Θυρεοειδής: Τα προβλήματα στο δέρμα

Ο θυρεοειδής παράγει ορμόνες, οι οποίες ρυθμίζουν βασικές λειτουργίες του οργανισμού, όπως η αναπνοή, η πέψη, η σωματική θερμοκρασία και ο καρδιακός παλμός. Οι ορμόνες αυτές, όμως, υποστηρίζουν και τη λειτουργία του δέρματος, με αποτέλεσμα συχνά να αποτελεί αυτό το πρώτο τμήμα του σώματος όπου γίνεται εμφανής η διαταραχή των επιπέδων τους.

Είναι ένας αδένας με σχήμα σαν πεταλούδα που βρίσκεται στο λαιμό. Η υπερλειτουργία και η υπολειτουργία του είναι αρκετά συχνές. Υπολογίζεται ότι στις ηλικίες άνω των 12 ετών ένα άτομο στα 100 έχει υπερθυρεοειδισμό και πέντε στα 100 έχουν υποθυρεοειδισμό.

«Οι δερματικές εκδηλώσεις της δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα εξαρτώνται από το είδος της θυρεοειδοπάθειας», αναφέρει ο Δερματολόγος- Αφροδισιολόγος δρ Μάρκος Μιχελάκης, από τον ΕΔΟΕΑΠ. «Σε αδρές γραμμές μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: α) Σε εκείνες που οφείλονται στην απευθείας επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στο δέρμα και τα εξαρτήματά του (μαλλιά, νύχια), β) σε εκείνες που οφείλονται στις επιδράσεις των ορμονών σε μη-δερματικούς ιστούς (π.χ. στα νεύρα) και γ) στις αυτοάνοσες δερματικές εκδηλώσεις, οι οποίες σχετίζονται με τις αυτοάνοσεςθυρεοειδοπάθειες».

Οι πιο συχνές δερματικές εκδηλώσεις του υπερθυρεοειδισμού είναι το ζεστό, υγρό και απαλό δέρμα (σαν του μωρού). Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη, το 85% των πασχόντων από τη νόσο εκδηλώνουν αυτό το σύμπτωμα. Η αυξημένη θερμότητα εκδηλώνεται ως συνέπεια της αυξημένης ροής αίματος στο δέρμα και της περιφερειακής αγγειοδιαστολής, που προκαλούν επίσης κοκκίνισμα του δέρματος στο πρόσωπο, στους αγκώνες και στις παλάμες.

Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει και άλλα συμπτώματα. Τα μαλλιά, π.χ., γίνονται λεπτά και μαλακά. Μερικές φορές παρατηρείται διάχυτη απώλειά τους (αλωπεκία) ή ακόμα και πρόωρο γκριζάρισμα. Οι ασθενείς μπορεί επίσης να ιδρώνουν πολύ (υπεριδρωσία), να παρουσιάσουν γενικευμένη ή τοπική υπερμελάγχρωση (σκουραίνει το δέρμα, π.χ. στις πτυχές του δέρματος στα δάκτυλα) ή να εκδηλώσουν λευκό αποχρωματισμό των νυχιών που μπορεί να είναι ένδειξη ονυχόλυσης (τα νύχια «ξεκολλούν» από τη βάση τους).

Άλλες πιθανές εκδηλώσεις του υπερθυρεοειδισμού στο δέρμα είναι η τελαγγειεκτασία (γίνονται εμφανή, λόγω διαρροής του αίματος, τα λεπτά αιμοφόρα αγγεία στο πρόσωπο, τον λαιμό, τον θώρακα κ.λπ., δημιουργώντας σχέδια σαν τον ιστό της αράχνης) και κόκκινα-καφέ οζίδια ευαίσθητα στην αφή που αναπτύσσονται στην κνήμη, στις γάμπες και στους άκρους πόδες.

Ειδικά στους ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό λόγω νόσου Graves μπορεί να παρατηρηθεί προκνημιαίο μυξοίδημα. Η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από πάχυνση και ερυθρότητα του δέρματος στις κνήμες, που μερικές φορές είναι επώδυνη. Υπολογίζεται ότι το εκδηλώνει λιγότερο από το 5% των ασθενών, μέσα σε δύο χρόνια από τη διάγνωση της νόσου.

Αντίστοιχα, ο υποθυρεοειδισμός προκαλεί αλλαγές στο δέρμα, όπως πάχυνση, υπερκεράτωση, διάχυτη απώλεια του τριχωτού της κεφαλής και ατροφία των νυχιών. Επιπλέον, το δέρμα είναι ψυχρό, ωχρό, ρυτιδωμένο και με έντονη ξηρότητα.

Στην πραγματικότητα, το τραχύ, σκληρό και ξηρό δέρμα είναι η πιο συχνή δερματική εκδήλωση του υποθυρεοειδισμού. Μελέτες έχουν δείξει ότι το εκδηλώνουν οι περισσότεροι πάσχοντες (π.χ. περισσότερο από το 70% των ασθενών με θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η οποία είναι η συχνότερη αιτία υπολειτουργίας του θυρεοειδούς).

Η έντονη ξηρότητα συχνά οφείλεται σε μειωμένη εφίδρωση ή και στην πλήρη απουσία της. Σε μερικές περιπτώσεις η συνέπεια είναι πάχυνση στο δέρμα των παλαμών και των πελμάτων (η κατάσταση λέγεται κερατόδερμα) ή δημιουργία ενός «δικτύου» λεπτών γραμμών στην επιδερμίδα που θυμίζουν κρύσταλλο ραγισμένο σε πολλά σημεία (έκζεμα craquelé). Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς, εξάλλου, εκδηλώνουν ξηρότητα και στους βλεννογόνους (π.χ. στο στόμα ή στα μάτια).

Άλλες εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού στο δέρμα είναι ο κίτρινος αποχρωματισμός στις παλάμες και στα πέλματα (καροτιναιμία), η ψυχρότητα στο δέρμα των άκρων (οφείλεται στην συστολή των αγγείων του δέρματος) και η μαδάρωση (απώλεια των φρυδιών στο εξωτερικό άκρο τους).

Τα μαλλιά και τα νύχια επίσης επηρεάζονται. Τα μαλλιά αναπτύσσονται με αργό ρυθμό, γίνονται εύθραυστα και τραχιά, ενώ μπορεί να πέφτουν. Συχνά μειώνεται και η τριχοφυΐα στο υπόλοιπο σώμα. Τα δε νύχια αναπτύσσονται με αργό ρυθμό, ενώ γίνονται λεπτά, τραχιά και εύθραυστα.

Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί, τέλος, να επιβραδύνει την επούλωση των πληγών και να προκαλέσει μυξοίδημα, δηλαδή οίδημα (διόγκωση) σε ορισμένα σημεία του δέρματος από συσσώρευση ουσιών γύρω από τους θυλάκους των τριχών και τα δερματικά αγγεία.

«Με τον όρο μυξοίδημα περιγράφεται και ο σοβαρός υποθυρεοειδισμός που μπορεί να οδηγήσει σε κώμα και να απειλήσει τη ζωή, αλλά είναι διαφορετικός από τις δερματικές εκδηλώσεις της νόσου», διευκρινίζει ο κ. Μιχελάκης.

Και καταλήγει: «Οι παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις δερματικές εκδηλώσεις που προκαλούν οι παθήσεις του θυρεοειδούς. Μπορεί να παρατηρηθούν και άλλες, όπως πρήξιμο στο πρόσωπο (κυρίως γύρω από τα βλέφαρα, τα χείλη και τη γλώσσα), διεύρυνση της μύτης, διόγκωση του λαιμού, προεκβολή των ματιών (εξόφθαλμος), εξανθήματα (κυρίως στις πτυχές του δέρματος), “κοκκινίλες” στο δέρμα που υποχωρούν και ύστερα υποτροπιάζουν, κνησμός (φαγούρα) δίχως προφανή αιτία κ.λπ. Όποιος έχει τέτοιου είδους συμπτώματα, πρέπει να συμβουλεύεται τον ιατρό του. Δεν σημαίνει πως οπωσδήποτε έχει κάποια θυρεοειδοπάθεια, αλλά αν πάσχει, καλό είναι να το μάθει εγκαίρως».

Θυρεοειδής: Φυσιολογικές τιμές TSH και T4 – Υποθυρεοειδισμός – Yπερθυρεοειδισμός

Ο θυρεοειδής είναι ένας πολύ σπουδαίος ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται μπροστά στο λαιμό, ακριβώς κάτω από το «μήλο του Αδάμ». Ενδοκρινείς αδένες λέγονται αυτοί που παράγουν και εκκρίνουν ουσίες – τις ορμόνες – και τις στέλνουν στην κυκλοφορία για να δράσουν στα διάφορα όργανα μακριά από τον τόπο της παραγωγής τους. Είναι ο σημαντικότερος αδένας του οργανισμού γιατί ελέγχει το πόσο αποτελεσματικά το ανθρώπινο σώμα παράγει και χρησιμοποιεί την ενέργεια, ενώ επηρεάζει σχεδόν κάθε ιστό και όργανο του σώματος.

Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τις ορμόνες του θυρεοειδούς, κυριότερες από τις οποίες είναι τριιωδοθυρονίνη (T3) και θυροξίνη (Τ4), οι οποίες συντίθενται από το ιώδιο και την τυροσίνη. Παράγει επίσης την καλσιτονίνη, η οποία παράγεται από τα παραθυλακιώδη κύτταρα γνωστά και ως C-κύτταρα και παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση του ασβεστίου.

Ως υπερθυρεοειδισμός, ορίζεται το νόσημα που χαρακτηρίζεται από θυρεοειδική υπερλειτουργία, με συνέπεια την αυξημένη παραγωγή και δράση των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα. Σε γενικές γραμμές, αυτό οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα ενέργειας, λόγω της επιτάχυνσης του μεταβολισμού και των γρήγορων καύσεων. Η υπερμεταβολική αυτή κατάσταση, που προκαλείται στον οργανισμό, από την αυξημένη διαθεσιμότητα και δράση των θυρεοειδικών ορμονών, ορίζεται ως Θυρεοτοξίκωση.

Ο υποθυρεοειδισμός σχετίζεται με τη μειωμένη παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα ή την ανεπαρκή λειτουργία τους. Αυτό οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα ενέργειας, λόγω επιβράδυνσης του μεταβολισμού και αργών καύσεων. Πρόκειται για ένα χρόνιο και μεταβολικό νόσημα, που αντιμετωπίζεται μόνο εξαλείφοντας τα αίτια που τον προκαλούν. Αποκαθιστώντας δηλαδή τη βιοχημική και ορμονική ισορροπία του οργανισμού, μπορούμε να επαναφέρουμε τον Θυρεοειδή, στην πρότερη υγιή του κατάσταση. Οι ασθενείς δεν αλλάζουν την καθημερινότητα τους. Αντίθετα, σταδιακά τη βλέπουν να βελτιώνεται, παράλληλα και με τη συνολική φυσική κατάσταση της υγείας τους.

Θυρεοειδής: Φυσιολογικές τιμές TSH και T4

Δύο από τις ορμόνες-κλειδιά που καθορίζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς είναι η TSH και η T4. Η TSH είναι η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (επίσης γνωστή ως θυρεοτροπίνη) και παράγεται από την υπόφυση του εγκεφάλου ώστε να διεγείρει τον θυρεοειδή αδένα να απελευθερώσει κυρίως την ορμόνη T4 (θυροξίνη) και σε μικρότερο βαθμό την T3 (τριϊωδοθυρονίνη).

Μια απλή εργαστηριακή εξέταση μπορεί να υποδείξει αν τα επίπεδα των δύο αυτών ορμονών βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα του φυσιολογικού και επομένως αν δικαιολογείται μια διάγνωση για υποθυρεοειδισμό.

THS T4 ΔΙΑΓΝΩΣΗ
0,4 – 4,12 mIU/L 0,8 – 2,0 ng/dL φυσιολογικός θυρεοειδής
> 4,12 mIU/L 0,8 – 2,0 ng/dL υποκλινικός υποθυρεοειδισμός
> 4,12 mIU/L < 0,8 ng/dL υποθυρεοειδισμός

Η εκδήλωση ενός ή και περισσότερων από τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού συνεπάγεται ότι είναι απαραίτητος ο έλεγχος των επιπέδων της TSH και της Τ4. Επίσης, καλό είναι να ελέγχονται τα επίπεδα των δύο ορμονών εάν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις το τελευταίο διάστημα και παράλληλα αυξάνεται το σωματικό βάρος, χωρίς όμως η αύξηση να δικαιολογείται από αλλαγές στη διατροφή ή στα επίπεδα της σωματικής άσκησης. Η εξέταση είναι επίσης απαραίτητη σε περίπτωση που υπάρχει οικογενειακό ιστορικό (συγγενής α’ βαθμού) διαταραχών του θυρεοειδούς.

Θυρεοειδής: Υπερθυρεοειδισμός – Συμπτώματα που συνοδεύουν το νόσημα

Μερικά από τα συμπτώματα, που εμφανίζουν, όσοι πάσχουν από υπερθυρεοειδισμό, είναι τα παρακάτω:

  • Εξάψεις, ακούσια εφίδρωση και απώλεια βάρους με αυξημένη όρεξη.
  • Δυσανεξία στη ζέστη, συχνές κενώσεις, υπερκινητικότητα του εντέρου και υδαρή – χαλαρά κόπρανα ή διάρροια.
  • Δυσκολία στον ύπνο και αϋπνία, άγχος, ευερεθιστότητα και νευρικότητα.
  • Υπερκινητικότητα και συναισθηματική αστάθεια.
  • Μυική αδυναμία, τρέμουλο (τρόμο χειρών) και συνεχής κούραση – κόπωση.
  • Διαταραχές όρασης, «λάμπον βλέμμα» (λόγω σπασμού του άνω βλεφάρου), μέχρι και εξόφθαλμο (τα μάτια μεγαλώνουν και προέχουν προς τα έξω).
  • Αυξημένη καρδιακή συχνότητα – ταχυπαλμία και άλλες ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού.
  • Εύθραυστα και λιπαρά μαλλιά, με παράλληλη λέπτυνση του δέρματος.
  • Δυσκολίες στην ομιλία.
  • Αυξημένη απορρόφηση οστών με μετακίνηση ασβεστίου από τα οστά στο αίμα, υπερασβεστιαιμία και υπερασβεστιουρία.
  • Αυξημένο καταβολισμό πρωτεϊνών και λιπιδίων και δυσανεξία στη γλυκόζη.
  • Αντίσταση στην ινσουλίνη και υπερινσουλιναιμία.
  • Αύξηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων και μείωση της χοληστερόλης.
  • Διαταραχές και αλλαγές στην έμμηνο ρύση (όπως ολιγομηνόρροια, αραιομηνόρροια).
  • Μειωμένη λίμπιντο (σεξουαλική επιθυμία).
  • Υπογονιμότητα, στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες, μέχρι και ολιγοσπερμία, στειρότητα και γυναικομαστία.
  • Το μέγεθος του θυρεοειδούς αδένα σταδιακά αυξάνεται, αλλάζει η υφή του, αποκτά όζους και καταλήγει στην οζώδη βρογχοκήλη.

Θυρεοειδής: Υποθυρεοειδισμός – Ποια είναι τα συμπτώματα του;

Τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν:

  • Κόπωση, κατατονία
  • Νωθρότητα και αίσθημα εξάντλησης
  • Απώλεια μνήμης, δυσκολία στη συγκέντρωση
  • Τριχόπτωση και αδύναμα μαλλιά
  • Κακή κυκλοφορία, ζαλάδες και υπερευαισθησία στο κρύο
  • Ξηροδερμία με αίσθημα κνησμού (φαγούρας)
  • Εύθραυστα και λεπτά νύχια
  • Οιδηματώδες πρόσωπο, πρησμένα μάτια και βλέφαρα
  • Σακούλες κάτω από τα μάτια παρά τον αρκετό ύπνο
  • Οίδημα (πρήξιμο) των ποδιών και των χεριών
  • Πόνοι στις αρθρώσεις (αρθραλγίες) και κράμπες στους μύες
  • Μυϊκή αδυναμία και αϋπνία
  • Έκπτωση της ακοής έως κώφωση
  • Αναιμία και βράγχος φωνής
  • Αρρυθμία, βραδυκαρδία, ταχυκαρδία, χαμηλή αρτηριακή πίεση
  • Συμπτώματα κατάθλιψης και κρίσης πανικού
  • Νυκταλωπία και σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα
  • Δυσκολία στην απώλεια βάρους και τη συσσώρευση κιλών
  • Αύξηση της χοληστερόλης στο αίμα
  • Δυσκοιλιότητα και ελάττωση όρεξης
  • Αντιδραστική υπογλυκαιμία
  • Δυσφαγία και δυσκαταποσία
  • Κατακράτηση ύδατος
  • Διαταραχές κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και της εμμήνου ρύσεως, αμηνόρροια, μηνορραγίες και δυσκολία σύλληψης
  • Γυναικομαστία, στυτική δυσλειτουργία και μείωση της λίμπιντο και της γονιμότητας στους άνδρες.

Θυρεοειδής: Βρογχοκήλη – Όζοι

Η βρογχοκήλη μπορεί να είναι είτε διάχυτη (πρόκειται για διάχυτη διόγκωση) είτε οζώδης (διόγκωση κατά εστίες). Συνήθως είναι ασυμπτωματική εκτός εάν είναι ευμεγέθης, όπου ο ασθενής μπορεί να παραπονεθεί για συμπιεστικά συμπτώματα στον τράχηλο. Τις περισσότερες φορές βρίσκεται τυχαία σε απεικονιστικό έλεγχο του τραχήλου-άνω μεσοθωρακίου που γίνεται για άλλους λόγους. Μπορεί να συνυπάρχει διαταραχή στη λειτουργία του θυρεοειδούς.

Θυρεοειδής: Καρκίνος του θυρεοειδούς

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς δεν είναι τόσο σπάνια πάθηση, όσο θεωρείτο παλαιότερα και αυτό κυρίως, γιατί έχει αυξηθεί ο απεικονιστικός έλεγχος με υπερηχογραφήματα υψηλής ακρίβειας, με αποτέλεσμα η διάγνωση να γίνεται στο στάδιο του μικροκαρκινώματος (μεγαλύτερη διάμετρος όζου), όπου η έκβαση είναι άριστη. Δεν παρουσιάζει συχνά συμπτώματα. Ωστόσο, αυτά που μπορούν να θεωρηθούν ύποπτα για παρουσία καρκίνου είναι:

  • Σκληρός ψηλαφητός όζος
  • Γρήγορη αύξηση μεγέθους του όζου
  • Τοπική λεμφαδενοπάθεια
  • Βράγχος φωνής
  • Δύσπνοια (εάν πρόκειται για προχωρημένη νόσο κατά τη διάγνωση με ευμεγέθη όζο ή/και εξωθυρεοειδική επέκταση σε κοντινές ανατομικές θέσεις)
  • Δυσκολία στην κατάποση φαγητού

Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδή γίνεται με κλινική εξέταση (ψηλάφηση), υπερηχογράφημα και παρακέντηση δια λεπτής βελόνης (FNA). Ο έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι απαραίτητος και μερικές φορές μπορεί να ζητηθεί από τον ιατρό και σπινθηρογράφημα πριν την παρακέντηση.

Θυρεοειδής: Θυρεοειδίτιδες

Πρόκειται για φλεγμονώδεις διαταραχές του θυρεοειδούς διαφορετικής αιτιοπαθογένειας και κλινικών ευρημάτων. Μερικές από τις μορφές θυρεοειδίτιδας είναι: οξεία, υποξεία- de Quervain, χρονία- Χασιμότο, φαρμακευτική, μετά τον τοκετό κ.ά. Μερικά από τα συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνονται είναι:

  • Πυρετός
  • Δυσκαταποσία
  • Διόγκωση αδένα
  • Κακουχία
  • Πόνος στους μύες

Θυρεοειδής: Διάγνωση παθήσεων του θυρεοειδούς

Η διάγνωση τίθεται αρχικώς με κλινική εξέταση από ενδοκρινολόγο. Επίσης, θα χρειαστεί να κάνεις αιματολογικές εξετάσεις για τον έλεγχο των ορμονών του θυρεοειδή και υπερηχογράφημα. Αν διαγνωστεί κάποιος όζος μπορεί να χρειαστεί να κάνεις και σπινθηρογράφημα, ώστε να διαπιστωθεί ποια είναι η κατάστασή του. Η παρακέντηση FNA του θυρεοειδούς συνιστάται να γίνεται για να ελεγχθεί βαθύτερα ο ύποπτος όζος. Ο γιατρός με τη χρήση μιας ειδικής βελόνας λαμβάνει υγρό από τον όζο, στο οποίο γίνεται βιοψία για πιθανή ανεύρεση κακοήθειας.

Αξίζει, όμως, να γνωρίζει κανείς ότι υπάρχει ένα ποσοστό περίπου 5% των βιοψιών που έχουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα και περίπου 5% με ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό η διάγνωση, καθώς και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, πρέπει να γίνονται μόνο από εξειδικευμένο ιατρό, ο οποίος θα συνεκτιμήσει όλο το ιστορικό του ασθενή, την κλινική του εικόνα, τις εργαστηριακές εξετάσεις και τα αποτελέσματα της βιοψίας.