Έρπης Γεννητικών Οργάνων: Που αποσκοπεί η θεραπεία – Συμπτώματα, Αίτια Εμφάνισης, Διάγνωση και Πρόληψη

Ο έρπης γεννητικών οργάνων είναι ένα πολύ συχνά εμφανιζόμενο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ) και αποτελεί την δερματική εκδήλωση κυρίως του ιού HSV-2. Αν και ο ιός HSV-2 ευθύνεται συνήθως για τις δερματικές βλάβες, που σχηματίζονται στα γεννητικά όργανα, μπορεί να ευθύνεται και ο ιός HSV-1, που προκαλεί τον επιχείλιο έρπητα και μεταδίδεται και στα γεννητικά όργανα μέσω της σεξουαλικής πράξης. Σπανιότερα μπορεί να προκληθεί και από τον ιό Varicella Zoster Virus(VZV), που προκαλεί έρπητα ζωστήρα. Μπορεί να προσβάλει το δέρμα και τους βλεννογόνους. Η συμπτωματολογία τείνει να εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες. Εκδηλώνεται με φυσαλίδες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

Η μετάδοση του έρπητα είναι πολύ εύκολη, καθώς επιτυγχάνεται μέσω των εκκρίσεων του στόματος (σάλιο) και των γεννητικών οργάνων και με δερματική επαφή με την πάσχουσα περιοχή. Ο ιός είναι δυνατό να μεταφερθεί ακόμη και αν το άτομο δεν έχει ανοιχτές πληγές, διότι είναι φορέας του ιού.

Έρπης Γεννητικών Οργάνων: Ποια είναι τα συμπτώματα;

Τα συμπτώματα διαρκούν μερικές μέρες, ενώ συνήθως παρουσιάζονται υποτροπές 1-2 φορές το χρόνο. Τα συχνότερα από αυτά είναι τα παρακάτω:

  • Επώδυνες φυσαλίδες με κίτρινο υγρό
  • Φαγούρα
  • Τσούξιμο
  • Πυρετός
  • Δυσφορία και κακή διάθεση
  • Πόνος στους μηρούς και στα γόνατα
  • Πόνος στον κόλπο/πέος
  • Κολπικές εκκρίσεις
  • Επώδυνη ούρηση

Έρπης Γεννητικών Οργάνων: Οι πιθανές επιπλοκές της πάθησης

Οι γυναίκες που διανύουν περίοδο εγκυμοσύνης έχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών λόγω της πιθανότητας μετάδοσης του ιού στο νεογνό. Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αν η έγκυος κολλήσει τον ιό και εμφανίσει για πρώτη φορά λοίμωξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως στον τελευταίο μήνα της κύησης, καθώς αυξάνεται η πιθανότητα για νεογνικό έρπη. Ένα νεογνό παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο να πάθει εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, νοητική υστέρηση, χρόνιες δερματοπάθειες ή ακόμη και να πεθάνει.

Οι επιπλοκές από τον έρπητα γεννητικών οργάνων μπορούν να επηρεάσουν τις μικρές ηλικίες και τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Αυτοί οι ασθενείς έχουν βαρύτερη κλινική εικόνα που συνοδεύεται από πυρετό και έλκη στο σώμα, ενώ μπορεί η μόλυνση να προχωρήσει και σε εσωτερικά όργανα. Και στην περίπτωση του έρπητα γεννητικών οργάνων το δερματικό έκζεμα μπορεί να επεκταθεί και να προσβάλει και τους υγιείς ιστούς του δέρματος.

Έρπης Γεννητικών Οργάνων: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

Η διάγνωση του έρπητα γεννητικών οργάνων γίνεται από τον αρμόδιο γιατρό που είναι ο δερματολόγος. Πολλές φορές τη διάγνωση κάνει και ο γυναικολόγος κατά την κλινική γυναικολογική εξέταση. Για να διαπιστωθεί ποιος ιός έχει προκαλέσει τις δερματικές βλάβες στα γεννητικά όργανα εφαρμόζεται ειδικός αιματολογικός έλεγχος που περιλαμβάνει μοριακό και ανοσολογικό έλεγχο (αντισώματα έρπητος και μοριακός έλεγχος ερπητοϊού).

Έρπης Γεννητικών Οργάνων: Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις

Ο έρπης γεννητικών οργάνων δεν θεραπεύεται. Τα αντιϊκά φάρμακα μπορούν να ανακουφίσουν από τον πόνο και να επουλώσουν τις πληγές σχετικά γρήγορα. Αυτά τα φάρμακα είναι αποτελεσματικά στις πρώτες εμφανίσεις του έρπη και λιγότερο τις επόμενες φορές (σε αναζωπύρωση). Τα φάρμακα που προτείνονται για τη θεραπεία του έρπη είναι: ακυκλοβίρη, φαμσικλοβίρη, και βαλασικλοβίρη.

Με το δεδομένο πως ο ιός δεν δύναται να εκριζωθεί, αλλά παραμένει στον οργανισμό εφόρου ζωής, στόχος της θεραπείας είναι να:

  • μειώσει τη διάρκεια του εκάστοτε επεισοδίου, να επιταχύνει την επούλωση και εμμέσως να ελχαιστοποιήσει τη μολυσματική περίοδο
  • να μειώσει τον αριθμό των αναζωπυρώσεων ή να τις σταματήσει εντελώς.

Τέλος, ο ίδιος ο ασθενής μπορεί να συνδράμει στην προστασία του λαμβάνοντας κάποια απλά μέτρα:

  • Να διατηρεί καθαρή και στεγνή την προσβεβλημένη περιοχή προκειμένου να μην επιμολυνθεί.
  • Να τοποθετεί κρύα επιθέματα στο δέρμα για να απομακρύνονται οι φυσαλίδες αλλά και να ανακουφίζεται.
  • Να μην ακουμπάει τις βλάβες.
  • Να πλένει συχνά τα χέρια του, ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επαφή με την πληγή.
  • Να αποφεύγει τη σεξουαλική επαφή όταν υπάρχει ενεργή λοίμωξη μέχρι να εξαφανιστεί τελείως.
  • Να χρησιμοποιεί προφυλακτικό.