Οι ρευματικές παθήσεις αριθμούν περίπου 150 διαφορετικά νοσήματα και αναφέρονται γενικά σε παθήσεις που προσβάλλουν το μυοσκελετικό σύστημα.
Οι περισσότερες από αυτές είναι αγνώστου αιτιολογίας και προσβάλλουν όλες τις ηλικίες από παιδιά μέχρι και άτομα τρίτης ηλικίας.
Επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία του οργανισμού με αποτέλεσμα να προσβάλλονται ζωτικά όργανα όπως οι αρθρώσεις, τα νεφρά, τα οστά και η καρδιά.
Τα ρευματικά νοσήματα στο σύνολό τους είναι πολυπαραγοντικά νοσήματα και οι σπουδαιότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση μιας ρευματοπάθειας είναι το γενετικό υλικό, ορμονικοί και ψυχογενείς παράγοντες καθώς και εξωγενείς παράγοντες όπως διάφορες λοιμώξεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 14% του συνολικού πληθυσμού πάσχει από ρευματοπάθειες. Η συχνότερη ρευματική πάθηση (≥ 10%) είναι η οστεοαρθρίτιδα. Λιγότερο συχνές παθήσεις είναι η οστεοπόρωση, η τενοντίτιδα και η θυλακίτιδα. Σπανιότερες (≤1%) είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Τα ρευματικά νοσήματα μπορεί να αντιμετωπισθούν σήμερα με τον κατάλληλο συνδυασμό φαρμακευτικής αγωγής, ισορροπημένης διατροφής και κατάλληλης άσκησης.
Πώς επιδρά η διατροφή και η άσκηση στα ρευματικά νοσήματα
Η οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ) είναι η πλέον κοινή ρευματική νόσος στους ενήλικες και αντιμετωπίζεται κυρίως με φάρμακα όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και απλά αναλγητικά. Από μελέτες που έχουν γίνει φαίνεται ότι η διατροφή με κατάλληλα μακρο- και μικροσυστατικά μπορεί να μειώσει ή να εξαλείψει τα συμπτώματα της νόσου και συνεπώς να βελτιώσει την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών. Έχει αποδειχθεί in vitro και in vivo σε ζώα ότι οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες καθώς και άλλοι παράγοντες όπως το οξειδωτικό στρες παίζουν σπουδαίο ρόλο στην παθοβιολογία της ΟΑ και το μεταβολισμό των οστών. Συνεπώς η διατροφή μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της φλεγμονής.
Τα διαιτητικά μακροσυστατικά όπως τα λιπίδια (λιπαρά οξέα), οι πρωτεΐνες και οι υδατάνθρακες επηρεάζουν τις ορμόνες, τις κυτταροκίνες και γενικά το «σήμα» στο νευρο-ενδοκρινο-ανοσολογικό άξονα. Ως σημαντικότερο παράδειγμα μηχανισμού δράσης των μακροσυστατικών έναντι της φλεγμονής θα αναφερθεί η δράση των ω-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (ω-3 PUFA). Τα ω-3 βρίσκονται κυρίως στο λίπος των ψαριών και βρέθηκε ότι μειώνουν τη φλεγμονή με το να τροποποιούν τον τύπο των προσταγλανδινών παράγοντας προσταγλανδίνες τύπου 3 και όχι τύπου 2 που είναι προφλεγμονώδεις. Τα ω-3 όπως το α-λινολενικό οξύ και το εικοσαπενταϊκό οξύ (EPA) όχι μόνο παρεμποδίζουν τη σύνθεση των προσταγλανδινών τύπου 2 και λευκοτριενίων τύπου 4 που προκύπτουν από τα ω-6 λιπαρά οξέα, αλλά επάγουν τη σύνθεση αντιφλεγμονωδών προσταγλανδινών τύπου 3 και λευκοτριενίων τύπου 5.
Επίσης φαίνεται ότι η κατανάλωση λιπαρών ψαριών ή συμπληρωμάτων με ω-3 μειώνει τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους σε πολλές ασθένειες.
Στην περίπτωση της ΟΑ, η πρόληψη της παχυσαρκίας και η διατήρηση του ιδανικού βάρους σχετίζονται άμεσα με τη συμπτωματολογία της νόσου. Η ισορροπημένη διατροφή πρέπει να έχει στόχο και τη διατήρηση του ιδανικού βάρους. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθά και η άσκηση. Με τη σωματική άσκηση απελευθερώνονται παυσίπονες ουσίες όπως οι ενδορφίνες, δυναμώνει το μυϊκό σύστημα και οι αρθρώσεις γίνονται πιο ευλύγιστες και φυσικά η άσκηση βοηθά στη διατήρηση του ιδανικού σωματικού βάρους. Επίσης η άσκηση συμβάλλει στον έλεγχο του άγχους και τη βελτίωση της κυκλοφορίας του αίματος.
Επιπρόσθετα, τα μικροσυστατικά της διατροφής είναι απαραίτητα για τις περισσότερες μεταβολικές αντιδράσεις και βιοσυνθέσεις. Οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες C, Ε και Α εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες και έτσι βοηθούν στη διατήρηση της ομοιόστασης. Η βιταμίνη C εμπλέκεται στη σύνθεση του κολλαγόνου και είναι απαραίτητη στους ασθενείς με εκφυλιστικά νοσήματα των οστών και των χόνδρων. Η βιταμίνη Ε επίσης έχει παρόμοιες μεταβολικές δράσεις με τη βιταμίνη C, και φαίνεται ότι μειώνει τον πόνο σε ορισμένες κλινικές μελέτες που έγιναν.
Ρευματικές παθήσεις: Η συμβολή της βιταμίνης D
Η βιταμίνη D έχει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ομοιόστασης του ασβεστίου και γενικότερα στην υγεία των οστών. Επίσης, φαίνεται ότι συμμετέχει στην επιδιόρθωση βλαβών που προκύπτουν από αυτοάνοσα νοσήματα, νευροεκφυλιστικά νοσήματα, καρδιογγειακά, νεοπλασματικά νοσήματα και μεταβολικές διαταραχές. Η βιταμίνη Κ (φυλλοκινόνη) είναι σημαντικός συμπαράγοντας της γ καρβοξυλίωσης των υπολειμμάτων γλουταμινικού οξέος, το οποίο είναι απαραίτητο για τη διαφοροποίηση και την επιμεττάλωση χόνδρων και οστών. Έχει βρεθεί ότι ή έλλειψη της βιταμίνης Κ μπορεί να είναι ένας παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση οστεοαρθρίτιδας στα χέρια και στα γόνατα.
Εκτός από τις βιταμίνες, τα ανόργανα μικροθρεπτικά συστατικά της διατροφής, όπως το σελήνιο, ο ψευδάργυρος και ο χαλκός, τα οποία συμμετέχουν ως συμπαράγοντες σε διάφορες ενζυμικές αντιδράσεις φαίνεται ότι διατηρούν την ισορροπία των οξειδο-αναγωγικών αντιδράσεων. Σε μελέτη που έγινε σε μύες με αρθρίτιδα, μειώθηκαν τα επίπεδα TNF-α και IL-6 όταν η δίαιτά τους ήταν εμπλουτισμένη με σελήνιο.
Συμπερασματικά, η ισορροπημένη διατροφή και ειδικότερα η διατροφή πλούσια σε ακόρεστα λιπαρά οξέα τύπου ω-3 καθώς και πλούσια σε αντιοξειδωτικά (βιταμίνες και μέταλλα) μειώνει τους παράγοντες φλεγμονής και συνεπώς μειώνει τα συμπτώματα της νόσου με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς. Επιπρόσθετα, η άσκηση μπορεί να βοηθήσει προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή με τη μείωση των συμπτωμάτων που επάγονται από τη φλεγμονή και με την επίδρασή της στη διατήρηση του σωστού σωματικού βάρους που επίσης σχετίζεται θετικά με τη βελτίωση της υγείας του ασθενούς.
Πηγή: Κατερίνα Σκενδέρη, PhD – Εργαστήριο Διατροφής και Κλινικής Διαιτολογίας, Τμήμα Διαιτολογίας – Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα