Αν έχετε παρατηρήσει πως ξυπνάτε συχνά μέσα στη νύχτα, οι πιθανότητες πρόωρου θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα ή από κάποιο άλλο αίτιο αυξάνονται, και μάλιστα περισσότερο αν είστε γυναίκα, σύμφωνα με στοιχεία νέας μελέτης.
Ο διακοπτόμενος ύπνος μπορεί να οφείλεται σε διάφορους εξωτερικούς παράγοντες όπως ο θόρυβος, η αλλαγή θερμοκρασίας, αλλά και από σωματικούς παράγοντες όπως ο πόνος ή η υπνική άπνοια. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο European Heart Journal.
Για τις ανάγκες της νέας μελέτης, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από μετρητές ύπνου που φορούσαν οι σχεδόν 8.000 συμμετέχοντες από τρεις έρευνες διάρκειας κατά μέσο όρο 11 χρόνων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που είχαν συχνές αφυπνίσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είχαν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο θανάτου από κάποιο καρδιαγγειακό νόσημα ή άλλη αιτία σε σύγκριση με τις γυναίκες που είχαν πιο σταθερό ύπνο. Όσοι άντρες από την άλλη είχαν συχνά διακοπτόμενο ύπνο, είχαν 25% μεγαλύτερες πιθανότητες πρόωρου θανάτου από κάποιο καρδιαγγειακό νόσημα σε σύγκριση με όσους είχαν μια σταθερή ρουτίνα ύπνου.
Πώς όμως εξηγείται αυτή διαφορά μεταξύ γυναικών και αντρών;
«Οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν διαφορετικούς αντισταθμιστικούς μηχανισμούς για να αντιμετωπίσουν τις επιβλαβείς συνέπειες του ασταθή ύπνου» εξηγεί ο συγγραφέας της έρευνας Dominik Linz και αναπληρωτής καθηγητής καρδιολογίας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ στην Ολλανδία. Παρόλα αυτά, ο λόγος που μπορεί ο ασταθής ύπνος να οδηγήσει σε πρόωρο θάνατο δεν είναι πλήρως κατανοητός από τους επιστήμονες και η έρευνα δεν σχεδιάστηκε για να αποδείξει κάποια συσχέτιση αιτίου και αποτελέσματος. Όμως, υπάρχουν κάποιες θεωρίες που επισημαίνουν οι συγγραφείς ενός συμπληρωματικού άρθρου της επικείμενης μελέτης.
«Αρκετοί άνθρωποι με κακή ποιότητα ύπνου διατρέχουν ακόμα και άλλους κινδύνους για καρδιακές παθήσεις, όπως η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης και η πνευμονική νόσος», δήλωσε ο συγγραφέας του συμπληρωματικού άρθρου Dr. Valentin Fuster, διευθυντής του Τμήματος Καρδιολογίας του νοσοκομείου Mount Sinai στη Νέα Υόρκη.
Δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει και το άγχος από αυτή τη λίστα, μιας και μπορεί να υπονομεύσει τον καλό μας ύπνο και να δημιουργήσει ποικίλα προβλήματα για την υγεία μας: «Κατά τη διάρκεια μικρού ή διακεκομμένου ύπνου, η ενεργοποίηση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και η φλεγμονή μπορεί να διαδραματίσουν άμεσο ρόλο » τονίζει ο Fuster. Όταν ενεργοποιείται το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, εκκρίνονται ορμόνες του στρες στο σώμα μας που αυξάνουν τους καρδιακούς παλμούς και την αρτηριακή πίεση, γεγονός που αν συμβαίνει συχνά, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων κατά τη διάρκεια της ζωής μας.
Πώς θα εξασφαλίσετε έναν ήρεμο ύπνο
Αρχικά, ο δρ. Linz προτείνει να μειώσουμε στο ελάχιστο τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τον ύπνο μας, όπως για παράδειγμα μικροήχους από συσκευές αλλά και να φροντίσουμε να διατηρήσουμε το υπνοδωμάτιο σκοτεινό και σε μια σταθερή θερμοκρασία. Ακόμα, αποφύγετε την υπερβολική κατανάλωση καφεϊνης και φαγητού λίγες ώρες πριν τον ύπνο. Ο δρ. Fuster συμπληρώνει και άλλες τεχνικές που μακροπρόθεσμα προσθέτουν χρόνια στη ζωή σας: διατηρώντας τα επίπεδα του στρες σε χαμηλά επίπεδα κάνοντας για παράδειγμα γιόγκα ή ακολουθώντας τεχνικές του διαλογισμού, θωρακίζουμε την υγεία της καρδιάς και βελτιώνουμε την ποιότητα της ζωής μας εν γένει.
Κοιμάσαι καλά; Δες από ποια ασθένεια προστατεύεσαι
Όσοι άνθρωποι κοιμούνται καλά, κινδυνεύουν λιγότερο από έμφραγμα ή εγκεφαλικό, δείχνει μια νέα γαλλική επιστημονική έρευνα, που παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας στη Βαρκελώνη.
Εννέα στους δέκα δεν κοιμούνται αρκετά, σύμφωνα με τη μελέτη, γεγονός που αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι επτά στα δέκα από αυτά τα καρδιαγγειακά περιστατικά θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν οι άνθρωποι έκαναν καλό ύπνο.
«Η σημασία της ποιότητας και της ποσότητας του ύπνου για την υγεία της καρδιάς είναι κάτι που πρέπει να διδάσκεται νωρίς στη ζωή, όταν καθιερώνονται οι υγιεινές συμπεριφορές. Η ελαχιστοποίηση των νυχτερινών θορύβων και του στρες στη δουλειά μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση του ύπνου», ανέφερε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Αμπουμπακαρί Ναμπιεμά του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (INSERM) στο Παρίσι.
Η μελέτη αφορούσε 7.200 ανθρώπους 50 έως 75 ετών (μέση ηλικία 62 ετών, το 62% άνδρες) χωρίς καρδιαγγειακή νόσο στην αρχή. Καθένας βαθμολογήθηκε από το 0 ως το 5 με βάση την ποιότητα και την ποσότητα του ύπνου του. Ως ιδανική κατάσταση 5 (την είχε μόνο το 10% των ανθρώπων) θεωρήθηκαν οι επτά έως οκτώ ώρες ύπνου τα βράδια, η καθόλου ή πολύ σπάνια αϋπνία, η ανυπαρξία υπνηλίας το επόμενο πρωί και το ξύπνημα νωρίς το πρωί.
Σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό (8%) είχαν όσοι έκαναν τον χειρότερο ύπνο και βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Η καρδιαγγειακή κατάσταση καθενός ατόμου ελεγχόταν ανά διετία επί συνολικά δέκα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων 274 εμφάνισαν στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλικό.
Διαπιστώθηκε ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος μειωνόταν κατά 22% για κάθε μία μονάδα που ανέβαινε η βαθμολογία κάποιου αναφορικά με την ποσότητα και ποιότητα του ύπνου. Έτσι, σε σχέση με όσους είχαν σκορ ύπνου 0 ή 1, εκείνοι με 5 είχαν 75% μικρότερο κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Υπολογίστηκε ότι αν όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν βαθμολογηθεί με άριστο ύπνο (5), το 72% των νέων περιπτώσεων στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού θα μπορούσαν να αποφεύγονται κάθε χρόνο.
Ο δρ Ναμπιεμά δήλωσε ότι «η μελέτη μας δείχνει τη δυνατότητα του καλού ύπνου να συντηρεί την υγεία της καρδιάς και ότι η βελτίωση του ύπνου συνδέεται με μικρότερους κινδύνους στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού. Βρήκαμε επίσης ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων έχουν δυσκολίες ύπνου. Δεδομένου ότι η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί την κορυφαία αιτία θανάτου παγκοσμίως, χρειάζεται μεγαλύτερη συνειδητοποίηση για τη σημασία του καλού ύπνου, όσον αφορά την διατήρηση μιας υγιούς καρδιάς».
Αϋπνία: Δεν μπορείτε να κοιμηθείτε; Δείτε μήπως κάνετε ΑΥΤΟ το λάθος
Αϋπνία: Δεν υπάρχει κάποια διαφορά στην ποιότητα ή στη διάρκεια του ύπνου μεταξύ όσων παίρνουν για καιρό φάρμακα για την αϋπνία και όσων δεν παίρνουν, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη. Η έρευνα δείχνει ότι η χρήση φαρμάκων για την αϋπνία επί ένα έως δύο χρόνια δεν φαίνεται να βελτιώνει τον διαταραγμένο ύπνο στα άτομα μέσης ηλικίας.
Οι διαταραχές του ύπνου (δυσκολία να κοιμηθεί κανείς ή και να μείνει κοιμισμένος, πολύ πρωινό ξύπνημα κ.ά.) είναι συνήθεις. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο παίρνουν συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως υπνωτικά, ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά για να κοιμηθούν καλύτερα. Ο κακός και ανεπαρκής ύπνος έχει συσχετιστεί με διάφορα προβλήματα υγείας, όπως διαβήτη, υπέρταση, κατάθλιψη κ.ά.
Τα φάρμακα για τον ύπνο «δουλεύουν» βραχυπρόθεσμα, για διάστημα έως έξι μηνών, αλλά όταν η αϋπνία είναι χρόνια και τα φάρμακα λαμβάνονται για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, τότε η αποτελεσματικότητά τους φθίνει, όπως δείχνει και η νέα μελέτη από ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ντάνιελ Σόλομον του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women’s της Βοστώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Open».
Η νέα έρευνα αφορούσε γυναίκες με μέση ηλικία 50 ετών, 238 που έπαιρναν φάρμακα για τον ύπνο επί ένα έως δύο χρόνια και 447 που δεν έπαιρναν. Πάνω από το 70% των γυναικών και στις δύο ομάδες ανέφεραν προβληματικό ύπνο τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Οι διαταραχές του ύπνου ήταν παρόμοιες στις δύο ομάδες, δηλαδή τα φάρμακα μετά από ένα έτος δεν βοηθούσαν πια στον ύπνο, ενώ μετά από δύο χρόνια δεν υπήρχε κάποια σημαντική μείωση στις διαταραχές του ύπνου στις γυναίκες που έπαιρναν τέτοια φάρμακα συστηματικά.
Οι ερευνητές δεν απέκλεισαν ότι αυτά τα φάρμακα μπορεί να παραμείνουν αποτελεσματικά σε μερικούς ανθρώπους μετά από αρκετά χρόνια, αλλά γενικότερα τα ευρήματα πρέπει να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της μακρόχρονης χρήσης τους σε ανθρώπους μέσης ηλικίας με προβλήματα ύπνου.