβίωση, ενώ η έρευνα γύρω από το μελάνωμα συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς.

Σήμερα, κατά συντριπτική πλειοψηφία (85% – 90% των περιπτώσεων), η διάγνωση του μελανώματος γίνεται σε τοπικό στάδιο, οπότε η πρόγνωση είναι ευνοϊκότερη (10ετής επιβίωση 75% – 85%), γεγονός που με απλά λόγια σημαίνει πως με την κατάλληλη αντιμετώπιση και αγωγή, ο ασθενής κερδίζει ποιότητα και χρόνο ζωής.