Αϋπνία: Δεν υπάρχει κάποια διαφορά στην ποιότητα ή στη διάρκεια του ύπνου μεταξύ όσων παίρνουν για καιρό φάρμακα για την αϋπνία και όσων δεν παίρνουν, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη. Η έρευνα δείχνει ότι η χρήση φαρμάκων για την αϋπνία επί ένα έως δύο χρόνια δεν φαίνεται να βελτιώνει τον διαταραγμένο ύπνο στα άτομα μέσης ηλικίας.
Οι διαταραχές του ύπνου (δυσκολία να κοιμηθεί κανείς ή και να μείνει κοιμισμένος, πολύ πρωινό ξύπνημα κ.ά.) είναι συνήθεις. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο παίρνουν συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως υπνωτικά, ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά για να κοιμηθούν καλύτερα. Ο κακός και ανεπαρκής ύπνος έχει συσχετιστεί με διάφορα προβλήματα υγείας, όπως διαβήτη, υπέρταση, κατάθλιψη κ.ά.
Τα φάρμακα για τον ύπνο «δουλεύουν» βραχυπρόθεσμα, για διάστημα έως έξι μηνών, αλλά όταν η αϋπνία είναι χρόνια και τα φάρμακα λαμβάνονται για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, τότε η αποτελεσματικότητά τους φθίνει, όπως δείχνει και η νέα μελέτη από ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ντάνιελ Σόλομον του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women’s της Βοστώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Open».
Η νέα έρευνα αφορούσε γυναίκες με μέση ηλικία 50 ετών, 238 που έπαιρναν φάρμακα για τον ύπνο επί ένα έως δύο χρόνια και 447 που δεν έπαιρναν. Πάνω από το 70% των γυναικών και στις δύο ομάδες ανέφεραν προβληματικό ύπνο τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Οι διαταραχές του ύπνου ήταν παρόμοιες στις δύο ομάδες, δηλαδή τα φάρμακα μετά από ένα έτος δεν βοηθούσαν πια στον ύπνο, ενώ μετά από δύο χρόνια δεν υπήρχε κάποια σημαντική μείωση στις διαταραχές του ύπνου στις γυναίκες που έπαιρναν τέτοια φάρμακα συστηματικά.
Οι ερευνητές δεν απέκλεισαν ότι αυτά τα φάρμακα μπορεί να παραμείνουν αποτελεσματικά σε μερικούς ανθρώπους μετά από αρκετά χρόνια, αλλά γενικότερα τα ευρήματα πρέπει να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της μακρόχρονης χρήσης τους σε ανθρώπους μέσης ηλικίας με προβλήματα ύπνου.
Αϋπνία: Τα μακροχρόνια προβλήματα
Ανεξαρτήτου αιτίας, έχει παρατηρηθεί ότι η χρόνια στέρηση ύπνου (λιγότερο από 7 ώρες ύπνος/ημέρα) συνδέεται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η ύπαρξη αϋπνίας εκτός από εμφανείς επιπτώσεις στις νοητικές δεξιότητες (προκαλεί ελλείμματα μνήμης, προσοχής, συγκέντρωσης και μειωμένη ταχύτητα αντίδρασης με ακόλουθη μειωμένη απόδοση στις εργασιακές ή μαθητικές επιδόσεις, αλλά και με σοβαρό κίνδυνο για ατυχήματα), προκαλεί και δομικές εγκεφαλικές αλλαγές.
Λειτουργική νευροαπεικόνιση (fMRI) ανέδειξε υποαιμάτωση στις έσω και κάτω προμετωπιαίες περιοχές σε ασθενείς με πρωτοπαθή αϋπνία. Η ύπαρξη της αϋπνίας είναι από μόνη της ανεξάρτητος προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών όπως κατάθλιψη και άγχος.
Τέλος, υπάρχει σαφής σύνδεση της αϋπνίας με την εμφάνιση ή την επιδείνωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Έτσι, άνθρωποι που στερούνται ύπνο αποκτούν πιο εύκολα αρτηριακή υπέρταση ενώ φαίνεται ότι ακόμη και ο καρδιακός ρυθμός σε 24ωρη βάση είναι πιο αυξημένος. Οι ενδείξεις των επιπτώσεων της στέρησης ύπνου στο ενδοκρινικό σύστημα και στον μεταβολισμό αυξάνονται όλο και πιο πολύ. Έτσι, στέρηση ή/και κακή ποιότητα ύπνου σχετίζεται με αύξηση του σωματικού βάρους και παχυσαρκία αλλά και με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη.