Ουρολοίμωξη: Τα συμπτώματα, τα αίτια, η θεραπεία – Ποια αντιβίωση να πάρετε

Η ουρολοίμωξη είναι η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος από παθογόνους μικροοργανισμούς, όπως τα βακτήρια, τους μύκητες και σπανιότερα τους ιούς. Αποτελούν τον δεύτερο συχνότερο τύπο λοιμώξεων στον άνθρωπο και ιδιαίτερα στις γυναίκες, όπου 1 στις 2 κινδυνεύουν να αναπτύξουν έστω ένα επεισόδιο ουρολοίμωξης στη ζωή τους.

Οι περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος προκαλούνται από βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στο έντερο. Το βακτήριο Escherichia coli (E. coli) προκαλεί τη συντριπτική πλειοψηφία των λοιμώξεων ανεξάρτητα οργάνου εντόπισης, ενώ τα χλαμύδια και τα μυκοπλάσματα εμπλέκονται συχνότερα σε λοιμώξεις της ουρήθρας, του προστάτη και σπανιότερα της κύστης.

Τοπογραφικά ταξινομούνται σε λοιμώξεις του ανώτερου και του κατώτερου ουροποιητικού ενώ με βάση το όργανο σε:

  • ουρηθρίτιδα
  • προστατιτίδα
  • κυστιτίδα
  • και πυελονεφρίτιδα όταν η λοιμώξη αφορά τους νεφρούς

Οι γυναίκες είναι σαφώς περισσότερο επιρρεπείς σε ουρολοιμώξεις για ανατομικούς λόγους, αφού η γυναικεία ουρήθρα είναι πολύ μικρότερη (4εκ.) από του άντρα και απέχει ελάχιστα εκατοστά από το αιδοίο και τον πρωκτό, με συνέπεια την γρήγορη είσοδο στην κύστη των βακτηρίων που φυσιολογικά υπάρχουν.

Οι ουρολοιμώξεις στους άντρες δεν είναι τόσο συχνές όσο στις γυναίκες, αλλά συνήθως είναι πιο σοβαρές και απαιτούν μεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία.

Ουρολοίμωξη: Τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν

Τα πρώτα ένοχα σημάδια και συμπτώματα της ουρολοίμωξης είναι:

  • Συχνοουρία
  • Επιτακτική ούρηση
  • Πόνος κατά την ούρηση
  • Τσούξιμο κατά την ούρηση
  • Αποβολή πολύ μικρής ποσότητας ούρων παρά την έντονη ανάγκη για ούρηση
  • Δύσοσμα ούρα
  • Πόνος στην κοιλιά
  • Αιματουρία
  • Πυρετός (πυελονεφρίτιδα)

Οι ηλικιωμένες γυναίκες και οι άντρες μπορεί να αναφέρουν αδυναμία, τρόμο και κοιλιακό άλγος, ειδικά αν συνυπάρχει πυρετός.

Τα ούρα μπορεί να φαίνονται θολά, σκούρα ή αιματηρά και δύσοσμα. Συνήθως οι απλές κυστίτιδες δεν προκαλούν πυρετό.

Η εμφάνιση πυρετού σημαίνει ότι η μόλυνση έχει προχωρήσει στους νεφρούς ή στον προστάτη και είναι ένδειξη άμεσης φαρμακευτικής αντιμετώπισης και πιθανότατα νοσηλείας για περαιτέρω διερεύνηση.

Ουρολοίμωξη: Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

Αρχικά απαιτείται γενική και καλλιέργεια ούρων. Η γενική ούρων θα αναδείξει την ύπαρξη πυοσφαιρίων και μικροβίων στα ούρα, ενώ η καλλιέργεια ούρων θα εντοπίσει το μικρόβιο μετά από περίπου 48 ώρες. Μαζί με τον εντοπισμό του μικροβίου, καθορίζονται και τα κατάλληλα αντιβιοτικά, για να το καταπολεμήσουν (αντιβιόγραμμα).

Η συλλογή των ούρων θα πρέπει να γίνει προσεκτικά σε ειδικό αποστειρωμένο δοχείο που προμηθευόμαστε από το φαρμακείο, ύστερα από πλύσιμο των γεννητικών οργάνων. Σε υποτροπιάζουσες λοιμώξεις απαιτούνται επιπλέον ειδικές εξετάσεις, για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο ουροποιητικό σύστημα (π.χ. υπερηχογράφημα νεφρών και κύστης, πυελογραφία ή αξονική τομογραφία και κυστεοσκόπηση).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ουροποιητικό σύστημα αποικίζεται και από μικρόβια που δεν ανιχνεύονται με τις συνήθεις τεχνικές καλλιέργειας και έτσι σε περιπτώσεις υποτροπιαζουσών λοιμώξεων μπορεί να απαιτηθεί η χρήση μοριακών ή άλλων τεχνικών κατά την κρίση του θεράποντα ιατρού.

Τι είναι οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις;

Είναι η εμφάνιση συχνών ουρολοιμώξεων. Το 20% των νεαρών γυναικών, μετά την πρώτη ουρολοίμωξη, θα έχει υποτροπή.

Κάθε επιπλέον επεισόδιο αυξάνει τον κίνδυνο επανάληψης. Έτσι, κάποιες γυναίκες έχουν τρία ή περισσότερα επεισόδια κάθε χρόνο. Σε μερικές από αυτές, οι υποτροπές θα σταματήσουν σε 1-2 χρόνια, αν αντιμετωπιστούν σωστά με έντονη προσπάθεια στην πρόληψη.

Στους άντρες συμβαίνουν, αν συνυπάρχουν άλλες παθήσεις, όπως υπερτροφία προστάτη, χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, σακχαρώδης διαβήτης ή νευρογενής κύστη (παραπληγικοί).

Ουρολοίμωξη: Ποιες καταστάσεις αυξάνουν τον κίνδυνο;

Κακή υγιεινή: Η μη καθημερινή υγιεινή της πρωκτογεννητικής περιοχής, η λανθασμένη φορά από πίσω προς τα μπρος κατά το σκούπισμα και η χρήση ακατάλληλων σκευασμάτων υγιεινής.

Κακές συνήθειες ούρησης: Αναβολή της ούρησης, γυναικεία ούρηση σε όρθια θέση με συνέπεια τη μη χάλαση των μυών του πυελικού εδάφους.

Σεξουαλικές πρακτικές: Η σεξουαλική πράξη (χρήση λιπαντικών, αυξηση θερμοκρασίας λόγω τριβής, πρωκτικό σέξ, κ.α) αποτελεί τη συχνότερη αιτία ουρολοιμώξεων.

Μέθοδοι Αντισύλληψης: Στις γυναίκες που χρησιμοποιούν διάφραγμα ή σπερματοκτόνες ουσίες για αντισύλληψη.

Στάση των ούρων: Οποιαδήποτε αιτία δημιουργεί απόφραξη στο ουροποιητικό σύστημα και εμποδίζει τη ροή και την πλήρη αποβολή των ούρων–όπως οι πέτρες και η υπερτροφία προστάτη.

Νευρογενής κύστη: Άτομα με νευρολογικά προβλήματα.

Ουροκαθετήρας: Αποτελεί ξένο σώμα για τον οργανισμό, άρα και αιτία λοίμωξης.

Σακχαρώδης διαβήτης: Τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στα ούρα αποτελούν «τροφή» για τα μικρόβια, και γιατί η πάθηση συχνά συνοδεύεται από νευροπάθεια της κύστης.

Ουρολοίμωξη: Πώς αντιμετωπίζεται;

Για τη θεραπεία της ουρολοίμωξης χρησιμοποιούνται συνήθως αντιβιοτικά, τα οποία μερικές φορές χρησιμοποιούνται σε χαμηλές δόσεις μακροπρόθεσμα για λόγους πρόληψης της υποτροπής. Ωστόσο, υπάρχουν και φυσικοί τρόποι που προστατεύουν από την λοίμωξη και μειώνουν τον κίνδυνο υποτροπής. Ας δούμε 6 φυσικές θεραπείες.

Άφθονα υγρά

Η κατάσταση ενυδάτωσης ενός ανθρώπου έχει συνδεθεί με τον κίνδυνο ουρολοίμωξης, αλλά και με την πρόληψη, καθώς η τακτική ούρηση απομακρύνει τα βακτήρια από το ουροποιητικό σύστημα.

Μια μελέτη, που εξέτασε συμμετέχοντες που είχαν μακροπρόθεσμα καθετήρες, διαπίστωσε ότι η χαμηλή παραγωγή ούρων αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοιμώξεων. Επίσης, μια άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2003, η οποία εξέτασε 141 κορίτσια, διαπίστωσε ότι η χαμηλή πρόσληψη υγρών και η όχι και τόσο συχνή ούρηση, συνδέεται με επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.

Συμβουλή: Για να είστε πάντα ενυδατωμένοι φροντίστε να πίνετε νερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και όχι μόνο όταν διψάτε.

Βιταμίνη C

Μερικά στοιχεία μελετών δείχνουν ότι η αύξηση της πρόσληψης βιταμίνης C, θα μπορούσε να προστατεύσει από λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Η βιταμίνη C, πιστεύεται ότι αυξάνει την οξύτητα των ούρων, εξαλείφοντας έτσι τα βακτηρίδια που προκαλούν μολύνσεις.

Μια μελέτη του 2007 που πραγματοποιήθηκε σε έγκυες γυναίκες, εξέτασε τα αποτελέσματα που είχε η λήψη 100 mg βιταμίνης C σε καθημερινή βάση. Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που λάμβαναν βιταμίνη C είχαν κατά το ήμισυ μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν έπαιρναν βιταμίνη.

Συμβουλή: Τα φρούτα και τα λαχανικά περιέχουν άφθονη βιταμίνη C και μάλιστα, οι κόκκινες πιπεριές, τα πορτοκάλια, το γκρέιπφρουτ και τα ακτινίδια έχουν όλη τη συνιστώμενη δόση. Ενσωματώστε τα στην διατροφή σας.

Χυμός Cranberry χωρίς ζάχαρη

Η κατανάλωση χυμού Cranberry χωρίς ζάχαρη, είναι μια από τις πιο γνωστές φυσικές θεραπείες για λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Τα Cranberry εμποδίζουν την προσκόλληση των βακτηριδίων στο ουροποιητικό σύστημα, αποτρέποντας έτσι τη μόλυνση.

Σε μια πρόσφατη μελέτη, γυναίκες με πρόσφατες ουρολοιμώξεις κλήθηκαν να καταναλώνουν καθημερινά 240-ml χυμού Cranberry για 24 εβδομάδες. Εκείνες που έπιναν χυμό Cranberry εμφάνισαν λιγότερες φορές ουρολοίμωξη σε σύγκριση με την ομάδα που δεν κατανάλωνε το χυμό. Επιπρόσθετα, μια άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2015 έδειξε ότι η θεραπεία με κάψουλες από χυμό Cranberry θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο ουρολοίμωξης στο μισό. Ωστόσο, κάποιες άλλες μελέτες υποδεικνύουν ότι ο εν λόγω χυμός μπορεί και να μην είναι τόσο αποτελεσματικός στην πρόληψη των λοιμώξεων.

Συμβουλή: Τα συγκεκριμένα οφέλη ισχύουν μόνο για μη ζαχαρούχους χυμούς.

Προβιοτικά

Τα προβιοτικά είναι ευεργετικοί μικροοργανισμοί που καταναλώνονται μέσω τροφίμων ή συμπληρωμάτων, οι οποίοι προάγουν την υγιή ισορροπία των βακτηρίων στο έντερο.

Σήμερα, η χρήση προβιοτικών συνδέεται σχεδόν με ότι αφορά την υγεία, από την βελτιωμένη πεπτική υγεία μέχρι την ενίσχυση της ανοσολογικής λειτουργίας. Σύμφωνα με μερικές μελέτες, ορισμένα στελέχη προβιοτικών μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι ο Lactobacillus, ένα κοινό προβιοτικό στέλεχος, βοήθησε στην πρόληψη των ουρολοιμώξεων σε ενήλικες γυναίκες. Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι η λήψη προβιοτικών μαζί με αντιβιοτικά ήταν πιο αποτελεσματική στην πρόληψη των επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων, συγκριτικά με τη χρήση αντιβιοτικών μόνο.

Σημειώνεται ότι τα αντιβιοτικά που αποτελούν τον κύριο τρόπο άμυνας κατά των ουρολοιμώξεων, μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στα επίπεδα των βακτηρίων του εντέρου και τα προβιοτικά βοηθούν στην αποκατάσταση των βακτηρίων μετά την χρήση των αντιβιοτικών.

Καλές συνήθειες υγιεινής

Η πρόληψη των ουρολοιμώξεων σχετίζεται άμεσα με την εφαρμογή καλών συνηθειών υγιεινής. Εφαρμόστε λοιπόν τα εξής:

  • Μην κρατάτε τα ούρα σας για πολλή ώρα, διότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συσσώρευση βακτηριδίων, με αποτέλεσμα τη μόλυνση.
  • Η ούρηση μετά από τη σεξουαλική επαφή μειώνει τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων, καθώς αποτρέπει την εξάπλωση βακτηριδίων.
  • Όσοι είναι επιρρεπείς στις ουρολοιμώξεις θα πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση σπερματοκτόνου, το οποίο έχει συνδεθεί με την αύξηση των λοιμώξεων.
  • Μετά τη χρήση της τουαλέτας σκουπιστείτε από μπροστά προς τα πίσω. Το σκούπισμα από πίσω προς τα εμπρός ευνοεί την εξάπλωση βακτηριδίων στο ουροποιητικό σύστημα και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ουρολοιμώξεων.

Φυσικά συμπληρώματα

Υπάρχουν αρκετά φυσικά συμπληρώματα που μειώνουν τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων, όπως:

  • D-Mannose: Πρόκειται για ένα τύπο ζάχαρης που υπάρχει στα Cranberry και αποδεδειγμένα είναι αποτελεσματικός στη θεραπεία των ουρολοιμώξεων και την πρόληψη της υποτροπής.
  • Φύλλο Bearberry: Μία μελέτη έδειξε ότι ο συνδυασμός φύλλων και ρίζας Bearberry μειώνει τον κίνδυνο επανεμφάνισης ουρολοιμώξεων.
  • Εκχύλισμα Cranberry: Όπως ο χυμός Cranberry, έτσι και το εκχύλισμα του, αποτρέπει την προσκόλληση βακτηρίων στο ουροποιητικό σύστημα.
  • Εκχύλισμα σκόρδου: Το σκόρδο αποδεδειγμένα έχει αντιμικροβιακές ιδιότητες και μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη βακτηριδίων.

Ουρολοίμωξη: Διαλέγοντας την σωστή αντιβίωση

Η επιλογή της κατάλληλης αντιβίωσης πρέπει να γίνεται με βάση το φάσμα δράσης του φαρμάκου κατά του παθογόνου μικροοργανισμού. Ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη –και που συχνά υποτιμάται η σημασία του– είναι οι επιπτώσεις που έχουν οι αντιβιώσεις στη χλωρίδα του εντέρου και του κόλπου, καθώς και στο νοσοκομειακό μικροβιακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα η βακτηριακή ευαισθησία στα αντιβιοτικά να παρουσιάζει αλλαγές. Συνεπώς πρέπει να επιλέγεται κατ’ αρχήν η πιο απλή και συνάμα αποτελεσματική αντιβίωση, βάσει αντιβιογράμματος, με σκοπό την κατά το δυνατόν αποφυγή ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής.

Άλλοι παράγοντες που επίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή της αντιβιοτικής θεραπείας είναι η ακεραιότητα της νεφρικής λειτουργίας, η υπερευαισθησία του ασθενούς σε κάποια αντιβίωση, οι παρενέργειες των φαρμάκων και, τέλος, ειδικές περιπτώσεις ασθενών, όπως είναι τα παιδιά και οι έγκυες γυναίκες.

Η εμπειρική χορήγηση αντιβιοτικών γενικά δεν συνιστάται. Ωστόσο, σε ουρολοιμώξεις με βαριά κλινική εικόνα (εμπύρετο, σήψη) υπάρχει η ένδειξη έναρξης αντιβιοτικής αγωγής εμπειρικά, μέχρι να είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της καλλιέργειας των ούρων και του αντιβιογράμματος. Η επιλογή της αντιβίωσης γίνεται με βάση το φάσμα δράσης της, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνονται οι μικροοργανισμοί που είναι γνωστό ότι προκαλούν τη συγκεκριμένη λοίμωξη. Η αλλαγή της αντιβιοτικής αγωγής θα πρέπει να γίνεται μόνο σε περίπτωση απουσίας βελτίωσης της κλινικής εικόνας μετά την παρέλευση 3-4 ημερών από την έναρξη της θεραπείας.

Ειδικά δοσολογικά σχήματα χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που έχουμε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις που οφείλονται σε ιδιοπαθή ευαισθησία ή σε νευρογενή κύστη. Χορηγούνται χαμηλές δόσεις αντιβίωσης καθημερινά ή μετά την σεξουαλική επαφή. Το είδος της αντιβίωσης αλλάζει κάθε έξι μήνες για την αποφυγή επιπλοκών και αντοχής των μικροβίων.

Ουρολοίμωξη: Γνωστές αντιβιοτικές ουσίες

Αμοξυκιλλίνη και Κλαβουλανικό οξύ (Augmentin)

Η κύρια ένδειξη αφορά λοιμώξεις από μικροβιακά στελέχη (στρεπτόκοκοι, εντερόκοκκοι), τα οποία παράγουν λακταμάση και στα οποία δεν είναι δραστική μόνη η αμοξυκιλλίνη, όπως λοιμώξεις αναπνευστικού, ουροποιογεννητικού, δέρματος και μαλακών μορίων, οστών και αρθρώσεων, ενδοκοιλιακή σήψη και προφυλακτικώς μετά από χειρουργικές επεμβάσεις. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούν στο γαστρεντερικό σύστημα και εκδηλώνονται ως διάρροια, ναυτία και έμετοι.

Κεφακλόρη ( Ceclor)

Η κεφακλόρη (cefaclor) είναι αντιβίωση η οποία ανήκει στην ομάδα των ημισυνθετικών κεφαλοσπορινών δευτέρας γενεάς και προορίζεται για χορήγηση από του στόματος. Οι in vitro δοκιμασίες έχουν δείξει ότι η βακτηριοκτόνος δράση της κεφακλόρης οφείλεται στην αναστολή της σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων. Η κύρια ενδειξή του αφορά μη επιπεπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων της πυελονεφρίτιδας και κυστίτιδας, (με ταυτόχρονη κάλυψη για τα αναερόβια) που προκαλούνται από Ε.coli, P.mirabilis, Klebsiella spp.

Κεφτριαξόνη ( Rocephin )

Η κεφτριαξόνη (ceftriaxone) είναι μια μακράς δράσης, ευρέος φάσματος αντιβίωση της τάξης των κεφαλοσπορινών γ’ γενεάς, για παρεντερική χρήση. Η βακτηριοκτόνος ενέργεια της κεφτριαξόνης προκύπτει από την αναστολή της σύνθεσης του τοιχώματος των κυττάρων. Η κεφτριαξόνη ενεργεί in vitro εναντίον ενός ευρέος φασματος κατά Gram-αρνητικών και Gram-θετικών μικροοργανισμών. Η κεφτριαξόνη έχει ένδειξη σε λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων περιλαμβανομένης και της γονόρροιας.

Αζιθρομυκίνη ( Zithromax )

Η αζιθρομυκίνη (azithromycin) είναι η πρώτη αντιβίωση μίας υποομάδας των μακρολιδίων, γνωστής ως αζαλίδες. Ο μηχανισμός δράσης της αζιθρομυκίνης συνιστάται στην αναστολή της πρωτεϊνοσύνθεσης των βακτηρίων μέσω σύνδεσής της με τη ριβοσωμιακή υπομονάδα 50s και παρεμπόδισης της μετατόπισης των πεπτιδίων, χωρίς να επηρεάζει τη σύνθεση των πολυνουκλεοτιδίων. Στις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες νόσους στον άνδρα και στη γυναίκα η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία των μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος των οφειλομένων σε Chlamydia trachomatis.

Η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται, επίσης, για τη θεραπεία του μαλακού έλκους που οφείλεται στον Haemophilus ducreyi στους άνδρες. Επίσης, η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία των μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος που οφείλονται σε μη πολυανθεκτικά στελέχη της Neisseria gonorrhoeae. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να αποκλεισθούν συνυπάρχουσες λοιμώξεις οφειλόμενες στο Treponema pallidum (σύφιλη).

Σιπροφλοξασίνη ( Ciproxin )

Η σιπροφλοξασίνη (ciprofloxacin) ανήκει στις κινολόνες, μια κατηγορία αντιβιοτικών που είναι κατάλληλη για τη θεραπεία λοιμώξεων ευρέως φάσματος. Η σιπροφλοξασίνη αναστέλει τη DNA γυράση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σταματά τον βακτηριακό μεταβολισμό και την αναπαραγωγή. Η σιπροφλοξασίνη ενδύκνειται για λοιμώξεις του ουροποιητικού και γεννετικού συστήματος. Έχει πολύ καλή διείσδυση στους ιστούς και περνάει τον αιμο-προστατικό φραγμό. Είναι φάρμακο πρώτης επιλογής στην προστατίτιδα.

Νιτροφουραντοΐνη ( Furolin )

Η νιτροφουραντοΐνη (nitrofurantoin) ενεργοποιείται από τις βακτηριακές φλαβοπρωτεΐνες (αναγωγάση του νιτροφουρανίου), προκαλώντας την αναστολή του DNA, RNA, πρωτεϊνών, και την σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η αναστολή της βακτηριακής ανάπτυξης και κυτταρικού θανάτου.Η νιτροφουραντοΐνη ενδείκνυται σε λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος από κολοβακτηρίδια, κλεψιέλες, χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, εντερόκοκκο και E. coli.

Ενδείκνυται σε κυστίτιδες, προστατίτιδες και μετεγχειρητικές λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, ειδικά μετά από προστατεκτομή.Επίσης ενδείκνυται για τη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος στην διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι μελέτες που έγιναν σε έμβρυα αποδεικνύουν ότι η νιτροφουραντοίνη δεν αυξάνει τις γενετικές ανωμαλίες. Αυτό αποδεικνύεται από 25χρονη κλινική χρήση, αλλά σκόπιμο είναι να χορηγείται με προσοχή σε έγκυες γυναίκες. Σε χρόνια χημειοπροφύλαξη για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις δεν συνιστάται η συνεχόμενη χορήγηση για πάνω από 6 μήνες λόγω πνευμονικών επιπλοκών.

Σουλφαμεθοξαζόλη + Τριμεθοπρίμη ( Bactrimel )

Το BACTRIMEL περιέχει τριμεθοπρίμη και σουλφαμεθοξαζόλη. Η σουλφαμεθοξαζόλη αναστέλλει τη σύνθεση από το βακτήριο του διυδροφυλλικού οξέος διότι ανταγωνίζεται το παρααμινοβενζοικό οξύ, προκαλώντας βακτηριόσταση. Η τριμεθοπρίμη αναστέλλει αντιστρεπτά την αναγωγάση του διυδροφυλλικού του βακτηρίου (DHFR), ενός ενζύμου που δρα στη μεταβολική οδό του φυλλικού μετατρέποντας το διϋδροφυλλικό σε τετραϋδροφυλλικό. Ενδείκνυται για τη θεραπεία ουρολοιμώξεων που οφείλονται σε ευαίσθητα είδη των πιο κάτω μικροοργανισμών: Ε. coli, Klebsiella spp, Enterobacter spp, Morganella morganii, Proteus mirabilis, P. vulgaris. Οι περισσότερες από τις ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ελαφρές και είναι συνήθως γαστρεντερικές διαταραχές και δερματικά εξανθήματα.

Φωσφομυκίνη ( Fosfocin )

Η φωσφομυκίνη (fosfomycin) είναι είναι ένα ανάλογο του φωσφοενολοπυροσταφυλικού που παράγεται από στρεπτομύκητες και αναστέλλει μη αντιστρεπτά την τρανσφεράση του ενολοπυροσταφυλικού (MurA), η οποία εμποδίζει το σχηματισμό του N-acetylmuramic οξέος (ουσιώδες δομικό στοιχείο του κυτταρικού τοιχώματος).Κύριες ενδείξεις είναι η προφύλαξη από ουρολοίμωξη μετά από ουρολογικές χειρουργικές επεμβάσεις και διουρηθρικές διαγνωστικές διαδικασίες ( πχ. κυστεοσκόπηση) καθώς και η θεραπεία των οξέων μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (κυστίτιδες), σε γυναίκες, που προκαλούνται από τους μικροοργανισμούς που είναι ευαίσθητοι.

Γενταμικίνη ( Garamycin )

Η γενταμικίνη (gentamicin), μια αμινογλυκοσίδη, είναι ένα μικροβιοκτόνο αντιβιοτικό που δρα αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση των ευαίσθητων μικροοργανισμών. Η γενταμικίνη ενδείκνυται για την αγωγή λοιμώξεων που προκαλούνται από ευαίσθητα στελέχη των ακόλουθων μικροοργανισμών: Pseudomonas aeruginosa, ειδών Proteus (ινδόλη θετικών και αρνητικών), Escherichia coli, ειδών της ομάδας Klebsiella- Enterobacter- Serratia, ειδών Citrobacter, ειδών Providencia, ειδών Staphylococcus (κοαγκουλάση θετικών και αρνητικών, περιλαμβανομένων των στελεχών που είναι ανθεκτικά στην πενικιλλίνη και μεθικιλλίνη) και Neisseria gonorrhoeae.