Κρυψορχία: Είναι πάντα εμφανής κατά τη γέννηση;

Παρά τη συνεχή πρόοδο της ιατρικής, το μεγάλο όγκο της γνώσης, τη συνεχώς αυξανόμενη κατάρτιση των ιατρών αλλά και την εύκολη πρόσβαση στην ιατρική πληροφορία από τη μεριά των γονέων, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις όπου μια από τις συχνότερες παθήσεις της παιδικής ηλικίας, η κρυψορχία, διαφεύγει της προσοχής και διαγιγνώσκεται καθυστερημένα, με καταστροφικές ορισμένες φορές συνέπειες. Τι είναι όμως η κρυψορχία και ποιες οι επιπτώσεις της, πώς διαγιγνώσκεται και πότε τελικά πρέπει να χειρουργείται;

Τι είναι η κρυψορχία;

Η κρυψορχία αποτελεί μία από τις συχνότερες συγγενείς ανωμαλίες των γεννητικών οργάνων στα αγόρια. Συγγενής ονομάζεται κάθε πάθηση με την οποία γεννιέται ένα παιδί. Οι όρχεις ξεκινούν τη διάπλασή τους κατά την έβδομη εβδομάδα της κύησης.

Η αρχική τους θέση βρίσκεται ψηλά στην περιοχή του νεφρού, ενώ μέχρι την ώρα της γέννησης κατεβαίνουν σταδιακά και, περνώντας μέσα από το βουβωνικό πόρο- ένα κανάλι στην πρόσθια επιφάνεια του κοιλιακού τοιχώματος- εγκαθίστανται τελικά στο όσχεο.

Με τον όρο κρυψορχία χαρακτηρίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο ένας τουλάχιστον από τους δύο όρχεις δε βρίσκεται στη φυσιολογική του θέση μέσα στο όσχεο αλλά σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της διαδρομής αυτής. Η συχνότητά της κατά τη γέννηση είναι 1- 4,6% στα τελειόμηνα, αλλά πολύ μεγαλύτερη στα πρόωρα νεογνά.

Εξαιτίας της πιθανότητας η κάθοδος του όρχεως να συνεχιστεί σε μερικές περιπτώσεις τις πρώτες εβδομάδες της ζωής, το ποσοστό των αγοριών που πάσχουν από κρυψορχία μετά τους έξι μήνες ανέρχεται σε 1% περίπου. Μετά την ηλικία αυτή η αυτόματη κάθοδος είναι αδύνατη. Σε μία στις τρεις περιπτώσεις η πάθηση μπορεί να αφορά και τους δύο όρχεις, να είναι δηλαδή αμφοτερόπλευρη.

Είναι συνώνυμη με την εκτοπία;

Με τον όρο εκτοπία χαρακτηρίζεται η ιδιαίτερη εκείνη μορφή κρυψορχίας κατά την οποία ο όρχις δε βρίσκεται στο όσχεο, αλλά ούτε και κατά μήκος της διαδρομής που προαναφέρθηκε. Αντιθέτως μπορεί να βρίσκεται σε θέση μηροβουβωνική, περινεική, πεική , ηβική ή ακόμη και στο αντίστοιχο ημιόσχεο. Αυτό που διαφοροποιεί την κατάσταση αυτή από την κρυψορχία, είναι ότι συνήθως δεν υπάρχει πιθανότητα ο όρχις να εγκατασταθεί αυτόματα στη φυσιολογική του θέση.

Είναι πάντα η κρυψορχία εμφανής κατά τη γέννηση;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι όχι. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας όρχις μπορεί να βρίσκεται σε φυσιολογική θέση κατά τη βρεφική ηλικία, καθώς όμως το παιδί μεγαλώνει, αυτός να ανεβαίνει σιγά σιγά σε υψηλότερη θέση.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο εμπόδιο που δεν αφήνει τον όρχι να ακολουθήσει την ανάπτυξη του σώματος του παιδιού και χαρακτηρίζεται ως δευτεροπαθής κρυψορχία ή ανερχόμενος όρχις. Η περίπτωση αυτή είναι πιο πιθανό να διαλάθει της προσοχής, γι’ αυτό και η κλινική εξέταση των όρχεων δεν πρέπει να σταματά στη βρεφική ηλικία, αλλά να επαναλαμβάνεται σε κάθε επίσκεψη στο γιατρό κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.

Το παιδί μου έχει ανελκόμενους όρχεις. Τι σημαίνει αυτό;

Ανελκόμενοι ονομάζονται οι όρχεις οι οποίοι έχουν την τάση να ανεβαίνουν προς τα επάνω με έναν ήπιο ερεθισμό της περιοχής του οσχέου ή του μηρού και να ξανακατεβαίνουν στο όσχεο όταν τους έλκουμε προς τα κάτω, κατά κανόνα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε αυξημένο τόνο του κρεμαστήρα μυ και στο αντανακλαστικό του.

Πρόκειται για έναν μυ από τον οποίο ο όρχις «κρέμεται» ουσιαστικά και με τη σύσπαση του μυός αυτού ο όρχις έλκεται προς τα επάνω. Ο ρόλος του είναι προστατευτικός, προστατεύει δηλαδή τον όρχι από τραυματισμούς της περιοχής, γι’ αυτό και το αντανακλαστικό αυτό είναι εντονότερο μετά την ηλικία του ενός έτους και μέχρι την εφηβεία. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνουμε ότι οι ανελκόμενοι όρχεις είναι σπάνιοι στη βρεφική ηλικία, ενώ συνήθως η κατάσταση αυτή λύεται από μόνη της κατά την εφηβεία.

Πρέπει να παρακολουθείται ωστόσο στενά, ως προς την πιθανότητα αναστολής της ανάπτυξης των όρχεων, αλλά και την πιθανότητα να μην πρόκειται στην πραγματικότητα για ανελκόμενους όρχεις αλλά για δευτεροπαθή κρυψορχία, σημείο που μπορεί να παραπλανήσει τον μη ειδικό ιατρό.

Ο γιατρός μας είπε ότι μπορεί να ψηλαφήσει μόνο τον έναν όρχι. Τι μπορεί αυτό να σημαίνει;

Σε ένα 20% των περιπτώσεων κρυψορχίας, ο όρχις μπορεί να μην ψηλαφάται, μιλάμε δηλαδή για «αψηλάφητο» όρχι. Αυτό όμως δε σημαίνει πάντα ότι αυτός δεν υπάρχει.

Για την ακρίβεια, έχει αποδειχθεί ότι μόλις σε ένα 20% των περιπτώσεων αυτών δεν υπάρχει όρχις, έχουμε δηλαδή ανορχία, σε άλλο ένα 30% έχουμε έναν ατροφικό όρχι, ενώ στις μισές τουλάχιστον περιπτώσεις έχουμε έναν βιώσιμο όρχι ο οποίος μπορεί να βρίσκεται μέσα στην κοιλιά ή το βουβωνικό πόρο και μπορεί κάλλιστα να διασωθεί.

Επομένως, δεν πρέπει ποτέ να βασιστούμε στην κλινική εξέταση για να πούμε ότι το παιδί μας πάσχει από ανορχία, αλλά να εξαντλήσουμε τις πιθανότητες να βρούμε έναν φυσιολογικό όρχι, με τις μεθόδους εκείνες οι οποίες προσφέρουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία, η βέλτιστη των οποίων είναι η λαπαροσκοπική διερεύνηση.

Πώς και από ποιον γίνεται όμως η διάγνωση της κρυψορχίας ή της εκτοπίας;

Η κλινική εξέταση των έξω γεννητικών οργάνων ξεκινά από τη γέννηση και επαναλαμβάνεται σε κάθε τακτικό επανέλεγχο του παιδιού από τον παιδίατρο. Η επισκόπηση συμπληρώνεται πάντα από την ψηλάφηση των όρχεων στα αγόρια, η οποία είναι καθοριστική, όχι μόνο για την εκτίμηση της θέσης τους, αλλά και του μεγέθους, όπως επίσης και άλλων πιθανών δυσμορφιών.

Όταν ο παιδίατρός σας αντιληφθεί κάποια πιθανή παρέκκλιση από το φυσιολογικό θα σας κατευθύνει στον κατάλληλο ειδικό. Η εξέταση των όρχεων δεν πρέπει να σταματά στη βρεφική ή νηπιακή ηλικία, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις δευτεροπαθούς κρυψορχίας που θα μπορούσαν με αυτόν τον τρόπο να διαφύγουν.

Η συμπλήρωση της κλινικής εξέτασης με υπερηχογραφικό ή άλλο απεικονιστικό έλεγχο θα σας συστηθεί από τον ειδικό ιατρό, εφόσον εκείνος κρίνει ότι έχει να προσφέρει κάτι διαγνωστικά, δεν κρίνεται όμως πάντα απαραίτητη.

Γιατί πρέπει η κρυψορχία και η εκτοπία να θεραπεύονται και σε ποια ηλικία;

Η πιθανότητα να κατέλθει ο όρχις αυτόματα στη φυσιολογική του θέση μετά την ηλικία των 6 μηνών –διορθωμένη για τα πρόωρα βρέφη- είναι πρακτικά μηδενική. Αυτή είναι και η ηλικία στην οποία πρέπει να ξεκινά η χειρουργική διόρθωση της κρυψορχίας.

Δεδομένου ότι σε ένα μικρό αριθμό περιπτώσεων, συγκεκριμένα όταν πρόκειται για ενδοκοιλιακούς όρχεις, είναι πιθανό να απαιτούνται δύο χειρουργικές επεμβάσεις, η διόρθωση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί στην ηλικία του έτους, το αργότερο μέχρι τους 18 μήνες.

Αυτό γιατί μετά τους 12 μήνες, οι όρχεις οι οποίοι παραμένουν εκτός της φυσιολογικής τους θέσης, αρχίζουν να χάνουν σταδιακά τόσο τα γεννητικά όσο και τα στρωματικά τους κύτταρα, που σημαίνει ότι χάνουν τόσο τη μελλοντική ικανότητα παραγωγής σπερματοζωαρίων όσο και ορμονών.

Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι η πιθανότητα ανάπτυξης συγκεκριμένου τύπου κακοήθων όγκων σε όρχεις που βρίσκονται σε υψηλή θέση είναι πολλαπλάσιος συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό και μειώνεται σημαντικά μετά την έγκαιρη χειρουργική αντιμετώπιση της κρυψορχίας.

Εύλογα λοιπόν συμπεραίνει κανείς ότι η έγκαιρη χειρουργική επέμβαση- που αποτελεί και τη θεραπεία εκλογής για την κρυψορχία και την εκτοπία- είναι αναγκαία, τόσο για τη διαφύλαξη της λειτουργικότητας των όρχεων, όσο και για τον περιορισμό της πιθανότητας ανάπτυξης κακοήθειας σε μετεφηβική ηλικία.

Τέλος, δε θα πρέπει κανείς να αγνοεί και τον ψυχολογικό αντίκτυπο της πάθησης αυτής σε ένα αγόρι που φθάνει στη σχολική ή εφηβική ηλικία χωρίς να έχει αντιμετωπισθεί.

Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι έχουν πλέον χωρίς αμφιβολία αποδειχθεί οι σοβαρές επιπτώσεις της κρυψορχίας στα ποσοστά γονιμότητας και πατρότητας, αλλά και ανάπτυξης κακοήθων όγκων, παρατηρείται το φαινόμενο να βλέπουμε ακόμη και σήμερα παραμελημένες περιπτώσεις, που φθάνουν σε εμάς όχι μόνο μετά το πέρας της βρεφικής ηλικίας, αλλά ακόμη και μετά την ενηλικίωση.

Άλλοτε η εσφαλμένη εντύπωση ότι ένα αγόρι που γεννιέται χωρίς κρυψορχία δε χρειάζεται πλέον να επανεξετάζεται για την πάθηση αυτή, άλλοτε η λανθασμένη βεβαιότητα ότι ένας όρχις που είναι καταρχάς αψηλάφητος, αποκλείεται να υπάρχει, ή ακόμη και ο φόβος των γονέων για το χειρουργείο που τους ωθεί να το αναβάλουν μέχρι το παιδί να είναι αρκετά μεγάλο, είναι κάποιες από τις αιτίες που οδηγούν στο δυσάρεστο αυτό φαινόμενο.

Παρόλα αυτά, πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμη και αν η κατάλληλη ηλικία για τη θεραπεία έχει παρέλθει, ποτέ δεν είναι αργά για να ζητηθεί η γνώμη του ειδικού και να περιοριστούν, στο βαθμό που είναι δυνατό, οι αρνητικές συνέπειες της κρυψορχίας.

Πηγή: Ειρήνη Στ. Παπαγεωργίου,