Σκλήρυνση κατά πλάκας: Τα πρώτα συμπτώματα – Αιτίες, μορφές, θεραπεία

Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα, το οποίο προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και ιδίως τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό. Παρουσιάζεται κυρίως στην ηλικία 20-40, ενώ προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες, παρά τους άντρες. Σε αυτό το αυτοάνοσο νόσημα, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στη μυελίνη και τις νευρικές ίνες. Αποτέλεσμα της βλάβης αυτής είναι η κακή επικοινωνία μεταξύ του εγκεφάλου και άλλων μερών του σώματος.

Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Οι 4 μορφές

Υποτροπιάζουσα ή διαλείπουσα μορφή
Αποτελεί την πιο συχνή μορφή της νόσου. Η εκδήλωσή της ακολουθείται από διάσπαρτα νευρολογικά συμπτώματα, με εποχές ακραίων υποτροπών και άλλες ημέρες σχεδόν πλήρους ύφεσης. Η υποτροπή διαρκεί από λίγες ώρες μέχρι εβδομάδες, χωρίς βελτίωση, μέχρι να επέλθει η ύφεση με την πλήρη ή εμφανή υποχώρηση των δύσκολων συμπτωμάτων. Κάποια τυπικά συμπτώματα, είναι μείωση της όρασης ή διπλωπία και πόνος στο μάτι, και αίσθηση μουδιάσματος στα κάτω άκρα, με παράλληλες διαταραχές στο ουροποιητικό σύστημα.

Προϊούσα υποτροπιάζουσα
Σε αυτή την μορφή ο ασθενής εμφανίζει τα τυπικά συμπτώματα της νόσου, τα οποία αρχικά φαίνεται ότι αφορούν μία μεμονωμένη νευρολογική πάθηση. Οι ασθενείς με προϊούσα υποτροπιάζουσα σκλήρυνση δεν ξεπερνούν το 5%. Έχουν ομαλή κοινωνική ζωή, με λίγα επεισόδια έξαρσης.

Δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή
Αφορά τους ασθενείς με ήδη υπάρχουσα υποτροπιάζουσα Σκλήρυνση κατά Πλάκας, που με τα χρόνια επιδεινώνεται η νευρολογική τους εικόνα, χωρίς ελπίδες βελτίωσης. Δηλαδή, μετά από κάθε έξαρση υπάρχει αδυναμία επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση. Οι σύγχρονες θεραπείες σχηματίζουν μία ελπιδοφόρα εικόνα, καθυστερώντας την εξέλιξη της αναπηρίας.

Πρωτοπαθώς προϊούσα μορφή
Η μορφή αυτή αφορά περίπου το 15% των περιστατικών. Αρχικά αφορά μία συνεχόμενη και αργή επιδείνωση των συμπτωμάτων, χωρίς την εμφάνιση εξάρσεων. Τα συχνότερα συμπτώματα αφορούν αδυναμία και δυσκαμψία στα πόδια. Χαρακτηριστική είναι η κλιμακωτή και πολύ αργή χειροτέρευση των ασθενών, τόσο, που να μπορούν να συγκρίνουν χρόνο με το χρόνο τις αλλαγές στην συμπτωματολογία, και όχι καθημερινά ή μηνιαία.

Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Συμπτώματα της πάθησης

Τα συμπτώματα της ασθένειας διαφέρουν ανάλογα με το μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος, που επηρεάζεται. Τα συνηθέστερα είναι η μείωση της όρασης στο ένα μάτι, η διπλωπία, το μούδιασμα και η αδυναμία σε ένα ή περισσότερα άκρα του σώματος, και η αστάθεια κατά το βάδισμα.

  • Μύες: Μυϊκοί σπασμοί, δυσκολίες στην κίνηση και αστάθεια
  • Μάτια: Διπλωπία, μείωση της όρασης, μη ελεγχόμενες κινήσεις ματιών
  • Έντερο και ουροδόχος κύστη: Λοιμώξεις ουροποιητικού, συχνοουρία, δυσκοιλιότητα, διάρροια
  • Μούδιασμα ή πόνος σε διάφορα μέρη του σώματος
  • Ομιλία: κακή άρθρωση και πεσμένος τρόπος ομιλίας, δυσκολία στο μάσημα/κατάποση
  • Εγκέφαλος: κατάθλιψη, ζάλη, απώλεια ακοής, μειωμένη όρεξη για σεξουαλική δραστηριότητα

Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Προειδοποιητικά συμπτώματα εώς και χρόνια πριν

Πριν εκδηλωθούν οι παραπάνω τυπικές κλινικές εκδηλώσεις της σκλήρυνσης, περίπου μία πενταετία νωρίτερα, οι ασθενείς είναι έως και τέσσερις φορές πιθανότερο να αναζητήσουν θεραπεία για διαταραχές του νευρικού συστήματος, όπως ο πόνος ή τα προβλήματα ύπνου, και 50% πιθανότερο να χρειαστούν τη συμβουλή ψυχιάτρου, διαπίστωσαν οι ερευνητές από το καναδικό πανεπιστήμιο.

Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Δρ Έλεν Τρέμλετ, καθηγήτρια στο Τμήμα Νευρολογίας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, ανέλυσαν το ιατρικό ιστορικό 14.000 ασθενών με σκλήρυνση, συγκρίνοντάς το με το ιστορικό 67.000 ανθρώπων που δεν έπασχαν από τη νόσο (ομάδα ελέγχου).

Από τα στοιχεία προέκυψε πως η ινομυαλγία, πάθηση που χαρακτηρίζεται από τον γενικευμένο μυοσκελετικό πόνο, ήταν τρεις φορές συχνότερη μεταξύ των ατόμων που αργότερα διαγνώστηκαν με σκλήρυνση απ’ ό,τι στην ομάδα ελέγχου, ενώ η συχνότητα του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου ήταν σχεδόν διπλάσια στην ομάδα των ασθενών.

Δύο ακόμη παθήσεις φάνηκε να πλήττουν συχνότερα τα άτομα με σκλήρυνση –πριν διαγνωστούν με την αυτοάνοση νόσο: οι διαταραχές ημικρανίας και οι διαταραχές της διάθεσης ή οι αγχώδεις διαταραχές, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατάθλιψηκαι η διπολική διαταραχή.

Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Παράγοντες Κινδύνου

Οι παράγοντες  που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου είναι:

  • Ιοί: Αρκετοί ιοί έχει βρεθεί ότι μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στη μυελίνη. Μεταξύ αυτών είναι και ο ιός Epstein-Barr (EBV), που προκαλεί και τη λοιμώδη μονοπυρήνωση.
  • Το φύλο: Η ΣΚΠ είναι τέσσερις φορές πιο συχνή στις γυναίκες.
  • Μεταβολικοί: Η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία ή κατά την εφηβεία αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου.
  • Κληρονομικότητα: εάν ένα μέλος της οικογένειας πάσχει από ΣΚΠ, αυξάνεται ο κίνδυνος νόσου και για τα υπόλοιπα μέλη.
  • Βιταμίνη D: Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και χαμηλή έκθεση στον ήλιο, έχουν συνδεθεί με αυξημένη εμφάνιση ΣΚΠ.
  • Αυτοάνοσα νοσήματα: Η ύπαρξη άλλου αυτοάνοσου νοσήματος όπως αυτά του θυρεοειδούς, η ψωρίαση, ο διαβήτης τύπου 1, όπως και τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης ΣΚΠ.
  • Το κάπνισμα: Οι καπνιστές έχουν αυξημένο κίνδυνο για επαναλαμβανόμενες υποτροπές της νόσου, σε σχέση με τους μη καπνιστές.
  • Κλίμα και περιβαλλοντικοί παράγοντες: Η ΣΚΠ είναι πιο συχνή στις βόρειες και εύκρατες χώρες (Β. Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία) και λιγότερο συχνή σε χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στον ισημερινό (Μεξικό, Κ. Αφρική, Ινδία, Ταϊλάνδη, Ινδονησία).

Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

Δεν υπάρχουν ειδικές εξετάσεις για την ΣΚΠ. Η διάγνωσή της, γίνεται με βάση τα συμπτώματα, τα ευρήματα της νευρολογικής εξέτασης και διαγνωστικά στοιχεία από τις εξετάσεις της μαγνητικής τομογραφίας και της ανάλυσης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η διάγνωσή της, συχνά βασίζεται στον αποκλεισμό άλλων παθολογικών καταστάσεων, που θα μπορούσαν να εκδηλωθούν με παρόμοια συμπτωματολογία.

Οι διαγνωστικές εξετάσεις που μπορούν να γίνουν είναι:

  • Μαγνητική τομογραφία: αποκαλύπτει τις βλάβες (πλάκες) στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο μυελό. Μπορεί να πραγματοποιηθεί και με την ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού. Το σκιαγραφικό προσλαμβάνεται από τις ενεργές εστίες βλάβης, ενώ δεν προσλαμβάνεται από τις μη ενεργείς. Με αυτόν τον τρόπο υποδεικνύεται αν η νόσος είναι ενεργή ή βρίσκεται σε ύφεση.
  • Αιματολογικές εξετάσεις: επιτρέπουν τον αποκλεισμό άλλων ασθενειών που μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της ΣΚΠ.
  • Ανάλυση Εγκεφαλο-Νωτιαίου Υγρού (ΕΝΥ): μέσω παρακέντησης στη βάση της σπονδυλικής στήλης, γίνεται λήψη και ανάλυση μικρής ποσότητας ΕΝΥ. Μπορεί να δώσει στοιχεία για την παρουσία αντισωμάτων και διαταραχών στη σύσταση του, που συνδέονται με την ΣΚΠ και μπορεί να αποκλείσει άλλες ασθένειες με παρόμοια συμπτωματολογία.
  • Προκλητά δυναμικά: η εξέταση καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του νευρικού συστήματος, κατά την διέγερση του από ένα ερέθισμα. Τα ερεθίσματα που χρησιμοποιούνται, μπορεί να είναι οπτικά (παρατήρηση διαγραμμάτων που κινούνται) ή ηλεκτρικά (ηλεκτρικά ερεθίσματα εφαρμόζονται στα χέρια ή στα πόδια του εξεταζόμενου). Ηλεκτρόδια όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στην καταγραφή του εγκεφαλογραφήματος, καταγράφουν την ταχύτητα που ταξιδεύει η πληροφορία κατά μήκος του νευρικού συστήματος.

Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Θεραπεία

Δεν υπάρχει φαρμακευτική αγωγή που να οδηγεί σε ίαση της ΣΚΠ. Οι διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες στοχεύουν στην καθυστέρηση της εξέλιξης και στη μείωση του αριθμού των υποτροπών της νόσου.

Αντιμετώπιση των Υποτροπών

Αφορά σε θεραπείες που στοχεύουν την άμεση διαχείριση της φλεγμονής και των συμπτωμάτων, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας υποτροπής της νόσου.

  • Κορτικοστεροειδή: η πρεδνιζόνη (Prezolon) και η μεθυλπρεδνιζολόνη (Medrol) χορηγούνται από το στόμα για τη μείωση της νευρικής φλεγμονής.
  • Πλασμαφαίρεση: το υγρό μέρος του αίματος (το πλάσμα) διαχωρίζεται και αφαιρείται από τα κύτταρα του αίματος. Τα κύτταρα του αίματος στη συνέχεια αναμιγνύονται με υγρό που αντικαθιστά το πλάσμα και περιέχει αλβουμίνη (πρωτεΐνη που βρίσκεται φυσιολογικά στο αίμα) και επανεισάγονται στο σώμα τους ασθενούς. Η αφαίρεση του πλάσματος χρησιμοποιείται ως θεραπεία 2ης γραμμής, στις περιπτώσεις που τα συμπτώματα μιας υποτροπής δεν υποχωρούν με τη χρήση κορτικοστεροειδών.

Ανοσοτροποποιητικές Θεραπείες

Πρόκειται για φαρμακευτικές αγωγές  που δρουν στο ανοσοποιητικό σύστημα και στοχεύουν στη μείωση της συχνότητας των υποτροπών και στην καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου.

Ενέσιμες αγωγές

  • Ιντερφερόνες βήτα: Η ιντερφερόνη είναι μια ομάδα ουσιών που παράγονται στον ανθρώπινο οργανισμό ως απάντηση σε μια λοίμωξη από κάποιον ιό. Οι ιντερφερόνες βήτα χορηγούνται στην ΣΚΠ με υποδόρια ένεση και μπορούν να μειώσουν τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των υποτροπών. Δρουν μειώνοντας τη δραστηριότητα των προ-φλεγμονωδών μηχανισμών στο κεντρικό νευρικό σύστημα, επιτρέποντας τη φυσιολογική επούλωση των νευρικών ιστών.

    Οι παρενέργειες τους, αφορούν συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της γρίπης και δερματικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης. Τα άτομα που λαμβάνουν αγωγή με ιντερφερόνη, μπορεί να αναπτύξουν αντισώματα έναντι της ιντερφερόνης και να μειωθεί η αποτελεσματικότητα της αγωγής.

    • Ιντερφερόνη βήτα-1α (Avonex, Rebif)
    • ντερφερόνη βήτα-1β (Betaseron, Extavia)
    • Πεγκιντερφερόνη βήτα-1α (Plegridy)

 

  • Γκλατιραμέρη (Copaxone): καταστέλλει την καταστροφή της μυελίνης από το ανοσοποιητικό σύστημα. Ο μηχανισμός δράσης του δεν είναι πλήρως κατανοητός. Το φάρμακο αποτελείται από 4 μόρια που περιέχονται στη μυελίνη. Πιστεύεται ότι το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο φάρμακο, το οποίο λειτουργεί ως «δόλωμα», αντί να επιτεθεί στη μυελίνη. Παρενέργειες αφορούν κυρίως σε τοπικό ερεθισμό στο σημείο της ένεσης.

Ενδοφλέβιες αγωγές

  • Αλεμτουζουμάμπη (Lemtrada): Bοηθά στη μείωση των υποτροπών της ΣΚΠ, στοχεύοντας μια πρωτεΐνη στην επιφάνεια των κυττάρων του ανοσοποιητικού και στην καταστολή των λευκών αιμοσφαιρίων. Μπορεί να περιορίσει τη βλάβη των νεύρων που προκαλείται από τα λευκά αιμοσφαίρια. Αυξάνει ωστόσο τον κίνδυνο λοιμώξεων και αυτοάνοσων διαταραχών, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού κινδύνου αυτοάνοσων παθήσεων του θυρεοειδούς και σπάνιων νεφρικών παθήσεων.
  • Μιτοξανδρόνη (Novantrone): Χρησιμοποιείται κυρίως στη δευτεροπαθώς προϊούσα μορφή. Επιβραδύνει την εξέλιξη της δευτεροπαθώς προοδευτικής ΣΚΠ και αυξάνει το διάστημα μεταξύ των υποτροπών στη διαλείπουσα μορφή. Δεν έχει ένδειξη στην πρωτοπαθώς προϊούσα μορφή. Καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, μειώνοντας τον αριθμό των κυττάρων που προσβάλλουν τη μυελίνη. Όπως και με άλλα φάρμακα στην κατηγορία του, μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες ποικίλης σοβαρότητας, όπως ναυτία, έμετο, τριχόπτωση, λοιμώξεις του ουροποιητικού και του αναπνευστικού, καρδιακή βλάβη, ηπατική βλάβη, οξεία λευχαιμία και ανοσοκαταστολή.
  • Nαταλιζουμάμπη (Tysabri): Εμποδίζει τη μετακίνηση κυττάρων του ανοσοποιητικού από την κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο μυελό. Αυξάνει τον κίνδυνο μιας σοβαρής ιογενούς λοίμωξης του εγκεφάλου, που ονομάζεται προοδευτική πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια (PML), σε άτομα τα οποία είναι θετικά για αντισώματα στον ιό JCV (John-Cunningham Virus), που προκαλεί την PML. Τα άτομα που δεν έχουν αντισώματα έναντι του ιού JC, έχουν εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο PML.
  • Oκρελιζουμάμπη (Ocrevus): Εξανθρωπισμένο μονοκλωνικό αντίσωμα. Τα εξανθρωπισμένα αντισώματα προέρχονται από άλλο ζωικό είδος, στα οποία έχει τροποποιηθεί η δομή τους, ώστε να προσομοιάζουν περισσότερο στα αντισώματα που παράγονται από τον ανθρώπινο οργανισμό. Έχει λάβει έγκριση από τον FDA για χρήση στη διαλείπουσα και στην πρωτοπαθώς προϊούσα μορφή. Κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι μείωσε το ποσοστό υποτροπών στη διαλείπουσα μορφή και επιβράδυνε την επιδείνωση της αναπηρίας και στις δύο μορφές της νόσου.

    Η οκρελιζουμάμπη χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης από γιατρό. Οι παρενέργειες που σχετίζονται με την έγχυση μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ερεθισμό στο σημείο της ένεσης, χαμηλή αρτηριακή πίεση, πυρετό και ναυτία. Ορισμένα άτομα μπορεί να μην είναι σε θέση να πάρουν ocrelizumab, όπως αυτά με λοίμωξη από ηπατίτιδα Β. Η οκρελιζουμάμπη μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο λοιμώξεων και ορισμένων τύπων καρκίνου, ιδιαίτερα του καρκίνου του μαστού.

Από του στόματος αγωγές

  • Τεριφλουνομίδη (Aubagio): Χορηγείται από το στόμα μία φορά την ημέρα. Μπορεί να μειώσει το ποσοστό υποτροπών. Δρα καταστέλλοντας τα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα, όπως αυτά του ανοσοποιητικού συστήματος (Τ-λεμφοκύτταρα). Η τεριφλουνομίδη μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο ήπαρ, τριχόπτωση και άλλες παρενέργειες. Η λήψη του απαιτεί παρακολούθηση με αιματολογικό έλεγχο σε τακτική βάση.

    Το συγκεκριμένο φάρμακο σχετίζεται με γενετικές ανωμαλίες όταν λαμβάνεται τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες και πρέπει να χρησιμοποιείται αντισύλληψη κατά τη λήψη του για έως και δύο χρόνια μετά τη διακοπή του. Τα ζευγάρια που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν θα πρέπει να μιλήσουν στο γιατρό τους σχετικά με τρόπους για να επιταχύνουν την αποβολή του φαρμάκου από το σώμα.

  • Φινγκολιμόδη (Gilenya): Λαμβάνεται από του στόματος μία φορά την ημέρα και μειώνει το ποσοστό υποτροπών. Δρα ακινητοποιώντας τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος στους λεμφαδένες, εμποδίζοντας τα να μετακινηθούν προς το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσουν βλάβη στη μυελίνη.

    Μπορεί να επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό. Για έξι ώρες μετά την πρώτη δόση θα πρέπει να παρακολουθείται ο καρδιακός ρυθμός και η αρτηριακή πίεση. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν σπάνιες σοβαρές λοιμώξεις, πονοκεφάλους, υψηλή αρτηριακή πίεση και θολή όραση.

  • Φουμαρικός διμεθυλεστέρας (Tecfidera): Λαμβάνεται από το στόμα δύο φορές την ημέρα και μπορεί να μειώσει τις υποτροπές της νόσου. Μπορεί να προκαλέσει εξάψεις, γαστρεντερικές διαταραχές, διάρροια, ναυτία και μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων. Η ανάπτυξη προοδευτικής πολυεστιακής λευκοεγκεφαλοπάθειας (PML), είναι σπάνια και προϋποθέτει προηγούμενη λοίμωξη από τον ιό JCV (βλ. Tysabri). Απαιτείται τακτικός αιματολογικός έλεγχος κατά τη λήψη του.
  • Κλαδριβίνη (Mavenclad): Γενικά συνταγογραφείται ως θεραπεία δεύτερης γραμμής, για όσους πάσχουν από διαλείπουσα μορφή  ΣΚΠ. Έχει εγκριθεί για χρήση και στη δευτεροπαθή-προϊούσα ΣΚΠ. Δίνεται σε δύο κύκλους θεραπείας, σε περίοδο δύο εβδομάδων, κατά τη διάρκεια δύο ετών. Δρα καταστέλλοντας την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων στο μυελό των οστών.

    Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, πονοκεφάλους, όγκους, σοβαρές λοιμώξεις και μειωμένα επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων. Δεν πρέπει να λαμβάνεται από άτομα που έχουν ενεργές χρόνιες λοιμώξεις ή καρκίνο, από εγκύους ή θηλάζουσες γυναίκες. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, πρέπει να χρησιμοποιούν αντισύλληψη κατά τη λήψη αυτού του φαρμάκου, για έξι μήνες μετά τη διακοπή του. Είναι πιθανόν να χρειαστεί παρακολούθηση με τακτικό αιματολογικό έλεγχο κατά τη λήψη του.

  • Σιπονιμόδη (Mayzent): Χορηγείται από το στόμα μια φορά την ημέρα. Μπορεί να μειώσει το ποσοστό υποτροπών και να βοηθήσει στην επιβράδυνση της εξέλιξης της ΣΚΠ. Είναι επίσης εγκεκριμένο για την δευτερογενή-προϊούσα ΣΚΠ. Δρα εμποδίζοντας τη μετακίνηση των λευκών αιμοσφαιρίων στη περιοχή της φλεγμονής.

    Πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν ιογενείς λοιμώξεις, ηπατική βλάβη, μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων, αρρυθμίες, πονοκεφάλους και προβλήματα όρασης. Γυναίκες που μπορεί να μείνουν έγκυες, πρέπει να χρησιμοποιούν αντισύλληψη κατά τη λήψη αυτού του φαρμάκου και για 10 ημέρες μετά τη διακοπή του. Σε κάποιες περιπτώσεις θα πρέπει να παρακολουθείται ο καρδιακός ρυθμός και η αρτηριακή πίεση, για έξι ώρες μετά την πρώτη δόση. Απαιτείται τακτικός αιματολογικός έλεγχος κατά τη λήψη του.

  • Οζανιμόδη (Zeposia): Λαμβάνεται από το στόμα μια φορά την ημέρα. Έλαβε έγκριση από τον FDA τον Μάρτιο του 2020, για χρήση στις μορφές: διαλείπουσα, δευτερογενή-προϊούσα και κλινικά μεμονωμένο σύνδρομο. Δρα ακινητοποιώντας τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος στους λεμφαδένες, εμποδίζοντας τα να μετακινηθούν προς το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσουν βλάβη στη μυελίνη.

    Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι λοιμώξεις (του ανώτερου αναπνευστικού, του ουροποιητικού συστήματος, μηνιγγίτιδα, ιογενή πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια), ηπατική βλάβη, ορθοστατική υπόταση, οσφυαλγία (πόνος στη μέση) και η υπέρταση.

  • Φουμαρική διροξιμέλη (Vumerity): Λαμβάνεται δύο φορές την ημέρα. Έχει εγκριθεί για τη θεραπεία της διαλείπουσας ΣΚΠ, της δευτερογενώς-προϊούσας ΣΚΠ και του κλινικά μεμονωμένου συνδρόμου. Έχει παρόμοιο μηχανισμό δράσης με τον φουμαρικό διμεθυλεστέρα (Tecfidera), ωστόσο έχουν αναφερθεί λιγότερες γαστρεντερικές διαταραχές. Από τη στιγμή που απορροφάται στο σώμα, μετατρέπεται άμεσα στο ενεργό συστατικό του φαρμάκου Tecfidera.