Λέμφωμα: Το λέμφωμα είναι μια αιματολογική κακοήθεια που προσβάλλει το λεμφικό σύστημα, δηλαδή τους λεμφαδένες. Μπορεί να προσβάλει επίσης τον σπλήνα και τον μυελό των οστών, καθώς και άλλα όργανα, όπως είναι το στομάχι, το έντερο, ο πνεύμονας, ο εγκέφαλος και τα οστά.
Πρέπει να τονίσουμε ότι, ανεξάρτητα από το στάδιο ή της επιθετικότητάς του, το λέμφωμα δεν συμπεριφέρεται όπως ο καρκίνος με την έννοια της μετάστασης, γι’ αυτό και σε γενικές γραμμές θεωρείται «ιάσιμo» νόσημα.
Λέμφωμα: Hodgkin και non-Hodgkin
- Τα λεμφώματα Hodgkin εμφανίζονται συχνότερα σε νεαρούς ασθενείς 15-35 ετών, σε άτομα άνω των 50 ετών, και ειδικότερα σε άντρες. Η πρόγνωση και η διάρκεια ζωής ενός ασθενή με λέμφωμα Hodgkin είναι πολύ υψηλή λόγω των νέων θεραπειών που εφαρμόζονται. Θεωρείται ιάσιμη μορφή στα αρχικά στάδια.
- Τα λεμφώματα non- Hodgkin απαντώνται συχνότερα, σε σχέση με τα λεμφώματα Hodgkin. Διακρίνονται σε χαμηλής, ενδιάμεσης και υψηλής κακοήθειας. Πλήττουν συχνότερα τους άνδρες και ο κίνδυνος νόσησης αυξάνει όσο αυξάνει η ηλικία του ατόμου. Είναι η πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια στους ενήλικές.
Λέμφωμα: Ποια αίτια οδηγούν στην εμφάνιση του;
Ως πιθανοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξή τους θεωρείται ο ιός Epstein-Barr, ο ιός HTLV-1, το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, η ηπατίτιδα C, καθώς και ασθενείς με ανοσοκαταστολή, ρευματοειδή αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, κοιλιοκάκη.
Επίσης, υψηλότερο κίνδυνο διατρέχουν όσοι έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με λέμφωμα, όσοι εκτίθενται σε χημικά, όσοι έχουν ιστορικό της πάθησης ή ιστορικό ακτινοθεραπείας.
Λέμφωμα: Ποια είναι τα συμπτώματα που παρουσιάζει;
Είναι πολύ σημαντικό ο καθένας μας να γνωρίζει τα συμπτώματα του λεμφώματος, διότι μπορεί να σώσει τη ζωή του.
Τα συμπτώματα μπορεί να μοιάζουν με αυτά λιγότερο επικίνδυνων ασθενειών και για αυτόν τον λόγο η διάγνωση είναι μερικές φορές δύσκολη.
Από την άλλη, η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντική, διότι ορισμένες επιθετικές μορφές μπορεί να είναι θανατηφόρες σε μικρό χρονικό διάστημα.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν νωρίς τα συμπτώματα υπάρχουν καλύτερες προοπτικές για γρηγορότερη διάγνωση, αγωγή και επιβίωση.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι τα παρακάτω:
- Διόγκωση ενός ψηλαφητού λεμφαδένα ή ομάδας λεμφαδένων
- Πυρετός
- Νυχτερινές εφιδρώσεις
- Απώλεια βάρους
- Κνησμός
- Δύσπνοια
- Κόπωση
- Ρίγη ή αλλαγές στην θερμορύθμιση
- Απώλεια όρεξης
- Ασυνήθιστη κόπωση η έλλειψη ενέργειας
- Αναιμία
- Επίμονος βήχας
- Διογκωμένες αμυγδαλές
- Πονοκέφαλοι
- Διόγκωση ήπατος και/ή σπλήνα
Λέμφωμα: Ποια είναι τα στάδια της ασθένειας;
Στάδιο 1
Περιλαμβάνει μία μόνο ζώνη η περιοχή, συχνά ένα μόνο λεμφαδένα και την περιβάλλουσα περιοχή. Τυπικά δεν παρουσιάζονται συμπτώματα.
Στάδιο 2
Περιλαμβάνει πάνω από μία περιοχή λεμφαδένα σε μια πλευρά του διαφράγματος ή μια ζώνη λεμφαδένα και μια κοντινή περιοχή ή όργανο.
Στάδιο 3
Περιλαμβάνει ζώνες λεμφαδένων και στις δύο πλευρές του διαφράγματος και ένα όργανο η μία περιοχή πλησίον των λεμφαδένων, τον σπλήνα η κάποιο άλλο όργανο ή περιοχή.
Στάδιο 4
Περιλαμβάνει ένα η περισσότερα όργανα και τον μυελό των οστών ή το δέρμα.
Λέμφωμα: Πρόληψη και παράγοντες κινδύνου
Παρ’ όλο που τα πραγματικά αίτια των λεμφωμάτων παραμένουν άγνωστα, ορισμένοι κοινοί παράγοντες φαίνονται να επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης.
Η νόσος είναι πιο συχνή σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, καθώς και σε άτομα που εκτίθενται σε περιβαλλοντικά καρκινογόνα, φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα, ιούς και ορισμένα βακτήρια.
Παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης λεμφώματος είναι οι εξής:
- Οικογενειακό ιστορικό
- Αυτοάνοσα νοσήματα
- Μεταμόσχευση
- Έκθεση σε χημικά, όπως φυτοφάρμακα, για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
- Μόλυνση από ιούς, όπως ο Epstein-Barr (που προκαλεί τη λοιμώδη μονοπυρήνωση), HTLV-1, HIV/AIDS, ηπατίτιδα C, ή και κάποια βακτήρια, όπως το ελικοβακτηρίδιο (που προκαλεί έλκος)
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το να έχεις κάποιον παράγοντα κινδύνου δεν σημαίνει πως κατ’ ανάγκη θα αναπτύξεις λέμφωμα.
Στην πράξη, οι περισσότεροι άνθρωποι με παράγοντες κινδύνου δεν εμφανίζουν λέμφωμα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι ασθενείς με λέμφωμα δεν έχουν εκτεθεί σε κανένα γνωστό παράγοντα κινδύνου.
Παρ’όλο που δεν είναι γνωστό γιατί αναπτύσσονται τα λεμφωματα, γνωρίζουμε πως δεν είναι δυνατό να οφείλονται σε τραυματισμό και πως δεν είναι μεταδοτικά.
Λέμφωμα: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Οι περισσότεροι άνθρωποι που παραπονιούνται για τέτοια συμπτώματα δεν έχουν λέμφωμα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ σημαντικό εάν κάποιος έχει συμπτώματα που δεν υποχωρούν, να επισκεφτεί τον γιατρό ώστε να επιβεβαιώσει ότι δεν πάσχει από λέμφωμα ή κάποια άλλη σοβαρή ασθένεια.
Η κλινική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει διογκωμένους λεμφαδένες σε διάφορες περιοχές του σώματος. Ο γιατρός προχωρεί σε εξετάσεις αίματος και βιοψία ενός διογκωμένου λεμφαδένα, κατά την οποία ο λεμφαδένας μελετάται στο παθολογοανατομικό εργαστήριο για να ταυτοποιηθεί η νόσος.
Μετά την ταυτοποίηση του, ακολουθεί μια σειρά εργαστηριακών εξετάσεων για να εντοπιστούν τα σημεία της νόσου (στάδιο νόσου). Αυτές οι εξετάσεις μπορεί να είναι:
- Απλές αιματολογικές εξετάσεις
- Απεικονιστικές εξετάσεις (τομογραφία, μαγνητική κ.ά.) ώστε να εντοπιστούν τυχόν άλλοι λεμφαδένες και να ελεγχθεί το συκώτι, ο σπλήνας ή οι πνεύμονες
Ανάλογα με την κρίση του γιατρού, ίσως χρειαστούν πιο ειδικές εξετάσεις, όπως παρακέντηση του μυελού των οστών.
Λέμφωμα: Ποιες θεραπευτικές προσεγγίσεις υπάρχουν;
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις των κακοήθων λεμφωμάτων είναι η χημειοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία και η ακτινοβολία. Οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται νωρίς και λαμβάνουν θεραπεία σε αρχικά στάδια της νόσου έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν καλά και λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν υποτροπές.
Για το λέμφωμα Hodgkin και ιδίως για τον κλασικό τύπο η επίτευξη ίασης κυμαίνεται στο 75-80% με την κλασική χημειοθεραπεία, με ή χωρίς ακτινοβολία, ανάλογα με το στάδιο της νόσου και την παρουσία ογκόμορφης νόσου.
Το 20-25% των ασθενών που θα εμφανίσουν υποτροπή ή ανθεκτική νόσο θα υποβληθούν σε αποτελεσματική ανοσοθεραπεία, ενώ επί αστοχίας και αυτής θα υποβληθούν σε μεταμόσχευση μυελού.
Για τα μη-Hodgkin λεμφώματα χαμηλής κακοήθειας που αφορούν άτομα μεγάλης ή μέσης ηλικίας, ο στόχος της θεραπείας δεν είναι η εκρίζωση της νόσου, αλλά η επιμήκυνση της επιβίωσης και η βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας έχει φέρει θεαματικά αποτελέσματα.
Για τα υψηλής κακοήθειας Β-λεμφώματα, επίσης, ο συνδυασμός ανοσοθεραπείας και χημειοθεραπείας είναι εντυπωσιακά αποτελεσματικός, με το 60% περίπου των ασθενών να ιώνται.
Για τους ασθενείς με υποτροπιάζουσα ανθεκτική νόσο δοκιμάζονται συνδυασμοί ανοσοθεραπείας με μονοκλωνικά αντισώματα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί στους θεραπευτικούς χειρισμούς η επαναστατική προσέγγιση με τα CAR T – λεμφοκύτταρα.
Η διαδικασία συνίσταται στην αφαίρεση κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς, τα οποία τροποποιούνται γενετικά με σκοπό να αναγνωρίζουν τα παθολογικά λεμφωματικά κύτταρα και να τους επιτίθενται.
Το είδος αυτό της θεραπείας δημιουργείται για κάθε ασθενή. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη θεραπευτική αντιμετώπιση των κακοήθων λεμφωμάτων, με αποτέλεσμα η πλήρης «ίαση» αυτών να είναι γεγονός.